Άργος ΟρεστικόΚαστοριάΠαλαιά ΚαστοριάΠρόσωπατελευταίες ειδήσεις

Σαν σήμερα το 1955 πέθανε ο Χρουπιστινός μακεδονομάχος καπετὰν Απίκραντος (Ναούμ Σπανὸς)

Ναούμ Σπανός- Καπετάν Απίκραντος. Τέκνο της Χρούπιστας- σημερινό  Άργος Ορεστικό. Διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στον Μακεδονικό Αγώνα πριν εισέλθει στην φάση της μεγάλης του έντασης, καθώς και στον Πανελλήνιο ξεσηκωμό. Άρχισε από ράφτης και κατέληξε φλογερός πολεμιστής στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας με ένα πλήθος διακυμάνσεων στην ηρωική του ζωή.  Από «φραγκοράφτης», όπως τους αποκαλούσαν τότε τους ραφτάδες, ο Ναούμ Σπανός στα 1896 δεν άντεξε την προκλητική συμπεριφορά ενός Τούρκου και τον σκότωσε. Κι έτσι το εικοσιτετράχρονο παλικάρι βρέθηκε στο βουνό με δικό του αντάρτικο σώμα από 32 άντρες…»

Της Μαρίας Παπαϊωάννου

(φωτογραφία επάνω δεύτερος από αριστερά)

Ο Ναούμ Σπανός γεννήθηκε το 1872 στην Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό) Καστοριάς και απεβίωσε στη Νέα Σμύρνη. Κατάγονταν από οικογένεια οπλαρχηγών της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο αδελφός του παππού του, Ευάγγελος Σπανός ήταν ο αρχηγός της επανάστασης στη Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό). Αφού σκοτώθηκε ο Ευάγγελος Σπανός και ο μικρότερος αδελφός του Στέργιος Σπανός, ανέλαβε την αρχηγία του σώματος των επαναστατών η αδελφή τους Μαρία Σπανού, γνωστή και ως Σπανομαρία. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Δυτική Μακεδονία, η Σπανομαρία μετέφερε όλη την οικογένεια Σπανού στη Νιγρίτα για λόγους ασφαλείας. Εκεί η οικογένεια έλαβε το επώνυμο “Σπανομαρίας”. Ο παππούς του Ναούμ Σπανού, ήταν τότε 8 ετών. Όταν ενηλικιώθηκε, επέστρεψε στη Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό), όπου άσκησε το επάγγελμα του ράπτη. Όλη η οικογένεια Σπανού ή Σπανομαρία ήταν ράπτες. Ο ίδιος ο Ναούμ Σπανός έγινε και αυτός ράπτης. Ήταν ο πρώτος στην κωμόπολη της Χρούπιστας που έραψε παντελόνια, καθώς έως τότε οι κάτοικοι φορούσαν αντερί. Ο μεγαλύτερος αδερφός του Ναούμ, Ιωάννης Σπανός (Παπαγιαννάκης), ήταν αρχιμανδρίτης και διατέλεσε ο πρώτος Έλληνας δήμαρχος Χρούπιστας μετά την απελευθέρωση το 1912. Νέος πολύ ακόμα, αφού σκότωσε κάποιον Τούρκο, πήρε τα βουνά κι έκανε δικό του αντάρτικο σώμα. Θεωρείται λοιπόν  από τούς πρώτους μακεδονομάχους. Ο καπετάν Κώττας, τόσο εμπιστευόταν τον Ναούμ που του εμπιστεύθηκε τα παιδιά του. Η κατάσταση είχε ως εξής: Λίγο μετά τη συνάντηση καπετάν Κώττα με τον Γερμανό Καραβαγγέλη στις 2 Δεκεμβρίου η οποία έλαβε χώρα για τον συντονισμό ενεργιεών κατά της ΕΜΕΟ, ο μητροπολίτης Καστοριάς ανέθεσε στον οπλαρχηγό Ναούμ Σπανό  να συνοδεύσει στην Αθήνα τους γιους του Κώττα, Δημήτριο (15 ετών) και Σωτήριο (12 ετών), που ήταν ως τότε τρόφιμοι του βουλγαρικού γυμνασίου Καστοριάς. Ο Ναούμ Σπανός αναχώρησε με τους δυο γιους του Κώττα στις 21 Δεκεμβρίου του 1901 και παρουσιάστηκε στον υπουργό εξωτερικών Στέφανο Δραγούμη στις 25 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Ο Ναούμ Σπανός συντηρούσε τα τέκνα του Κώττα για πέντε μήνες έως ότου με τη μεσολάβηση του Στέφανου Δραγούμη, ο Παύλος Μελάς και ο Αθανάσιος Κοντούλης, με την οικονομική ενίσχυση της κόμησας Λουίζας Ριανκούρ ανέλαβαν να εγγράψουν τα δυο αγόρια στο λύκειο του Ιωάννη Δέλλιου.

Όπως εξιστορεί ο ίδιος για την ζωή του:

«Εγεννήθην εις  Άργος Ορεστικόν. Οι γονείς μου εφτόντισαν να τελειώσω το σχολαρχείον και να διδαχθώ την ραπτικήν, την οποίαν εξήσκησα μέχρι του 1895 εις την πατρίδα μου. Ο μεγάλος μου πόθος όμως να βοηθήσω την πατρίδα μ’ έκαμε να εγκαταλείψω το επάγγελμα το 1896  και να σχηματίσω σώμα εκ 32 ανδρών με δικά μου χρήματα…

Εντός ολίγων ημερών κάμαμε μάχην με τον Τούρκον λοχαγόν Πετέφ εφέντη, του δώσαμεν ένα καλόν μάθημα, και μίαν μάχην με τον Τούρκον ταγματάρχην, τον διαβόητον Μουχτάρ τον Ατρόμητον. Ήτο έμπιστος του Σουλτάν Χαμίτ…

Εσκεφτήκαμε πως να του κάνουμε κερτέρι μεταξύ Δάφνης και Πολυκάστανου (Βοΐου) εις την γέφυραν…

Πρωί πρωί έφτασε ο Μουχτάρ με 350 Γκέγκηδες. Ε! τους αρχίσαμε στο ντουφεκίδι απο τρία μέρη. Του Μουχτάρ αγά σκοτώσαμε το ΄λογο, ο ίδιος ετραματίσθη, από τους Γκέγκηδες σκοτώθηκαν 63 και 67 βαρέως τραυματισμένοι, οι οποίοι απέθανον.

Μόλις είδα πως τα φυσίγγια τελειώνουν, έδωκα το σύνθημα και εφύγαμεν προς το Σπήλαιο (Γρεβενών)».

Έλαβε μέρος στη Μακεδονική επανάσταση του 1896, επικεφαλής αρχικά δικού του σώματος, που έδρασε στη Δυτική Μακεδονία. συνεργαζόμενος με τα σώματα των οπλαρχηγών Μήτρου και Χατζή, έδρασε στις περιοχές Βοΐου και Γρεβενών. Τον Σεπτέμβριο του 1896 δρούσε στην περιοχή Γρεβενών. Εκεί, συνεργάστηκε με το σώμα του Π. Καρβελά, και μετά από αλλεπάλληλες συγκρούσεις με Οθωμανικά στρατιωτικά αποσπάσματα, τον βοήθησε να διαφύγει στα Τρίκαλα. Στη συνέχεια ο Ναούμ Σπανός αναγκάστηκε και αυτός να καταφύγει στην Καλαμπάκα, όπου εντάχθηκε στο σώμα των Γεώργιου Καψαλόπουλου από τη Σιάτιστα και Αλ. Μυλωνά μαζί με άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς όπως οι Γεώργιος Δούκας (Νταβέλης), Παναγιώτης Αλαμάνας, Λάζαρος Βαρζής, Ζήσης Βράκας, Ντίνος Σαράντης, Στέργιος Μπαλατσός, Ι. Τσάμης και άλλοι. Το σώμα αυτό εισήλθε εκ νέου στη Μακεδονία στα τέλη Μαρτίου του 1897, και αφού κατέλαβε το χωριό Καταφύγι Γρεβενών, συγκούστηκε ανεπιτυχώς με ισχυρό Οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα στην Κρανιά και αναγκάστηκε σε αποχώρηση. Μετά την αποτυχία της Μακεδονικής επανάστασης του 1896 και το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ο Ναούμ Σπανός κατέφυγε στην ελεύθερη Ελλάδα. Στο Δομοκό συναντήθηκε με τους οπλαρχηγούς Γεώργιο Λεπιντάτο (καπετάν Αρκούδα) και Λάζαρο Βαρζή (καπετάν Ζαρκάδα). Οι τρεις τους συναντήθηκαν με το διάδοχο Κωνσταντίνο και του ζήτησαν να τους αξιοποιήσει στο στράτευμα. Έτσι, συμμετείχαν στη Μάχη της Σκάρμιτσας με τον Οθωμανικό στρατό. Μετά τη μάχη αυτή ο Ναούμ Σπανός κατόπιν διαταγής κατευθύνθηκε στα Άγραφα προκειμένου να πατάξει τη ληστεία, μαζί με τους Γεώργιο Λεπιντάτο και μοίραρχο Ραζή, επικεφαλής 300 χωροφυλάκων. Όταν ο Ναούμ Σπανός και ο Γεώργιος Λεπιντάτος πληροφορήθηκαν ότι Οθωμανικός στρατός στρατοπέδευσε στον κάμπο της Καρδίτσας, επιτέθηκαν στο Τουρκικό στράτευμα νότια του Μεσενικόλα και τους έτρεψαν σε φυγή. Στη συνέχεια μοίρασαν τα λάφυρα στο Μουζάκι, στους πρόσφυγες που συνέρρεαν από τα Θεσσαλικά χωριά. Την επόμενη ο Ναούμ Σπανός αναχώρησε για την Αθήνα. Ένα επίτευγμα απο τη μεγάλη του δράση, είναι η διάσωση της σημαίας του 8ου Ελληνικού Συντάγματος, που την άπραξε από βέβηλα χέρια που την προόριζαν για να την παραδώσουν στους Τούρκους, και την έκρυψε στο σακκίδιό του, για να την παραδώσει αργότερα στον διάδοχο Κωνσταντίνο. Με την ανακωχή του 1897 κατέφυγε στην Αθήνα. Χαρακτηριστική είναι ή περικοπή των Αναμνήσεων του Ν. Σπανού πού περιγράφει πώς ανακάλυψε δραστηριότητα του βουλγαρικού κομιτάτου μέσα στην ίδια την Αθήνα!!! Όπως αφηγείται ο ίδιος:

«Εις Αθήνας ήλθαν ακριβώς 3 Οκτωβρίου 1899 καί εφρόντιζα δι’ εργασίαν. Οκτωβρίου 26 με αντάμωσεν ό Απόστολος Περόφσκης, με χαιρετά:

  • “Καλώς τόν καπετάνιο, μου λέγει. Μάς έβγαλες ασπροπρόσωπους τούς Μακεδόνας”. Αυτό ήτο κόλπο του. Μου λέγει ‘’Καπετάν Ναούμ, ελευθερία νά μην περιμένωμεν ούτε από τούς Βουλγάρους. Μόνον εμείς οι Μακεδόνες νά αγωνισθώμεν διά την Μακεδονίαν μας”.
  • “Μάλιστα ήλθε ή ώρα” αμέσως του είπα. “Μπράβο, πολύ ώρα τά λες”. κάτι όμως είχα υποπτευθή. Έλαβε θάρρος όμως καί μου λέγει ότι
  • “Άρχισαν οι Μακεδόνες νά ετοιμάζωνται. Μάλιστα εδώ είναι κομιτάτον από Μακεδόνας καί στην Ρουμανίαν, Σερβίαν καί Βουλγαρίαν, θα ετοιμασθώμεν όλοι οι Μακεδόνες και θα δράσωμεν στην Μακεδονίαν, πρέπει νά εγγραφώμεν όλοι στο κομιτάτο”. Αμέσως εδέχθην εγώ και μου λέγει: “Συ ως καπετάνιος θα παίρνης 15 εικοσόφραγκα τον μήνα και μάλιστα να φύγης να μένης ή εις την Σερβίαν ή εις την Βάρναν της Βουλγαρίας, ώς πού νά ετοιμασθη το κομιτάτον εν έτος ή δύο καί δράσωμεν όλοι οι Μακεδόνες από όλα τα μέρη μαζί’’. Του είπα
  • “Που θα βρούμε το κομιτάτον;” Μου λέγει πώς πρόεδρος του κομιτάτου εντός των Αθηνών είναι ένας από τον Περλεπέν της Μακεδονίας, είναι πρόεδρος του βουλγαρικού πρακτορείου. Τότε οι Βούλγαροι δεν είχον προξενείον αλλά πρακτορείο. Αμέσως του είπα “Πάμε”. Κινήσαμε, στην οδόν Αχαρνών ήτο το πρακτορείο. Μόλις φθάσαμε εκεί εμπήκαμε μέσα και με αφήνει στη σκάλα κάτω καί ανέβηκε αυτός. Μόλις παρουσιάστηκε, λέγει εις τούς συναθροισθέντας, οίτινες όλοι ήσαν χτίσται, σοβατζήδες και εργολάβοι, άπαντες εκ της επαρχίας Καστοριάς.
  • “Έπεισα τον βλάχο τον καπετάν Ναούμ καί τόν έφερα, τόν έχω κάτω”. Τότε κάποιος Χρήστος Μαρκουλής από το χωρίον Κοναστανέτσι Καστοριάς του λέγει βουλγαρικά “βρε ζμίατα σε κλάβα να ποζούλατα” δηλ. “τό φείδι μπαίνει στον κόρφο, θα σε δαγκώση παρ’ τόν καί φύγε γλήγορα”. Εγώ τα άκουσα όλα. Κατεβαίνει κάτω καί μας λέγει πώς δεν είναι ό πράκτωρ εδώ, το απόγευμα ερχόμεθα.

“Ας είναι, του λέγω, ερχόμεθα το απόγευμα”. Εμένα μου μπήκαν οι ψύλλοι στα αυτιά. Εβγήκαμε έξω 80 μέτρα μακρυά και του λέγω. “Το απόγευμα θα ανταμωθούμε’’ λέγω δε ότι θα υπάγω στην οδόν Αχαρνών αριθμ. 92 εις τον προϊστάμενόν μου Κοντονικολάου Γεώργιον. Μόλις χωρίσαμε, έστριψα και γύρισα πίσω. Απέναντι του πρακτορείου ήταν μία ταβερνίτσα μικρή, εμπήκα μέσα, εζήτησα δύο συκωτάκια και μία πεντάρα ψωμί και πέντε κρασί εκάθησα σιγά-σιγά από το παραθυράκι και έβλεπα την πόρτα του πρακτορείου. Ακριβώς 12 και 20 μεσημέρι, ήτον ημέρα του Αγίου Δημητρίου, είδα να βγαίνουν δέκα πέντε, τούς οποίους εγνώριζα, διότι τούς έβλεπα τακτικά στο καφενείο των κτιστάδων εις το Βαρβάκειον. Έγραψα τα ονόματά τους και μετά δέκα λεπτά βγήκαν άλλοι δέκα εννέα, των οποίων επίσης έγραψα τα ονόματά των και αυτών. Την άλλην ημέραν, του Αγίου Νέστορος, ώρα 10 επήγα εις τον κ. Στέφανον Δραγούμην, του τα είπα όλα όσα συνέβησαν και ό κ. Δραγούμης με έστειλεν εις τον κ. Πανάν γραμματέα του υπουργείου των εξωτερικών. Του είπα τα καθέκαστα. Μου λέγει να φροντίσω να ανακαλύψω και άλλα πράγματα. Τότε αμέσως εγώ ήρχισα τη δουλειά μου. Έκαμα μία παρέα από ενθουσιώδεις πατριώτας: τον Ιωάννην Κεφαλάν, Χρήστον Ζησιάδην, Θεόδωρον Θεοδωράκον εκ Μάνης και Γκάγκαν και ήρχισα μυστικά να ανακαλύπτω πολλά μυστικά των κομιτατζήδων, τα οποία έκαμα γνωστά εις τον Δραγούμην και Πανάν. Έμαθα πώς εις την Βάθην, εις την ταβέρναν των αδελφών Λεκαφτσιέφ έφθασαν κομιτατζήδες από την Μακεδονίαν. Επήρα την παρέαν μου μόλις νύκτωσε, επήγα εκεί έβγαλα το πιστόλι και επυροβόλησα και έσπασα την λάμπαν. Αρχίσαμε τις μπιστολιές και εκτυπηθήκανε εξ, οι τέσσερες ήσαν κομιτατζήδες. Από μάς κτυπήθηκεν ό Γκάγκας, με μαχαίρι εις το χέρι και εφύγαμε χωρίς να συλληφθώμεν. Μετά ολίγας ημέρας επήγαμε εις την οδόν Πινακωτών εις το μπακάλικο του Ναούμ Ρούκα, εκεί τον εσπάσαμε εις το ξύλο και το μπακάλικο το εκάμαμε σαλεπιτζήδικο, ώστε ηναγκάσθη να φύγη εις Βουλγαρίαν. Εν τέλει πολλά άλλα πράγματα εκάμαμε εντός των Αθηνών μέχρι του 1901».
Μη μπορώντας να επανέλθει στην πατρίδα, επειδή τον είχαν επικυρήξει οι Τούρκοι, ξαναμπήκε στη Μακεδονία οπλαρχηγός, και  με το σώμα του να πρωταγωνιστεί σε πλήθος περιπετειών και ηρωισμών.

Αργότερα κατέφυγε και πάλι στην Αθήνα, όπου συγκρότησε και σώμα, αλλά δεν θέλησε να συνεχίσει τον Αγώνα στη Μακεδονία ύστερα από τους ορους που του έθεσε το μακεδονικό Κομιτάτο.

Από τις ίδιες τις αναμνήσεις του καπετάν Ναούμ έρχονται στο φως άγνωστες λεπτομέρειες για το Μακεδονικό Αγώνα, καί πριν αρχίσει ακόμα συστηματικά ή ένοπλη αντίσταση εναντίον των Βουλγάρων, πράγμα πού έγινε μόλις τό 1902. Μετά από κάθε σημαντικό γεγονός ο Ναούμ κρατουσε σημειώσεις και τις φύλαγε στην κάπα του. Πάντα πάνω του.  Γι’ αυτό και τον ονόμασαν καπετάν Απίκραντο.

Τον Ιανουάριο του 1905, αναγκάστηκε νά παρατήσει τον αγώνα, ερχόμενος σ’ αντίθεση με τόν καπετάν Βάρδα. Ήρθε τότε και έμεινε στον Πειραιά και στη συνέχεια στην Αθήνα. Ξανάπιασε την ραφτική παράλληλα πρόσφερε τις υπηρεσίες του για τη Μακεδονία. Το 1907 έγινε πρόεδρος του “Παμμακεδονικού αγώνος Πειραιώς” και τό 1916- 1917 σύμβουλος και ταμίας του “Παμμακεδονικού αγώνος Αθηνών’’.

Αυτόν τό σύλλογο απάρτιζαν Μακεδόνες όπως ο κατόπιν υπουργός της Παιδείας Δ. Δίγκας, οι Καστοριανοί Ιω. Βαλαλάς, πολιτευτής – έγινε ύστερα υπουργός της Παιδείας καί τούτος- καί Κωνστ. Τσιμινάκης, ο γνωστός νευρολόγος, και πολλοί άλλοι επιφανείς Έλληνες του τόπου μας.

Από τό 1931 ο Ναούμ Σπανός έμεινε στη Νέα Σμύρνη, όπου διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος κατά τα έτη 1934-1951. Εκεί άφησε και την τελευταία του πνοή στις 21 Ιουλίου του 1955.

 

 

Back to top button