Κάθε πρωί παίρνει την καρέκλα της και κάθεται δίπλα στη θάλασσα, στο γραφικό λιμανάκι του Καστελόριζου με τα επιβλητικά, λουσμένα με χρώματα και φως, αρχοντικά.
Τα σπουργίτια την περιμένουν στο ίδιο σημείο, γνωρίζουν ότι είναι συνεπής στο ραντεβού της, την ίδια ώρα θα είναι εκεί για να τους δώσει τροφή. Η Χριστίνα Νίτη είναι 87 ετών και κάθε ρυτίδα στο πρόσωπο της θυμίζει τα υπέροχα πετρόχτιστα σοκάκια του νησιού. Όταν αναφέρεται, στον ακριτικό τόπο της, το πρόσωπό της γαληνεύει.
«Εδώ γεννήθηκα, εδώ έζησα τη ζωή μου. Είμαι 87 ετών και έχω πέντε παιδιά, 20 εγγόνια και δισέγγονα και όλα είναι εδουνά. Εδώ είναι η πατρίδα μου, εδώ είναι το σπιτάκι μου, κάθε πρωί παίρνω την καρεκλίτσα μου και κάθομαι στο λιμάνι, πουθενά αλλού δεν πάω, ταΐζω τα σπουργίτια και τις γάτες», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και αναφέρει πως «αν και είναι μακριά το Καστελόριζο, το “κολάι” μας το κάμουμε άμα θα έρθει το παπόρι».
Δεν είναι εύκολο για τους ηλικιωμένους να ζουν στο πανέμορφο αλλά απομακρυσμένο νησί του Αιγαίου, ειδικά όταν αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως η Χριστίνα Νίτη που όπως λέει, «έχει την καρδιά της».
«Δεν μπορούσα να αναπνεύσω, λιποθυμούσα και οι γιατροί στη Ρόδο μου έβαλαν βηματοδότη. Για να πάω όμως να με εξετάσουν δεν είναι εύκολο. Το καράβι για Ρόδο, κάνει περίπου τέσσερις ώρες. Ποτέ δεν γυρνάμε πίσω την ίδια ημέρα, συνήθως χρειάζεται να μείνουμε τέσσερις ημέρες, για να μας δουν οι γιατροί και να κάνουμε τις εξετάσεις. Εάν δεν υπάρχει κάποιος γνωστός για να μας φιλοξενήσει στο σπίτι του, αναγκαστικά πηγαίνουμε σε ξενοδοχεία και τα έξοδα είναι πολλά» επισημαίνει και διευκρινίζει: «παίρνω σύνταξη 300 ευρώ και πληρώνω τα 110 ευρώ στο ενοίκιο, έχω τα φάρμακα και το φαΐ, δεν φτάνουν για να πάω στη Ρόδο να δω τους γιατρούς. Τα παιδιά δεν μπορούν να βοηθήσουν, μου φέρνουν κάνα ψαράκι να φάω αλλά και αυτά δεν έχουν δουλειές».
Δεν την πτοούν όμως τα προβλήματα και δηλώνει ευγνώμων, καθώς στο Καστελόριζο «έχουμε και καλούς ανθρώπους, έχουμε τη γιατρό μας και τον φαρμακοποιό του στρατού», λέει και με ένα μελωδικό, όπως είναι η διάλεκτος του νησιού, παράπονο εκμυστηρεύεται ότι: «Εδώ είμαστε στη μοναξιά, όποιος έρχεται μας δίνει μεγάλη χαρά, είναι πολύ καλό για το νησί, πρέπει να δουλέψει και ο κόσμος. Τα μαγαζιά δεν έχουν πολλή δουλειά. Πρέπει να μας νοιάζονται και εμάς, μωρό μου. Πλέον δεν υπάρχουν ούτε ψάρια. Κάποτε πηγαίναμε στην Τουρκία, ψαρεύανε και πορευόταν η οικογένεια, τώρα όμως είναι δύσκολο να γίνει αυτό» αναφέρει με την ελπίδα να αλλάξει γρήγορα η κατάσταση.
Η ογδονταεπτάχρονη νησιώτισσα έχει ζήσει πολλές δυσάρεστες συνθήκες, καθώς το νησί έχει βομβαρδιστεί, λεηλατηθεί και καεί πολλές φορές, μεταξύ άλλων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και η ίδια όπως και εκατοντάδες άλλοι κάτοικοι του Καστελόριζου αναγκάστηκαν να αφήσουν το νησί τους και να βρεθούν πρόσφυγες σε άλλες χώρες. «Αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε όλο τον κόσμο με τον πόλεμο, πήγαμε στην Τουρκία, στην Κύπρο και στην Παλαιστίνη, ήρθαμε όμως πάλι στον τόπο μας. Το Καστελόριζο είναι πατρίδα μου» δηλώνει με περηφάνια για τη νήσο Μεγίστη.
ΑΠΕ