Όταν παίρνουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο, προκειμένου να αποφασίσουμε εάν το διαβάσουμε, κάνουμε συνήθως κάποιες μάλλον τυποποιημένες κινήσεις· παρατηρούμε τον τίτλο και την εικονογράφηση του εμπροσθόφυλλου και έπειτα διαβάζουμε το συνοπτικό κείμενο στο οπισθόφυλλο. Όμως, στο βιβλίο της Μαρίας Χατζόγλου, «Νικόλυκος», αυτές οι τετριμμένες κινήσεις των αναγνωστών δεν αποκαλύπτουν τίποτα· αντίθετα, οδηγούν στο αίνιγμα! Τι να σημαίνει ο τίτλος «Νικόλυκος»; Τι εννοεί ο Θανάσης Νιάρχος εκφράζοντας, στο οπισθόφυλλο, την άποψη ότι το συγκεκριμένο έργο είναι «από τα πιο συναρπαστικά μυθιστορήματα που θα μπορούσε να διαβάσει κανείς τα τελευταία δέκα χρόνια»; Τι αντιπροσωπεύει η εικόνα, όπου αναπαρίσταται ένα ορεινό τοπίο με τη Σελήνη να φεγγοβολεί μυστηριακά; Έχει, πράγματι, ο αναγνώστης μπροστά του ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, στο οποίο «αποτυπώνεται ο ιστορικός ανάπλους με την πρόθεση να αποδοθεί εξελικτικά η περιπέτεια της χώρας μας»;
Ο «Νικόλυκος» είναι, όντως, ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα που σηματοδοτεί -χωρίς υπερβολές- ένα ορόσημο στη σύγχρονη λογοτεχνία· ένα έργο το οποίο συνδυάζει με πρωτοτυπία και εμβρίθεια τον φιλοσοφικό στοχασμό και την ιστορική κριτική, ταυτόχρονα με τη λογοτεχνική μαεστρία και την ευαισθησία μπροστά σε οικουμενικές και διαχρονικές αξίες, σε ένα αλησμόνητο μείγμα, όπου συμπλέκονται και η μυθολογία με την επιστημονική φαντασία.
Ο αφηγητής, ένας νεαρός γιατρός, παραλαμβάνει από τη γιαγιά του, ως κοινωνός «μιας αλύτρωτης αγάπης που έλαμψε σε σκοτεινό καιρό», δύο βυσσινί τετράδια γραμμένα από την ίδια, σε μια απόπειρά της να εξομολογηθεί μια μυστική ιστορία. Στην εγκιβωτισμένη τριτοπρόσωπη -πια- αφήγηση η συγγραφέας κάνει χρήση της τεχνικής της εμψύχωσης ή αλλιώς του ανιμισμού της λογοτεχνίας, ταξιδεύοντάς μας σε έναν κόσμο που προσιδιάζει σε παραμύθι. Ήρωες είναι οι λύκοι του Ταΰγετου και μια αλεπού, η οποία βοηθά τον πρωταγωνιστή Νικόλυκο να ξεκινήσει μια πορεία αναζήτησης του πεπρωμένου του.
Στη συνέχεια, η εμψύχωση σταδιακά καταργείται και τη θέση της καταλαμβάνει ο ερεβώδης κόσμος των επιστημονικών πειραμάτων, στα έγκατα του βουνού της Πελοποννήσου, από εκπροσώπους ενός άδηλου φορέα με γριφώδη κίνητρα. Ο μοναδικός επιζών λύκος έχει πια μεταμορφωθεί σε άνθρωπο και προσπαθεί να σχεδιάσει την απόδραση, έπειτα να επιβιώσει ξεγελώντας τα ζώα που οσφραίνονται τη λυκίσια φύση του και, τελικά, να προσαρμοστεί στις ανθρώπινες συνήθειες. Αυτή η πάλη ζωής, σε μια συμπλοκή υποστάσεων, αποτελεί τον πυρήνα του συγγραφικού σύμπαντος, ενώ το ιστορικό γίγνεσθαι χαρακτηρίζεται από τη «γερμανική βαναυσότητα, που κράτησε κάμποσα χρόνια και καθώς γυρίζει ο τροχός της ζωής χάθηκαν κι αυτοί οι κατακτητές για να πάρουν σειρά άλλοι, πιο πονηροί άρπαγες, στην τυπικά λεύτερη πια Ελλάδα».
Η συγγραφέας αγγίζει, με τόλμη, την πλέον σκοτεινή περίοδο της Νεότερης Ιστορίας μας και στηλιτεύει τα εγκλήματα, τη βαριά ατμόσφαιρα του διχασμού, την αντεκδίκηση και την παράνοια του εμφυλίου πολέμου, ενώ ο Νικόλυκος, μάρτυρας κι αυτός μιας φρικώδους εποχής, άνθρωπος και λύκος ταυτόχρονα, φτάνει στο σημείο να νιώσει «απελπισία για την κατάντια της ανθρώπινης φύσης». Η κτηνωδία και ο Έρωτας, η εκδίκηση και η Τέχνη, το αίμα κι η απαράμιλλη ομορφιά της φύσης, τα υπερφυσικά και συμβολικά στοιχεία, η ύβρη και η δικαιοσύνη, όλα συνυπάρχουν σε ένα πολύπλεγμα φαντασίας, ιστορικού σχολιασμού, κοινωνικής και πολιτικής κριτικής μα και εξύμνησης της αφοσίωσης κάποιων που οραματίζονται, μέσω της Επιστήμης, έναν εξελιγμένο τύπο ανθρώπου, με πνεύμα λεύτερο, μακριά από αδελφοκτόνα μίση, δογματισμό, φιλαυτία και το πάθος της ύλης.
Η Μαρία Χατζόγλου κατόρθωσε να σμιλεύσει έναν κόσμο όπου το δίπολο καλού-κακού εμπλέκεται σε μία εις το διηνεκές πάλη, μέσα από πολυδαίδαλες πορείες ζώων, ανθρώπων και ιστορικών γεγονότων. Κατάφερε να στήσει τον καμβά ενός μυθιστορήματος, που θα κατακτήσει μία εξέχουσα θέση στη Σύγχρονη Λογοτεχνία!
Ηλέκτρα Αλεξάκη
Ιστορικός Τέχνης
ΑΠΕ