Καστοριά

Ο Μέγας Κωνσταντίνος: Η πολιτική θεωρία του χριστιανισμού (του Ηλία Τζωρτζόπουλου)

Μεταπτυχιακή εργασία του Προέδρου του Παραρτήματος ΕΑΑΣ και μεταπτυχιακού φοιτητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ηλία Τζωρτζόπουλου

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
«[ Ο Θεός] που με έκρινε άξιο να εκπληρώσω τη βούλησή του, με ανεζήτησε και με έθεσε στην υπηρεσία του και εγώ, κινώντας από την μακρινή βρετανική θάλασσα και από τους τόπους, όπου κατά θείες επιταγές δύει ο Ήλιος, ανταποκρίθηκα στη θεία κλήση, απωθώντας και διασκορπίζοντας χάρη σε κάποια ανώτερη δύναμη τα δεινά που κατέχουν τον κόσμο, ώστε το ανθρώπινο γένος διαπαιδαγωγούμενο από το έργο μου, να επανεχθεί στο σεβασμό του θείου νόμου και η μακαριότατη πίστη να αυξηθεί υπό την καθοδήγηση του Κυρίου… Με την πεποίθηση ότι αυτή είναι η άριστη υπηρεσία, ότι αυτή είναι η χάρις που δόθηκε σε μένα, προχωρώ από τις χώρες της Ανατολής, οι οποίες χειμάζονται από βαρύτατες συμφορές και επικαλούνται τη μέριμνά μου».[1] Αυτή η πίστη, βαθιά ριζωμένη στην καρδιά του Κωνσταντίνου, ήταν που τον οδήγησε στην εξελικτική πορεία της προσωπικότητάς του και της αποστολής του.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«Ξεψύχησε την ύστερη αυγή στις 21 Μαΐου, στο 337 από την γέννηση του Ιησού. Κανένα από τα τρία αρσενικά παιδιά του δεν ήταν κοντά του για να του κλείσει τα μάτια»[2] Η ιστορία του χάρισε τον τίτλο του Μεγάλου. Η εκκλησία του Ισαποστόλου και τον κατέταξε στους Αγίους. Η Δυτική Εκκλησία αναγνώρισε ως Αγία μόνον την μητέρα του. Ο Μέγας Κωνσταντίνος όμως ήταν ο θεμελιωτής του Χριστιανισμού. Χωρίς εκείνον,  και άλλο αίμα μαρτύρων θα χύνονταν για την πίστη του Χριστού. Ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, που προέβλεψε πως το μέλλον της αυτοκρατορίας θα γράφονταν στην Ανατολή. Ήταν ο Ισαπόστολος, γιατί η εκκλησία πίστεψε πως χάρις σε εκείνον επικράτησε τον 4ο αιώνα ο Χριστιανισμός. Ο Μέγας Κωνσταντίνος με την διορατικότητά του, αλλά και το θυμοειδές του χαρακτήρα του κατάλαβε ότι στο μέλλον ο Χριστιανισμός θα ήταν η κύρια ενωτική δύναμη ανάμεσα στις φυλές της αυτοκρατορίας, αφού οι εθνικές θρησκείες είχαν χάσει την αξιοπιστία τους, ως η ενωτική δύναμη ανθρώπινων  ομάδων και λαών.
Η ενότητα της εκκλησίας της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, θα έσωζε την Αυτοκρατορία και η Αυτοκρατορία στήριξε την νέα θρησκεία.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην εργασία που ακολουθεί, θα γίνει προσπάθεια να παρουσιασθεί, κατά το δυνατόν η προσωπικότητα και το έργο του Αγίου και Ισαποστόλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Η στάση των ιστορικών απέναντι στον Μέγα Κωνσταντίνο είναι αντιφατική. Ενέχει το στοιχείο μιας ιδεολογικής πρόκλησης, με τον προσηλυτισμό του στον Χριστιανισμό. Πρόκλησης πολιτικής και πολιτιστικής. Η αναγνώριση του Χριστιανισμού σηματοδοτεί μια σημαντική παρέκκλιση, για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στην οποία το κράτος ήταν συνδεδεμένο με τις λατρείες θεών και συμβόλων. Η πράξη αυτή του Μεγάλου Κωνσταντίνου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα γεγονός, που καθόρισε την ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και την ιστορία της μεσαιωνικής και σύγχρονης Δύσης, η οποία κινήθηκε στη σκιά του Βυζαντίου.
Οι διαμάχες για το πρόσωπο του, οι οποίες προέκυψαν από την μελέτη και αξιολόγηση των παγκόσμιας σημασίας ιστορικών αποφάσεων, ενεργειών και πράξεων του, ήταν κυρίως από την πολεμική προς αυτόν, παρά από την επιστημονική αναζήτηση.
Ένας από τους πιο σκληρούς κριτές του, Α. Πιγκανιόλ γράφει: «Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ούτε μυστικιστής, ούτε αγύρτης, αλλά ένας ειλικρινής άνθρωπος που έψαχνε την αλήθεια – στο κατώφλι ενός αιώνα σκοτεινού, που ο ανθρώπινος νους παράπαιε – ένας δύστυχος άνθρωπος που ψηλαφούσε…».[3] Εκτιμάται ως καταλυτικής σημασίας η αναγνώριση και αναδίφηση της ιστορικής εποχής, κατά την οποία διαδραματίζονται οι πράξεις και τα έργα σπουδαίων ανδρών, ώστε κατά το δυνατόν να αναδειχθεί η προσωπικότητα τους και να ψηλαφιστούν τα «κρύφια» της σοφίας των.

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. ΠΡΟ – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
α.       Γενικά
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία βίωσε μεγάλη και πολυεπίπεδη κρίση μετά τον θάνατο του Μάρκου Αυρηλίου, το 180 μΧ, αυτοκράτορα και ενός από τους σημαντικότερους στωικούς φιλοσόφους. Η «Pax Romana», η ρωμαϊκή αυτή περίοδος ειρήνης που καθιέρωσε ο Καίσαρας Αύγουστος, έληξε με τον θάνατο του Μάρκου Αυρηλίου.
Βαρβαρικοί λαοί κυρίως Γότθοι, εισέβαλαν στην αυτοκρατορία από την Δύση, οι Σασσανίδες Πέρσες επιτέθηκαν στην Ανατολή. Στα εσωτερικά του κράτους ακολούθησε η οικονομική κρίση, λοιμοί, εμφύλιες συγκρούσεις και στρατιωτική αναρχία. Ο θεσμός του αυτοκράτορα εξασθένησε, καθόσον στήριζαν την εξουσία τους, στην διάθεση των ρωμαϊκών λεγεώνων και ανάλογα με τις περιστάσεις, που στους Λεγεωνάριους και Πραιτοριανούς παραχωρούσαν και έδιναν. Η κρίση αυτή της αυτοκρατορίας, ήταν ουσιαστικά η παρακμή του αρχαίου κόσμου. Τα αίτια, που την προκάλεσαν, αναδεικνύονται και όπως η «οπτική γωνία»,  του κάθε ιστορικού επιτρέπει: οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, ή ιδεολογικά.  Είναι βέβαιο όμως ότι με την παρακμή του αρχαίου κόσμου, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια νέα πορεία της Δύσης και της Ανατολής.
Εκτιμάται ως ιδιαιτέρας σημασίας η άποψη, για την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: «η σταθερή παρακμή του πολιτισμού δεν πρέπει λοιπόν να αποδοθεί σε βιολογικό εκφυλισμό ή στην επιμιξία των κατωτέρων φυλών με τις ανώτερες ή σε πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, αλλά μάλλον σε μια μεταβολή της νοοτροπίας των ανθρώπων. Η μεταβολή αυτή οφειλόταν στο πλέγμα των περιστάσεων που δημιούργησαν οι ιδιάζουσες συνθήκες ζωής στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. …. Μια από τις συνθήκες αυτές – και μάλιστα πολύ σημαντική – ήταν ο αριστοκρατικός και κλειστός χαρακτήρας του αρχαίου πολιτισμού. Η πνευματική αντίδραση δηλαδή, η αδιαφορία για την επίγεια ζωή και το χάσμα (μεταξύ ανώτερων τάξεων και της μάζας), στέρησαν τον αρχαίο κόσμο από τη δύναμη να διατηρήσει τον πολιτισμό του ή να τον υπερασπίσει από την εσωτερική αποσύνθεση και τον εξωτερικό κίνδυνο, τις εισβολές των Βαρβάρων».[4]

β.      Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά τον 1ο αι π.Χ. ώς τον 4ο αι μ.Χ.
Γενικά
Η ιστορία της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, από το Γιβραλτάρ έως τον Καύκασο και από την Βρετανία έως την Αίγυπτο συνδέεται άμεσα με αυτή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Λατινική, στο Δυτικό τμήμα και η Ελληνική, κυρίως στο Ανατολικό, ήταν οι γλώσσες, που οι άνθρωποι μιλούσαν και καταλάβαιναν.
1ος αι π.Χ. – 3ος αι μ.Χ. Η κρίση της αυτοκρατορίας
Το 48 π.Χ. στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας, στη μάχη μεταξύ Πομπήιου και Καίσαρα, που ανέδειξε νικητή τον Καίσαρα, σήμανε και την νίκη της μοναρχίας έναντι της δημοκρατίας. Ουσιαστικά τερματίστηκε η ζωή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ο Καίσαρας συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του. Μετά την δολοφονία του Καίσαρα και την νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο, το 31 π.Χ., ο Οκταβιανός κατέλυσε το κράτος των Πτολεμαίων, προσάρτησε την Αίγυπτο στο Ρωμαϊκό κράτος, κυριαρχώντας στο σύνολο της Αυτοκρατορίας. Η νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο ήταν καταλυτικής σημασίας, για την πολιτική ιστορία της Ρώμης. Με την εν συνεχεία κατάληψη της Αλεξάνδρειας και τον θάνατο του Αντωνίου, ο Οκταβιανός έχει την δυνατότητα να επιβάλει την μοναρχική, σχεδόν δικτατορική, εξουσία του. Ο Οκταβιανός Αύγουστος με την ακατάβλητη δραστηριότητά του,  σε όλους τους τομείς της εσωτερική και εξωτερικής πολιτικής, πραγματοποιεί μια παλινόρθωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δημιούργησε το Ρωμαϊκό αυτοκρατορικό καθεστώς του Αυγούστου, που διατηρήθηκε για δύο περίπου αιώνες στην αυτοκρατορία, ως «Pax Romana» της αυτοκρατορίας, μέχρι τον θάνατό του το 180 μ.Χ.

Με τον Κόμοδο (180-192μ.Χ), έναν δεύτερο Νέρωνα, η Διοίκηση και ο Στρατός παραμελήθηκαν. Οι αυτοκράτορες εναλλάσσονταν πλέον στην εξουσία, μέχρι το 284, όταν ο Στρατός ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Γάιο Βαλέριο Αυρήλιο Διοκλητιανό, σε ένα σκληρά δοκιμασμένο και εξαντλημένο κράτος, μετά από δεκαετίες αναρχίας και πολέμου.
Ο Διοκλητιανός, με ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων τόσο στη δημόσια, όσο και στην ιδιωτική ζωή αντιμετώπισε με επιτυχία τους εξωτερικούς εχθρούς και επέβαλε την τάξη στην αυτοκρατορία. « Η αξία του όπως και του Αυγούστου, βρίσκεται στο γεγονός πως συνειδητοποίησε το πνεύμα του καιρού του και μπόρεσε να το εκμεταλλευτεί» .[5] Ο κόσμος της αυτοκρατορίας, είχε κουραστεί από τα πάθη και τις φιλοδοξίες, την αναρχία και τους πολέμους.  Ήθελε να ξεκουραστεί. Πλησίασε και βοήθησε τον νέο αυτοκράτορα. Παρά τις προσπάθειες όμως του Διοκλητιανού, να αποκαταστήσει την ενότητα της αυτοκρατορίας, τις ικανές μεταρρυθμίσεις του στους τομείς της διοίκησης, της δικαιοσύνης, της οικονομίας, της στρατιωτικής οργάνωσης και της κεντρικής εξουσίας, έζησε μετά την παραίτησή του να δει έναν νέο εμφύλιο πόλεμο, μεταξύ των Αυγούστων και των Καισάρων που ο ίδιος είχε διορίσει. Νικητής στον πόλεμο αυτό ήταν ο Κωνσταντίνος.
γ.       Η Θρησκεία στην Προ-Κωνσταντίνεια εποχή και από τον 1ο αι π.Χ.
μέχρι τον 3ο μ.Χ. αι.
Η θρησκεία των Ρωμαίων ήταν πολυθεϊκή όπως και των Ελλήνων. Η θρησκευτική λατρεία ήταν πολύ σημαντική στην δημόσια και κοινωνική ζωή της Ρώμης και συνόδευε κάθε πολιτική δραστηριότητα. Στα χέρια της Αυτοκρατορίας είχαν συγκεντρωθεί όλα τα θρησκευτικά αξιώματα και τελετουργίες. Όλοι οι αυτοκράτορες με πρώτο τον αύγουστο, λατρεύονταν σαν θεοί μετά τον θάνατό τους και όσο ζούσαν οι υπήκοοί τους, τους τιμούσαν με θρησκευτικές τελετές. Είναι πολύ σημαντικό ότι με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζονταν η ενότητα του Ρωμαϊκού κράτους, αφού όλοι όσοι υπήγοντο στη Ρωμαϊκή εξουσία, είτε ήταν Ρωμαίοι πολίτες, είτε όχι, αποδείκνυαν ότι είναι πιστοί στον αυτοκράτορα. Στον κοσμοκράτορα της εποχής εκείνης. Κοινή λοιπόν λατρεία με τις άλλες προστάτιδες θεότητες των πόλεων και η λατρεία του αυτοκράτορα. Κοντά στην απεικόνιση της θεότητας συναντούμε παντού την μορφή του αυγούστου. Στο πρόσωπο του συναντιόνται η θρησκεία και το κράτος. Στην αυτοκρατορία έχουμε μία «υιοθέτηση» λατρειών θα λέγαμε, των κατακτημένων λαών και την ένταξη τους στο Ρωμαϊκό Πάνθεον αφού μαζί με τους θεούς των Ρωμαίων λατρεύονταν και άλλες θεότητες: θεότητες Δρυϊδισμού, στη Γαλατία και στη Βρετανία, της Κυβέλης (φρυγική θεότητα), της Ίσιδας και Σάραπη (Αιγυπτιακές θεότητες), του Ασκληπιού, του Ηρακλή, του Μίθρα.
Στον αρχαίο κόσμο τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση στις μεγάλες μάζες του πληθυσμού, η θρησκεία καθορίζει τη στάση τους απέναντι στη ζωή και τη συμμετοχική τους δραστηριότητα και πολιτισμό στις κοινωνικές δομές. Στην εποχή του αυγούστου από τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα (Στωικοί, Νεοπυθαγόρειοι – μυστικισμός και έντονο ενδιαφέρον για την μέλλουσα ζωή – Επικούρειοι), οι Στωικοί προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα της «αρχής ενός ανδρός» και διδάσκουν πως η μοναρχία, ιδιαίτερα αν ο μονάρχης είναι «άριστος», μέσα σε ένα κράτος, που περικλείει ουσιαστικά όλη την ανθρωπότητα, προσφέρει στο άτομο εσωτερική ελευθερία σε μεγαλύτερο βαθμό από όλα τα άλλα πολιτεύματα.[6]  Ένας από τους σημαντικότερους χώρους που διαμορφώνονταν και εκδηλώνονταν το θρησκευτικό συναίσθημα μέσα στη Ρωμαϊκή κοινωνία, ήταν ο στρατός. Τα Ρωμαϊκά στρατεύματα έδιναν μια πιστή εικόνα των θρησκευτικών ρευμάτων, που επικρατούσαν στην αυτοκρατορία. [7] Οι κοινωνικές αναταράξεις και κοινωνική παρακμή, που τις συνόδευσε μετέβαλλαν και είχαν μεγάλες και δυσμενείς επιπτώσεις και στους θεσμούς με τους οποίους είχε κυβερνηθεί η αυτοκρατορία. Έτσι η επίσημη θρησκεία της αρχαίας Ρώμης, η λατρεία του αυτοκράτορα, έχανε την αίγλη και τον ενθουσιασμό της. Οι αυτοκράτορες δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την αφοσίωση του στρατού στο πρόσωπό τους, αφού τα διάφορα θρησκευτικά ρεύματα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Οι Στωικοί αποτελούν τους κυριότερους εκπροσώπους της θρησκείας και της φιλοσοφίας. Ο Πλωτίνος, σημαντικός φιλόσοφος και ιδρυτής της νεοπλατωνικής σχολής, εκπροσωπεί στο μεγαλύτερο βαθμό το θεολογικό ρεύμα του μ.Χ. αι. Έχουμε ακόμη έξαρση του ανατολικού μυστικισμού και λατρείες ανατολικής προέλευσης. «Οι θεοί… έλκουν, γοητεύουν, απωθούν και φοβίζουν…εγείρουν, προκαλούν και διαχειρίζονται τη ζωή και τον θάνατο»[8]

Μέσα όμως από αυτόν τον θρησκευτικό καμβά της αυτοκρατορίας, φιλοσοφικών, θρησκευτικών ρευμάτων και θρησκευτικών κοινοτήτων της Ανατολής αρχίζει να ξεχωρίζει ο Χριστιανισμός.

Μέγας Κωνσταντίνος
Καταγωγή και γέννηση
Ο Φλάβιος Βαρέριος Κωνσταντίνος, γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 284 μ.Χ. στην Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας). Οι εκτιμήσεις των ιστορικών διίστανται από το 272 ή 273 μ.Χ.[9] Λίγο μεταγενέστερη, στο έτος 280 ή και 285 μ.Χ., συναντάται και έτερη εκτίμηση, περί της χρονολογίας της γέννησης του. «Ωστόσο αν ανέλαβε δράση στα 20, 25 ή 33 του χρόνια, δεν ενδιαφέρει την ρητορική του λόγου, που θέλει στα προσόντα του επιτυχημένου ηγέτη, να συνταυτίζεται η έναρξη στα ιστορικά δρώμενα με την αρχή της νεότητας».[10] Γονείς του Κωνσταντίνου ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος ο Χλωρός, αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, που κατάγονταν από ευγενική οικογένεια. Ήταν ανιψιός από την μητέρα του, του αυτοκράτορα Κλαύδιου. Σύζυγος του Κωνστάντιου και μητέρα του Κωνσταντίνου, ήταν η πανέμορφη Ελένη, κόρη φτωχού ξενοδόχου από το Δρέπανο της Βιθυνίας, όπου εκεί την γνώρισε και την νυμφεύθηκε, ο νεαρός αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, Κωνστάντιος ο Χλωρός. «Ο δε Κωνστάντιος λίαν αγαθός ων και ευσεβής και τον υιόν Κωνσταντίνον ομοίως επαίδευσε, και τω καθ ημών διωγμώ ουδαμώς εκοινώνησεν, αλλά και τους υπ’ αυτών χριστιανίζειν αδεώς και ακωλύτως επέτρεπε», όπως ο βυζαντινός ιστορικός Κεδρινός γράφει. [11] Τα νεανικά χρόνια
Τον πρώτο καιρό ο Κωνσταντίνος έζησε κοντά στον πατέρα του. Στο περιβάλλον του πατέρα του έλαβε την στρατιωτική του εκπαίδευση το 289 μ.Χ η ζωή του Κωνσταντίνου αλλάζει. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός έχοντας εφαρμόσει το σύστημα της τετραρχίας (δύο Αύγουστοι, δύο Καίσαρες – βοηθοί), ορίζει την 1η Μαρτίου 293 τον πατέρα του Κωνσταντίνου Καίσαρα στην Δύση βοηθό του Αύγουστου Μαξιμιανού. Στον Κωνστάντιο δόθηκε ο έλεγχος της Βρετανίας, της Γαλατίας και της Ισπανίας. Ο Μαξιμιανός πάντρεψε τον Κωνστάντιο τον Χλωρό με την θετή κόρη του Θεοδώρα, λόγω της ταπεινής καταγωγής της Ελένης. Ο γάμος με την μητέρα του Κωνσταντίνου διελύθει. Η Ελένη με γενναιότητα αποδέχεται το γεγονός και διακριτικά αποσύρεται και χάνεται από το προσκήνιο για 30 και πλέον χρόνια. Ο Κωνσταντίνος στέλνεται στην αυλή του Διοκλητιανού, ως όμηρος, για να εξασφαλιστεί η καλή διαγωγή και πειθαρχία του πατέρα του στον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος είδε τον πατέρα του ξανά στην επιθανάτια κλίνη του.[12] Στα ανάκτορα του Διοκλητιανού ο Κωνσταντίνος και όπως ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει:
«ότι ως ο Μωυσής εν οίκοις τυράννων ανετράφει ο Κωνσταντίνος». [13] Κοντά στον Διοκλητιανό ο Κωνσταντίνος διδάχθηκε την στρατιωτική τέχνη, καθώς και τα γράμματα από σημαντικούς λόγιους των ανακτόρων,[14] και η άποψη ότι ο Κωνσταντίνος έτυχε πλημμελούς εκπαίδευσης δεν ευσταθεί.[15] Ο Κωνσταντίνος κατά την εφηβική του ηλικία είχε συνοδεύσει τον Διοκλητιανό στο μαντείο των Δελφών. Οι ιερείς του Απόλλωνα, στον χρησμό που έδωσαν στον Διοκλητιανό απέδωσαν ότι:

«επί γης δίκαιοι» είναι το εμπόδιο για την επαλήθευση των χρησμών του μαντείου. Ο Ευσέβιος διασώζει μία εγκύκλιο διαταγή του Κωνσταντίνου, προς τους κατοίκους των Ανατολικών επαρχιών αργότερα, όπου «…τινες άρα ειεν οι προς την γην δίκαιοι πολυπράγμονών επυνθάνετο, και τις περί αυτών θυηπόλων αποκριθείς, χριστιανοί δήπουτε, έφει…».[16] Ο Διοκλητιανός άκουσε από τους ακολούθους του ότι οι «επί γης δίκαιοι» του χρησμού είναι οι χριστιανοί, όπως στην πιο πάνω επιστολή του αναφέρει ο Κωνσταντίνος και το 303 μ.Χ., ο Διοκλητιανός εκδίδει το πρώτο διάταγμα διωγμών εναντίων των Χριστιανών. Παρών στο παλάτι, την ημέρα έκδοσης του διατάγματος, ήταν και ο Κωνσταντίνος, όταν κεραυνός έπεσε στα ανάκτορα και τα κατέκαυσε. Μπορεί κανείς εύκολα να αγνοήσει την Θεία Δίκη; [17] Στο διάστημα των ετών αυτών ο πατέρας του Κωνσταντίνου ο Κωνστάντιος έδειξε μεγάλες διοικητικές και στρατιωτικές ικανότητες στην περιοχή ευθηνής, που του ανέθεσε ο Διοκλητιανός. Ανακατάλαβε την Βρετανία και με σειρά επιχειρήσεων απώθησε τα γερμανικά φύλα, που είχαν εισέλθει στα σύνορα του Ρήνου ποταμού. Στη δεύτερη φάση ασχολήθηκε με την ανοικοδόμηση κατεστραμμένων πόλεων.

1 2 3 4Επόμενη σελίδα
Back to top button