Ο Κωνσταντίνος Μονοκράτορας της Αυτοκρατορίας
Ο Κωνσταντίνος με τον Λικίνιο έρχονται σε τελική σύγκρουση τρεις Ιουλίου το 324. Είχαν προηγηθεί και άλλες απόπειρες του Λικίνιου, για την κατάληψη της μονοκρατορίας της αυτοκρατορίας .Στα περίχωρα τις Ανδριανούπολης, ο Κωνσταντίνος νίκησε τον Λικίνιο, ενώ ο Κρίσπος, Καίσαρας και γιος του Κωνσταντίνου καταναυμάχησε τον στόλο του Λικινίου στα στενά του Ελλήσποντου. Τον Λικίνιο δεν τον έσωσε η προσφιλής του τακτική της φυγής και παραδόθηκε στον Κωνσταντίνο, ο οποίος τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Θεσσαλονίκη. Η αδερφή του Κωνσταντίνα και σύζυγος του Λικινίου και στο παρελθόν είχε παρακαλέσει, για την ζωή του άστατου και φιλόδοξου Λικίνιου, ο οποίος και πάλι «… ύστερον βαρβάρους τινάς συναγαγών αναμαχήσασθαι την ήτταν εσπούδαζεν», όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας Σωκράτης ο Σχολαστικός.[48]
Τελικά όμως λόγω των διαμαρτιών των στρατιωτών για την διάσωση του ανθρώπου, ο οποίος είχε τόσες φορές αναδειχθεί αναξιόπιστος, ο Κωνσταντίνος παράπεμψε τον Λικίνιο στην ετυμηγορία της συγκλήτου και τελικά εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη ή σε κάποιο τόπο των Σερρών.[49] Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν υπεύθυνο τον Κωνσταντίνο, για τον θάνατο του Λικινίου, κατ’ εξακολούθηση συνωμότη, όπως θεωρούν τον Κωνσταντίνο υπεύθυνο και για τον θάνατο των συγγενών του, οι οποίοι επεδίωκαν την εξόντωσή του. Αδιαφορούν όμως οι ιστορικοί αυτοί, όπως ο Gibbon, ο Φραγκίσκος Μπερτολίνι και άλλοι, για το ό,τι όλοι αυτοί οι συγγενείς αιματοκύλησαν την αυτοκρατορία, στην προσπάθειά τους να εξοντώσουν τον Κωνσταντίνο. Ακόμη ο Αμερικανός θεολόγος Ernest Richardson(1860-1939) στα προλεγόμενα του Ευσεβίου, αναφέρει ότι: «ο χαρακτήρας του Κωνσταντίνου γενικά διασφαλίζει, ότι αν εκείνος θεωρούσε εφικτό ότι μπορούσε να σώσει αυτούς ή κάποιον από αυτούς, ασφαλώς θα το είχε πράξει».[50]
Στο σταυροδρόμι της ιστορίας όπου βρέθηκε ο Κωνσταντίνος συνετά και συνειδητά, ακολούθησε το ρεύμα των πραγμάτων της εποχής του και βάδισε στο δρόμο, που είχε χαράξει ο Διοκλητιανός. Κράτησε τα χριστιανικά σύμβολα, λόγω του θρησκόληπτου του χαρακτήρα του, στα οποία απέδιδε μαγικές ιδιότητες, όπως η Πολύμνια Αθανασιάδη- Fawden αναφέρει.[51] Ίσως κάτι υπερβολικό, κατά την γνώμη μας, αφού ο θρησκόληπτος είναι δογματικός και σχολαστικός και θέλει να επιβάλλεται στους άλλους. Τέτοια στοιχεία δεν συναντώνται στον Κωνσταντίνο, ούτε δείγματα πρωτόγονης θρησκευτικότητας και μαγείας. Ο Κωνσταντίνος ήταν γενναίος και ανδρείος και δεν μπορούσε να ήταν θρησκόληπτος, αφού ο φόβος είναι πηγή των προλήψεων. Αλώστε η μέχρι της εφηβείας του αγωγή, που είχε λάβει από τους γονείς του και ιδιαίτερα από την μητέρα του Αγία Ελένη, συνηγορούν στο ελεύθερο και εύψυχο του χαρακτήρα του.
Έτσι για πρώτη φορά υστέρα από 40 χρόνια ένας και μόνον άνθρωπος εξουσίαζε τις τύχες τις Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που τα σύνορά της εκτείνονταν από την Μαυριτανία και την Άνω Αίγυπτο.
Ο Κωνσταντίνος συμπλήρωσε και τελειοποίησε το μεταρρυθμιστικό έργο του Διοκλητιανού και δημιούργησε ένα νέο σύστημα, που τα βασικά χαρακτηριστικά : απολυταρχία – μονοκρατορία του αυτοκράτορα, συγκεντρωτική κρατική εξουσία και γραφειοκρατική διακυβέρνηση, διατηρήθηκαν, καθ΄ όλη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία[52] Ο Κωνσταντίνος τώρα στέφει το βλέμμα του ΒΑ και αναζητά μια νέα πρωτεύουσα. Η Ρώμη αλώστε είχε πάψει να αποτελεί το γεωπολιτικό κέντρο της αυτοκρατορίας αφού πολλοί Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, είχαν σκεφτεί να μεταφέρουν την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Ο Ιούλιος Καίσαρας(100-44π.Χ.), ήθελε να μεταφέρει την Ρώμη στην Αλεξάνδρεια ή στο αρχαίο Ίλιον(Τροία) και ο Διοκλητιανός (24μ.Χ. -311μ.Χ.) προτιμούσε να ζει στην Νικομήδεια της Μικράς Ασίας.
Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος, ο Μέγας Κωνσταντίνος παίρνει την κοσμοϊστορική απόφαση της μεταφοράς της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από την Ρώμη στο Βυζάντιο, την Κωνσταντινούπολη, την Βασιλεύουσα της Αυτοκρατορίας (της Χριστιανικής Ανατολής). Σε αυτή την προνομιούχο και ιδανική τοποθεσία-«εωας τε και εσπερίου λήξεως οιον σύνδεσμον»- σύνδεσμο μεταξύ Ανατολής και Δόσεως, όπως την χαρακτηρίζει ο Γρηγόριος ο Ναζιανζινός,[53] ο Κωνταντίνος θα ίδρυε την χριστιανική του πρωτεύουσα Η νέα πρωτεύουσα ήταν αναγκαιότητα ιστορική.
Οι ανατολικές επαρχίες ευημερούσαν πολύ περισσότερο από τη Δύση, με μια περισσότερο στέρεη οικονομικοκοινωνική διάρθρωση. Η κυριαρχία της Ρώμης, σκληρή και καταστροφική δεν μπόρεσε να καταστρέψει την ευημερία της Ανατολής. Η αγροτική οικονομία της Μ. Ασίας ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ το δουλοχτητικό καθεστώς της Ρώμης έφερε την αυτοκρατορία στην παρακμή.
Πλέον όμως των στρατηγικών πλεονεκτημάτων, που οδήγησαν τον Κωνσταντίνο στην επιλογή της θέσεως του νέου κράτους, υπήρχαν και προσωπικά κίνητρα του αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος, μετά το 320 άρχισε να στέφετε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα προς τον Χριστιανισμό. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μέχρι το 321μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ήταν πιστός στο δωδεκάθεο, επειδή μέχρι τότε κυκλοφορούσαν νομίσματα με έμβλημα την εικόνα αρχαίων θεών και ότι μετά το 321 αρχίσαν να τυπώνονται στα ρωμαϊκά νομίσματα χριστιανικά σύμβολα. Η πληροφορία όμως αυτή εκτιμάται ως ανακριβής, αφού έχουν βρεθεί νομίσματα το 315, 317 και 318 με την εικόνα του Κωνσταντίνου στην μια όψη και σύμπλεγμα εικόνων και μάλιστα ισοπλεύρου ελληνικού σταυρού στην άλλη πλευρά.[54]
Οι χειρισμοί του Κωνσταντίνου, στην ανάδειξη του Χριστιανισμού ως της μόνης αληθινής θρησκείας, ήταν προσεκτικοί, συνετοί και σταθεροί. Προσπαθούσε να μην προκαλεί, αφού οι εθνικοί στην αυτοκρατορία ήταν η πλειοψηφία και ιδιαίτερα στο στράτευμα. Ακόμη η εκδήλωση της προσωπικής του πίστης προς τον Χριστό, αν και ήταν συνειδητή επιλογή και έκφραση υπαρξιακής του ανάγκης, όπως η όλη του πορεία πριν και μετά μαρτυρά, προσπαθούσε, κατά το δυνατό, να την εκφράζει ήπια και συνετά, αν και δεν μπορούσε να κρύψει ακόμα και στις επίσημες παρουσίες τους, ως αυτοκράτορας (μη συμμετοχή του στα βικενάλια στη Ρώμη, Α Οικουμενική Σύνοδος 325, αλλά και νωρίτερα, 321), τη στροφή του ως ανθρώπου στη νέα θρησκεία του Χριστιανισμού.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ