ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, με την μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην παλαιά μεγαρική αποικία το Βυζάντιο, έδωσε στο κράτος ένα νέο σταθερό διοικητικό κέντρο. Το νέο αυτό κέντρο βάρους του κράτους είναι ακόμα ρωμαϊκό κατά την διοίκηση, το δίκαιον και την επίσημη γλώσσα. Τη νέα αυτή εγκαθίδρυση υπαγόρευσαν και λόγοι στρατιωτικοί κυρίως: στα ΒΑ και Α σύνορα του κράτους, στα μέτωπα του Δουνάβεως και της Ασίας, η πίεση των εξωτερικών εχθρών γίνονταν ολοένα και μεγαλύτερη. Το στρατηγικό ένστικτο του Κωνσταντίνου και η επαναστατική του φύση επέβαλλαν την επιλογή αυτή και έτσι δημιουργήθηκε μια νέα «Κωνσταντίνεια» επανάσταση, που έμελλε να θεμελιώσει τον Ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.
Ο Κωνσταντίνος με την αποφασιστική του πλέον στροφή προς το Χριστιανισμό, ήδη από το 320, χρειάζεται μια νέα πόλη, η οποία δεν είχε κηλιδωθεί από το βδέλυγμα της λατρείας των ειδώλων, όπως μας πληροφορεί ο Ευσέβιος.[55] Όπως ο Τζόουνς αναφέρει, ο Κωνσταντίνος δεν μας άφησε καμία πληροφορία για τα ελατήρια που τον ώθησαν στην επιλογή και ίδρυση της νέας του πρωτεύουσας, εκτός από μία φράση σε κάποιο από τα νομοθετικά διατάγματά του ότι ενήργησε «κατ’ εντολή του Θεού».[56] Η φυσιογνωμία της Κωνσταντινούπολης καθορίστηκε από την ιδρυτική της πράξη. Δεν κτίστηκε εντελώς εκ του μηδενός. Το Βυζάντιο προϋπήρχε 1000 χρόνια πριν. Ο Κωνσταντίνος έλαβε σειρά μέτρων για να λαμπρύνει και να εποικίσει τη νέα πρωτεύουσα. Οι αρχιτέκτονες του Κωνσταντίνου χάραξαν τη νέα πόλη πάνω στην παλιά.
Στις 11 Μαΐου 330, μαζί με τον επίσημο εορτασμό της 25ης επετείου της βασιλείας του Κωνσταντίνου, έγιναν και τα εγκαίνια (dedication) της Κωνσταντινούπολης. Στις τελετές των εγκαινίων ο νεοπλατωνικός Σώπρατος διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο, καθόσον ο Μέγας Κωνσταντίνος τον είχε ορίσει επόπτη των τελετών στα εγκαίνια της πόλης. Φυσικά το 330 αποτελεί συμβολική απλά ημερομηνία χωρίς να ανταποκρίνεται στην περάτωση του γιγαντιαίου έργου, που είχε αναλάβει ο Κωνσταντίνος. Ο αστικός χώρος επεκτάθηκε, το παλιό κέντρο διατηρήθηκε, ο ιππόδρομος επεκτάθηκε και δίπλα σε αυτόν κτίσθηκε ένα αχανές αυτοκρατορικό ανάκτορο, όπου για οκτώ (08) αιώνες έμελλε να ζήσουν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες.
Αριστουργήματα της Ελληνορωμαϊκής τέχνης μεταφέρθηκαν στη νέα πρωτεύουσα και στόλιζαν την αγορά, τους ναούς και τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Ο «εθνικός» ιστορικός Ζώσιμος, με πικρία παραδέχεται, εννοώντας το ξεγύμνωμα των έργων τέχνης που λάμπρυναν τις άλλες πόλεις, για χάρη της νέας πρωτεύουσας και μόλις μόνο έναν αιώνα μετά από την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, ότι η Κωνσταντινούπολη ως προς το μέγεθος και την ευδαιμονία δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη πόλη. Πολύ νωρίτερα, έναν αιώνα πριν ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός υμνεί:[57]
« Ω δοξασμένη έδρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου,
νεότερη Ρώμη, πόσο ξεπερνάς κάθε άλλη πόλη,
όσο τη γη ο έναστρος ουρανός».
Δύο σκέψεις, δύο κοσμοθεωρίες. Άλλωστε «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».
Η πόλη πρέπει να παρέμεινε ένα είδος εργοταξίου ως το 336, χρονιά κατά την οποία με μεγαλύτερη λαμπρότητα ο Κωνσταντίνος γιόρτασε τα 35 χρόνια της βασιλείας του στο θρόνο της αυτοκρατορίας. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν τα εγκαίνιά της, η Κωνσταντινούπολη αναπτύχθηκε εξαιρετικά.
Ύστερα από δύο αιώνες η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη, όπως έμελλε να λέγεται, ήταν η μεγαλύτερη αγορά που συγκεντρώνονταν τα πλοία όλου του κόσμου.[58]
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ , Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
Ο Κωνσταντίνος στην νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, έργο καταδίκό του η Νέα Πόλη, δεν παρέλειψε με την πολιτική του, να την οικοδομεί, ως η «Νέα Ρώμη», σε επίπεδο διοικητικό, πολιτικό και οικονομικό. Βέβαια το ενδιαφέρον είναι επίσης διαρκές, για την πληρότητα της νέας πρωτεύουσας, της Πόλης, όπως θα μείνει στην ιστορία, με έργα τέχνης και πολυτελή οικοδομήματα. Είχε δώσει στην πρωτεύουσά του κράτους του, μια σύγκλητο και έναν ανθύπατο, ενώ ο λαός, ο όχλος της Πόλης, είχε το προνόμιο της δωρεάν απονομής των αναγκαίων, προνόμιο των πολιτών της Ρώμης. Ακόμη οι πολίτες της Πόλης ετύγχαναν σοβαροτάτων φορολογικών απαλλαγών.
Ο Κωνσταντίνος, για να ανταποκριθεί στα τεράστια έξοδα και παροχές, που η νέα πρωτεύουσα απαιτούσε, και μέσα από την μεταρρυθμιστική του πολιτική, για τον σκοπό αυτό, αύξησε και επέβαλε νέους φόρους , που όπως γράφει ο ιστορικός Ζώσιμος «τοις μεν εισφέρουσι γινόμενος φορτικός, τους δε μηδέν οφελείν δυναμένους πλουτίζων».[59] Τα οικονομικά μέτρα του Κωνσταντίνου, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του γοήτρου της νέας πρωτεύουσας και της κεντρικής εξουσίας, στη θέση του απόλυτου Μονάρχη. Ο Ευσέβιος Καισαρείας, κύριος υμνητής του Κωνσταντίνου, αναφέρει στον πανηγυρικό τριακονταετηρίδας του Αυτοκράτορα «Μοναρχία δε των πάντων υπέρκειται συστάσεώς τε διοικήσεως. Αναρχία γαρ μάλλον και στάσης η εξ΄ ισοτιμίας αντιπαρεξαγομένη Πολυαρχία».[60] .
Ο Κωνσταντίνος το 337 ετοιμάστηκε να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, ενώ ο Ευσέβιος σώζει και μια επιστολή του Κωνσταντίνου, προς τον Σαπώρη τον Β΄, Μέγα Βασιλέα του αναγεννημένου κράτους των Περσών. Με την επιστολή αυτή ο Αυτοκράτορας, ζητά από τον Σαπώρη
την καλή μεταχείριση των χριστιανών υπηκόων του Περσικού κράτους. Οι σχέσεις των δύο αυτοκρατοριών από την 10ετία του 330, δεν ήταν καλές. Το 334 οι Πέρσες αιχμαλωτίζουν το Βασιλιά της Αρμενίας, χώρας που η συνθήκη του 297 όριζε ότι θα τελούσε υπό Ρωμαϊκή προστασία. Σε πρώτη φάση, τώρα, ο Κωνσταντίνος έστειλε τον Αννιβαλιανό, ανιψιό του, εναντίον των Περσών, ο οποίος και τους εκδιώκει από την Αρμενία. Ο Μέγας Βασιλιάς των Περσών απαιτεί, με απεσταλμένους του, να εγκαταλείψουν την Αρμενία οι δυνάμεις της ρωμαϊκής κατοχής. Ο Κωνσταντίνος απάντησε με πόλεμο. Έναν πόλεμο, που δεν έκανε ποτέ, αφήνοντας ανεκπλήρωτα τα σχέδιά του της Περσικής κατάκτησης.
Η υγεία του τον πρόδωσε, παρά την ισχυρή του κράση.
Στις 21 Μαΐου του 337 μ.Χ., παρέδωσε το πνεύμα του, αφού βαπτίστηκε Χριστιανός, από Ορθοδόξους Ιεράρχες της Νικομήδειας. Δεν πρόλαβε να βαπτισθεί στον Ιορδάνη, που τόσο ποθούσε.
Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, τον κατέταξε μεταξύ των Αγίων με την μητέρα του, Αγία Ελένη και τον ονόμασε Ισαπόστολο. Τον 13ο Απόστολο.
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Όσο κι να η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας θέλουμε να λέμε ότι αρχίζει με την διαίρεση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Δυτική και Ανατολική, το 395 μ.Χ., ορισμένα γεγονότα ανατάραξαν εν είδει σεισμικής δόνησης την αυτοκρατορία από τις αρχές του 4ου αιώνα αναδύοντας και αναδεικνύοντας τον Χριστιανισμό στη μετέπειτα παγκοσμιότητά του.
Τα συνταρακτικά αυτά γεγονότα σχετίζονται με τη θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου Α΄. Πολλοί μελετητές θυσίασαν ατέλειωτες ώρες μελέτης και όπως λένε και οι ξένοι «they burned a lot of oil» «έκαψαν πολύ λάδι», προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουν τα «κρύφια», της σοφίας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α΄, και ιδιαίτερα στο επίμαχο διαχρονικά θέμα, το πόσο «Άγιος» και «Ισαπόστολος» ήταν, αφού τον τίτλο του «Μεγάλου» η πληθώρα των ιστορικών μελετητών τον αποδέχονται, αν και εδώ υπάρχουν ενστάσεις αφού ορισμένοι ιστορικοί όπως ο Κορδάτος και «ειρωνικό τω τρόπω» τα αμφισβητεί ίσως και όλα: «Ο Κωνσταντίνος είχε πολλές βέβαια ικανότητες, αλλά απ’ όσα έκανε, βγαίνει πως δεν ήταν ούτε Ναπολέων, ούτε Πέτρος της Ρωσίας, ούτε θεός, ούτε άγιος».[61]
Η μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η απροκάλυπτη πλέον στροφή του υπέρ του Χριστιανισμού, δικαιολογούν πλήρως τη θεώρηση του έτους 324 ως ορόσημο της αρχής του βίου ενός νέου κράτους, αυτού του οποίου καλούμε Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι το νέο κράτος είναι κάτι διαφορετικό από το μέχρι τότε ιστορικό του παρελθόν. Όπως ελέχθη τα βασικά γνωρίσματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταφέρονται στη νέα «εν τω γίγνεσθαι» Βυζαντινή Αυτοκρατορία με μία όμως πολύ μεγάλη διαφορά στη σύνθεσή της: την κοινωνική της δομή και συγκρότηση καθορίζει ένας νέος καταλύτης, ο Χριστιανισμός και η Χριστιανική Εκκλησία, έργο του Μεγάλου Κωνσταντίνου ή «τη θεία δική του εμπνεύση».
Η παρουσία του Κωνσταντίνου στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας, και σε χρονολογικές περιόδους διακρίνεται όπως παρακάτω, κατά τον Noel Lenski:
306 – 310: Τοποθετείται στην υπάρχουσα δομή της τετραρχίας.
310 – 321: Εστιάζει και αναλαμβάνει το ρόλο του ως κατακτητή των τυράννων.
321 – 330: Ενστερνίστηκε τη σκέψη ότι κατατροπώνοντας τους τυράννους ανεδείκνυε τη χριστιανική πίστη.
330 – 337: Διεύρυνε τα περιθώρια της θείας διακυβέρνησης, ως ο πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας.[62]
Ο Κωνσταντίνος σε όλες τις περιόδους της ιστορικής του πορείας, συνέχιζε μια συνεπή φιλοχριστιανική πολιτική, ιδιαίτερα από της εγκαθιδρύσεώς του ως Μονοκράτορας της Αυτοκρατορίας, από το 320. Στήριζε την Εκκλησία. Την ενίσχυε οικονομικά είτε με παροχές, είτε με φορολογικές απαλλαγές, ώστε να μπορεί να ανταπεξέρχεται στο φιλανθρωπικό , κοινωνικό και πολιτιστικό της έργο. Ακόμη επενέβη και διαιτητικά θα λέγαμε στο χειρισμό υπέρ της Εκκλησίας, κατά των αιρέσεων του Αρειανισμού, των Δονατιστών και άλλων θρησκευτικών διενέξεων.
Η Εκκλησία του Χριστού κατά του τρεις πρώτους αιώνες συνδέθηκε με και βίωνε τους τοπικούς και γενικούς στους σώμα της διωγμούς, μέσα σε μια γενικευμένη πνευματική, ηθική και θρησκευτική παρακμή της Αυτοκρατορίας. Σε μια κοινωνία αλλοτριωμένη, που μέχρι τότε ζούσε μονάχα για «άρτον και θεάματα», βάρβαρα θεάματα. Πως είναι δυνατόν και ποιος Ηγεμόνας ή Αυτοκράτορας μπορεί να μεταβάλλει τις άγριες συνήθειες ενός λαού δίχως να συναντήσει και να αντιμετωπίσει την καθολική αντίδραση;
Η αρχή της ανεξιθρησκείας και της ελευθερίας της Πίστεως, που το διάταγμα των Μεδιολάνων κατοχύρωνε, έργο κυρίως του Μεγάλου Κωνσταντίνου, απετέλεσε σταθμό στην ιστορία του Χριστιανισμού. Το παραπάνω εξαιρετικά σπουδαίο γεγονός, με την θρησκευτική πίστη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και επίσημα λίγο πριν αιωνίως αναπαυθεί, απέθεσε την αυτοκρατορική στολή και βαπτίσθηκε χριστιανός, αποτελεί ιδιαίτερα το τελευταίο, την ειλικρινή αποδοχή της χριστιανικής πίστεως. Είχε δε ως αποτέλεσμα τον εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας και τη δημιουργία του Χριστιανικού πολιτισμού της Ευρώπης.
Η προσωπικότητα, το περί ανεξιθρησκείας αρχικά διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η εν συνεχεία θρησκευτική του πολιτική και η θρησκευτική του χριστιανική πίστη, συγκέντρωσαν και θεμελίωσαν για πολλούς αιώνες ένα σκεπτικισμό και μια ερευνητική αναζήτηση, που εμπεριέχουν την αμφισβήτηση, την απόρριψη, την ιδεοληπτική «επιστημοσύνη» πολλάκις, αλλά και την αποδοχή και την εξύμνηση του πρώτου αυτού Αγίου και Ισαποστόλου Αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και όλου του χριστιανικού κόσμου, του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Ναι, βαρύνεται ο Μέγας Κωνσταντίνος για δύο μεγάλα εγκλήματα: κατηγορείται ως συζυγοκτόνος και παιδοκτόνος. Για τα εγκλήματα αυτά γράφτηκαν πολλά, από χριστιανούς πατέρες, χρονογράφους και από εθνικούς.
Ποια είναι άραγε η αλήθεια:
«Έτσι ερχόμαστε στις ερωτήσεις που δεν μπορούμε να απαντήσουμε», γράφει ο διάσημος Άγγλος ιστορικός John Bury (1861-1927) «Ήταν ο Κωνσταντίνος ζηλότυπος για τον μεγαλύτερο γιο του ή επιθυμούσε να τον βγάλει από τη μέση για χάρη των άλλων; Ήταν ο Κρίσπος ένας δολοφόνος δίκαια σταλμένος στο θάνατο; Και πώς ήρθε η Φαύστα να μοιραστεί λίγο αργότερα τη μοίρα του; Δεν είναι πιθανόν να είναι συνεργοί σε μια δολοπλοκία ή να έχουν συνδεθεί από ένα ένοχο πάθος, αν και η ιστορία του Ζώσιμου δεν είναι αδύνατη ότι τον κατηγόρησε ψευδώς και θανατώθηκε όταν η Ελένη καταδίκασε την Φαύστα. Δεν έχουμε αρκετό υλικό για οποιαδήποτε αναμφισβήτητη γνώμη». Και συνεχίζει ο Bury: «Οι αληθινές αιτίες της τραγωδίας είναι τυλιγμένες στο βασανιστικό πέπλο του σκοταδιού».[63]
Χρήσιμο όμως είναι να αναφέρουμε την κρίση που ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης καταθέτει, δίνοντας πίστη σε όσα φέρουν ως πρόξενο των δύο θανάτων, τον Άγιο Κωνσταντίνο: «Τον μεν Κρίσπο εθανάτωσε αδίκως, δια την κατ’ αυτού συκοφαντίας της Φαύστας. Την δε Φαύστα δικαίως εφόνευσε ως συκοφαντήσασα τον Κρίσπο, ως γενομένη αιτία του εκείνου θανάτου. Εάν δώσομεν ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος εβαπτίσθει ύστερον διότι επρόσμενε να βαπτισθεί εις τον Ιορδάνη τούτον ουδέν παραβλάπτει την αγιότητα».[64]
Το θέμα της βάπτισής του και στο πνεύμα της ιστορικά επιβεβαιωμένης και φωτισμένης κρίσης του Αγίου Νικοδήμου, και από πλέον σύγχρονες του Αυτοκράτορα
πηγές ιστορικών, έχουμε τον Άγιο Φώτιο τον Μέγα, ο οποίος στο έργο του «Βιβλιοθήκη», να αναφέρεται στο απόσπασμα του έργου του ιστορικού Γελάσιου «και τελευτά δε (ο Γελάσιος αναφέρει στο έργο του ), εις την του Μεγάλου Κωνσταντίνου τελευτήν… και το της αφέσεως εδέξατο θείον λουτρόν…ουχί τισί έδοξε των αιρετικών τινος χειραπτήσαντος. Η δε αναβολή αυτώ του βαπτίσματος παρετείνετο, ότι δι επιθυμίας πλείστης ην αυτώ τοις Ιορδάνην βαπτίζεσθαι…».[65] Ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε διακαώς να βαπτισθεί στον Ιορδάνη. Άλλες όμως οι βουλές του Κυρίου. Βαπτίστηκε από ορθόδοξους Ιεράρχες, από τους «τα νόμιμα τελούντες θεσμούς…», που ο έγκριτος καθηγητής Παναγιώτης Χρίστου, αποδίδει, για τους «Ιεράρχες», την φράση αυτή του Ευσέβειου, στην μετάφραση του «Βίου του Κωσταντίνου», της έκδοσης των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς».[66]
Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο τον Μέγα Κωσταντίνο, να καταθέσει ο ίδιος την ομολογία του : «…μη δη ουν αμφιβολία της γινέσθω…», όπου, ως άνθρωπος και αυτοκράτορας, με παρρησία ανακοινώνει την απόφασή του να βαπτισθεί. Μια φράση ομολογίας, που δεν «βολεύει» τους Δυτικούς και δυτικότροπους ιστορικούς, μια φράση επίμαχη, που σε ελεύθερη μετάφραση ο καθηγητής Πατρολογίας Παναγιώτης Χρήστου, αποδίδει : «Ας τελεσθεί τούτο χωρίς αναβολή».[67] Δέχθηκε έτσι προ του θανάτου του το μυστήριο της Θείας Βαπτίσεως, από Ορθόδοξους Ιεράρχες .
Ευσέβιος Καισαρείας
Α! Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Απογοητευτική η απάντηση του Μαντείου των Δελφών, στον απεσταλμένο του Αποστάτη: «Είπατε τω Βασιλεί: Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβατο και λάλον ύδωρ…».
Απογοητευτική και η αίσθηση προς τους ύποπτα δύσπιστους και κραδένοντα κλάδον επιστημονικής αληθείας, ερευνητές της ζωής και του έργου του πρώτου Αγίου και Ισαποστόλου Αυτοκράτορα, της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, του Φλάβιου Βαλέριου Κωνσταντίνου Α΄ .Δύσπιστους στο φωτοστέφανο, που η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, έθεσε επί της κεφαλής του Αυτοκράτορα.
Η εντυπωσιακή σε όγκο έρευνα και βιβλιογραφία, από τις μοναδικές σχεδόν στο χώρο των «Μεγάλων» της ανθρωπότητας, αντιμάχεται τον τίτλο του «Αγίου» και «Ισαποστόλου» κυρίως και μέσα από αυτήν την αμφισβήτηση, με επιστημονικό όμως περιτύλιγμα, υποκρύπτει την, προς την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, βαθιά επιφυλακτικότητα, για την πλήρη αποδοχή των πεπραγμένων της.
Πέρα από τις τοποθετήσεις όμως και αλήθειες των έγκριτων ιστορικών ερευνητών, αβίαστα διαλάμπει η αλήθεια, ότι ο Δυτικός, λεγόμενος, κόσμος, με τις πνευματικές, πολιτικές και πολιτισμικές του αποσκευές, δεν θα ήταν ο ίδιος, χωρίς την ιστορική παρουσία του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η αλήθεια αυτή, κατά την γνώμη μας, αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα.
Πόσο «Άγιος» και «Ισαπόστολος», ήταν ο Κωνσταντίνος ο Α΄. Ήταν πραγματικά «Μέγας»?
Οι πράξεις των «Μεγάλων» ανδρών και «Αγίων», κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Βέβαια η τύχη των «Μεγάλων» είναι σαν τις υψηλές βουνοκορφές. Δέχονται πρώτες τις καταιγίδες, μα και τις χρυσές αχτίδες του ήλιου. Είναι αυτοί που η ζωή τους είναι συνδεδεμένοι με την τύχη της ανθρωπότητας, όπως αναφωνεί ο Κίπλινγκ.
Ο Γιάκομπ Μπούρκχαρτ, Ελβετός ιστορικός, γιος Προτεστάντη, στο πολύ σημαντικό έργο του : «Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η εποχή του», αναφέρει περίτεχνα:«…οι όποιες απόπειρες έχουν γίνει συχνά να εισχωρήσουν στη θρησκευτική συνείδηση του Κωνσταντίνου και να κατασκευάσουν μια υποθετική εικόνα αλλαγών στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις είναι μάταιες. Σε μια μεγαλοφυΐα, που οδηγείται χωρίς παύση φιλοδοξιών και λαγνείας για εξουσία, δεν μπορεί να υπάρχει ερώτημα θρησκευτικής πεποιθήσεως ( Χριστιανισμού ή Παγανισμού ),συνειδητής δηλαδή θρησκευτικότητας ή μη. Τέτοιος άνδρας είναι βασικά άθρησκος, αν και φωτογραφίζει τον εαυτό του, στο κέντρο μίας θρησκευτικής κοινότητας».[68]
Όμως από τη δύσκολη απάντηση επιστημονικής αγωνίας και θέσης του Μπούρκχαρτ, αλλά και όλων που αμφιβάλλουν, για την «Χριστιανοσύνη» του μεγάλου Κωνσταντίνου, μας βοηθά να βγούμε ο ίδιος ο πρωταγωνιστής Αυτοκράτορας ,Μέγας Κωνσταντίνος, Άγιος και Ισαπόστολος : «μη ουν αμφιβολία τις γιγνέσθω», και βαπτίστηκε Χριστιανός.
Άλλωστε, ο ίδιος ο ιδρυτής του Χριστιανισμού, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ευδόκησε επί του Σταυρού, προς τον Άγιο Ληστή.
«…σήμερον μετ΄ εμού έση εν τω Παραδείσω».