Ο τίτλος του θέματος είναι δάνειος από πρόσφατο άρθρο ενός αξιόλογου ενεργού στα κοινά συμπολίτη μας, με πλούσιο συγγραφικό έργο, του αρχιτέκτονα Νίκου Δόικου.
Γράφει: Ο Λεωνίδας θ. Πουλιόπουλος
Με αφορμή λοιπόν αυτό το άρθρο σκέφτηκα να αποτυπώσω και να δημοσιοποιήσω τις δικές μου σκέψεις, έτσι ώστε να μπορέσω να συμβάλω κι’ εγώ έστω και ελάχιστα στη διαμόρφωση μίας άλλης συνείδησης που ίσως βοηθήσει, τον, κατά τα άλλα, ευλογημένο αυτόν τόπο, να επανέλθει στον ενάρετο δρόμο της ανάπτυξης και της συγκράτησης του ανθρώπινου δυναμικού του.
Δυστυχώς, μετά τον καταστροφικό εμφύλιο και μια περίοδο μη ορθολογικά οργανωμένης οικονομικής ανάπτυξης και άμετρης ευμάρειας που επέφερε η βιοτεχνία της γούνας, η κοινωνία μας δεν κατάφερε να αποφύγει τραγικά λάθη και παραλήψεις σε πολλούς τομείς της επιχειρηματικής της δραστηριότητας.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ μεταξύ άλλων και σε μερικά ενδεικτικά χαρακτηριστικά παραδείγματα που αφορούν κυρίως τον κλάδο της γούνας. Προηγουμένως όμως, επιτρέψτε μου μια σύντομη ιστορική επισκόπηση σχετική με τον κλάδο της γούνας.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να πούμε ότι ο λόγος που η Καστοριά αναπτύχθηκε και γνώρισε περιόδους ευημερίας οφείλεται κυρίως στον κλάδο τη γούνας. Η άνθηση της βιοτεχνίας και εμπορίας της γούνας ή οποία ξεκίνησε όταν επί Οθωμανικής κυριαρχίας, οι Οθωμανοί συνήψαν εμπορικές σχέσης με τις εκτός οθωμανικής αυτοκρατορίας χώρες. Ορόσημο υπήρξε η Συνθήκη του Πασάροβιτς μεταξύ Αυστρίας, Βενετίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1718. Τα αμοιβαία αυτά εμπορικά προνόμια έσπευσαν πρώτοι να επωφεληθούν οι Έλληνες καραβοκύρηδες και επακόλουθα οι υπόλοιποι έμποροι, κυρίως Μακεδόνες, αφού μπορούσαν πλέον ν΄ αποκτήσουν την αυστριακή υπηκοότητα, με δικαίωμα διεξαγωγής εμπορίου στις υπό Οθωμανική κυριαρχία περιοχές.
Έτσι άρχισαν να κτίζονται τα ξακουστά αρχοντικά σπίτια και να δημιουργούνται σχολεία για την μόρφωση των ελλήνων, φυσικά, με την υποστήριξη και συνδρομή των πλούσιων εμπόρων εκείνης της εποχής.
Κατ’ αυτή την περίοδο, η Καστοριά έχει να επιδείξει σημαντικότατη πνευματική, πολιτισμική, πατριωτική και εμπορική δραστηριότητα, αρκεί κανείς να θυμηθεί, μεταξύ άλλων, τον προύχοντα και νεομάρτυρα Ναούμ Νούλτσο, τους Αδελφούς Εμμανουήλ συνεργάτες του Ρήγα Φεραίου, τον Μάρκο Δραγούμη, τους λόγιους Σεβαστό Λεοντιάδη, Αθανάσιο Χριστόπουλο, Θωμά Μανδακάση, τους Ευεργέτες Γουνεμπόρους κυρ Μανωλάκη, Χριστόδουλο Ζάχο με τον γαμπρό και συνεταίρο του Θωμά Πουλιόπουλο, το Νικηφόρο Δόικο και Νικόλα Δόικο και πολλούς άλλους καστοριανούς από την ευρύτερη περιοχή.
Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας (κατά συνέπεια και της Καστοριάς) και το μεταναστευτικό κλίμα που ακολούθησε σε Ευρώπη και Αμερική, υπάρχει μια οικονομική ευημερία στην Καστοριά με τον επαναπατρισμό γουνεμπόρων και κεφαλαίων κυρίως από Αμερική και Γαλλία, που αποτυπώνεται στην ανοικοδόμηση κυρίως νεοκλασικών κτηρίων και διαφόρων ευεργεσιών (Ύδρευση, Δενδροφυτεύσεις Νεοκλασικό Γυμνάσιο Λουτρά κ.λπ,). Το 1915 ιδρύεται το συνδικαλιστικό όργανο των γουναράδων ο λεγόμενος Σύνδεσμος Γουνοποιών Καστοριά «Προφήτης Ηλίας» και αργότερα η Γουνεργατική Ένωση Καστοριάς.
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και μετά ο εμφύλιος ανακόπτει αυτήν την ευημερία, παραμένει όμως η τεχνογνωσία της γούνας η οποία μετεδίδετο από γενιά σε γενιά εμπειρικά όπως στις συντεχνίες του μεσαίωνα.
Η Καστοριά λόγω του εμφυλίου πολέμου συγκεντρώνει πολύ έμψυχο δυναμικό στον αστικό της ιστό, το οποίο έχει ανάγκη για δουλειά και είναι επιδεκτικό μάθησης στην τέχνη της γούνας. Η ζήτηση για γουναρικά (όπως και για άλλα καταναλωτικά αγαθά) στην Δυτική Ευρώπη και Αμερική αναπτύσσεται ραγδαία. Έτσι η Καστοριά έχει ένα εξειδικευμένο , φθηνό (σε σχέση με τις χώρες του δυτικού κόσμου) και εξαιρετικά ικανό στην επαγγελματική κατάρτιση εργατικό δυναμικό, το οποίο διψά για απασχόληση.
Μετά τον εμφύλιο ιδρύεται το Εμπορικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Καστοριάς, οι πρώτοι συνεταιρισμοί παραγωγής γουναρικών εξ αποκομμάτων και η Σχολή Γουνοποιίας.
Η ζήτηση για γουναρικά είναι τόσο μεγάλη, που τα μεροκάματα, οι αμοιβές των γουνεργατών, σε σχέση με τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, να είναι 3-4 φορές υψηλότερα, κυρίως κατά την δεκαετία του ’70 όταν επετράπη η επεξεργασία των δερμάτων. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου δημόσιοι υπάλληλοι παραιτούνταν από την θέση τους για να γίνουν γουναράδες. Το επάγγελμα του γουναρά μπορούσε να το εξασκήσει ο καθένας ακόμη και χωρίς γνώσεις. Η σχολή γουνοποιίας απαξιώθηκε, διότι δεν υπήρχαν ούτε κίνητρα αλλά ούτε και αυστηρές προδιαγραφές, για την άσκηση του επαγγέλματος του γουνοποιού.
Παρατήρηση 1η. Εάν οι φορείς όπως Επιμελητήριο, Σ.Γ.Κ. Συνεταιρισμοί κλπ., είχαν την θέληση την εμπειρία και την γνώση, θα μπορούσαν να απαιτήσουν από τη πολιτεία να θεσμοθετήσει νόμους, έτσι ώστε το επάγγελμα του γουνοποιού να ασκείται υπό αυστηρές προϋποθέσεις και η άδεια εξάσκησης του επαγγέλματος, να επέφερε έσοδα σε κάποιους φορείς, που θα ήταν επιφορτισμένοι με την άσκηση στρατηγικής σημασίας πολιτικών υπέρ του κλάδου.
Παρατήρηση 2η. Οι φορείς της γούνας όπως το Επιμελητήριο ο Σ.Γ.Κ. κλπ θα μπορούσαν να έχουν θεσμοθετημένα έσοδα από την εξαγωγική δραστηριότητα των γουνοποιητικών επιχειρήσεων, με τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν υποδομές, όπως εκθεσιακό κέντρο από την δεκαετία του ’70, ακόμη και εταιρίες μεταφορών κ.λπ. έτσι ώστε η υπεραξία να επανεπενδύονταν σε υποδομές της περιοχής και όχι εκτός αυτής.
Παρατήρηση 3η. Η Σχολή Γουνοποιίας υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις θα μπορούσε να αναβαθμισθεί και να παράγει εξειδικευμένο στελεχιακό δυναμικό, όχι μόνο με γνώσεις γουνοτεχνίτη αλλά και άλλες όπως αυτές του Μάρκετινγκ, της Διοίκησης Επιχειρήσεων κ.λπ.
Ίσως διερωτηθεί κάποιος και αντιτάξει το επιχείρημα και ερώτημα. Καλά, όλα αυτά εάν γινόταν θα μπορούσαν να σταματήσουν την διεθνή κρίση; Φυσικά όχι, αλλά με μια υποδομή πολύ διαφορετική θα μπορούσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια αναπροσαρμογή του παραγωγικού μοντέλου.
Το χρήμα που χάθηκε από την Καστοριά μόνο από τα περιβόητα ΚΑΠΕΛΑ (σε μεσάζοντες) δηλαδή σε εξωλογιστικές προμήθειες και στην φοροδιαφυγή (υποτιμολογήσεις, διακίνηση χορδά κ.λπ) ήταν τόσο μεγάλες, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τέτοια αποθεματικά κεφάλαια, με τα οποία θα μπορούσαν να κάνουν την κρίση λιγότερο επώδυνη και τον κλάδο να αυτοχρηματοδοτείται.
Δυστυχώς η μεταπολεμική κοινωνία της Καστοριάς έχει να επιδείξει μια φοβικό-συντηρητική νοοτροπία, την οποία μου είναι δύσκολο να την χαρακτηρίσω ή να την ορίσω, συγκρίνοντας την με αυτήν που υπήρχε πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κάνοντας μια αναδρομή των γεγονότων σημειώνω τα εξής: Η κοινωνία της Καστοριάς και κυρίως των γουναράδων εγκλωβίσθηκε μεταπολεμικά στην λογική των αρνήσεων και της ΟΧΙολογίας , όπου βροντοφώναζε: ΟΧΙ στο ΙΚΑ, ΟΧΙ στα Δέρματα, ΟΧΙ η γούνα έξω από το Φανάρι, (οδοφράγματα 1975), υπονόμευση των συνεταιριστικών και συνεργατικών προσπαθειών τύπου Ε.ΔΗ.ΚΑ. α.ε., Edika-Travel, κ.λπ.
Την ίδια εποχή, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, καταστράφηκαν πολλά πολιτισμικά μνημεία στο όνομα του «εκσυγχρονισμού» και της κακώς εννοούμενης ανάπτυξης. Όπως π.χ. το νεοκλασικό γυμνάσιο Καστοριάς, το παλιό δεύτερο δημοτικό σχολείο, αξιολογότατα παλιά αρχοντικά και νεοκλασικά κτήρια κ.λπ. Το Νοσοκομείο όπως και το Εκθετήριο Γούνας κτίσθηκαν στις ποιο ακατάλληλες τοποθεσίες και πολλά άλλα.
Και σήμερα έρχεται να επιβεβαιωθεί για ακόμη μια φορά η ανεπάρκεια των τοπικών αρχόντων (!!!), με το εν λόγω άρθρο ενός ενεργού συμπολίτη μας, στον οποίο η κοινωνία του Δήμου Καστοριάς είχε πει κάποτε ακόμη ένα ΟΧΙ, όταν με μια ομάδα αξιόλογων ενεργών πολιτών διεκδίκησε τον Δήμο Καστοριάς την δεκαετία των παχιών αγελάδων.
Επανέρχομαι λοιπόν στην ουσία του άρθρου του Νίκου Δόικου, ο οποίος αναφέρεται στην ύπαρξη μελετητικού υποβάθρου (δηλαδή έτοιμης προμελέτης για έγκριση χρηματοδότησης), που υπάρχει από το 2000 και είναι γνωστό στις Δημοτικές αρχές, οι οποίες δεν έκαναν κάτι για την αξιοποίησή της, (δηλαδή άλλο ένα ΟΧΙ), ίσως από ανικανότητα ή κάποιον άλλο λόγο, έτσι ώστε σήμερα η Καστοριά να έχει επείγουσα ανάγκη για την υλοποίηση της, προκειμένου να γίνει περισσότερο ελκυστική στον τουρισμό, αντλώντας κεφάλαια από διεθνείς φορείς ή οργανισμούς.
Ελπίζω και εύχομαι οι νέοι αυτοδιοικητικοί Άρχοντες να μετατρέψουν τα ΟΧΙ σε ΝΑΙ και να δουλέψουν σκληρά και ορθολογικά, ώστε να σταματήσει η αιμορραγία αυτού του τόπου. Εμείς ως απλοί και ανήσυχοι πολίτες που είμαστε, θα επισημαίνουμε, θα προτείνουμε και θα παρατηρούμε, όχι με οιαδήποτε σκοπιμότητα, αλλά με αγνό και γνήσιο ενδιαφέρον και αγάπη για μια καλύτερη Καστοριά και για τους ανθρώπους της.
Ολοκληρώνοντας το άρθρο αυτό, θα έλεγα πως ίσως ήρθε ο καιρός να συγκροτηθεί ένας φορέας (ίδρυμα ή οτιδήποτε σχετικό, η νομική υπόσταση μπορεί συζητηθεί) από συνδημότες που ανυστερόβουλα νοιάζονται για το μέλλον αυτού του ευλογημένου τόπου. Οι αυτοδιοικητικοί Άρχοντες θα πρέπει να καταλάβουν έστω και αργά ότι, ο τόπος χρειάζεται μια δεξαμενή σκέψης που θα προτείνει και θα ιεραρχεί προβλήματα και προτάσεις σε ένα σοβαρό περιοδικό αναπτυξιακό συνέδριο ακαδημαϊκού επιπέδου. Διαφορετικά θα επαναλαμβάνουμε τον εαυτό μας, κάνοντας εκ’ των υστερών διαπιστώσεις κλαίγοντας τη μοίρα μας.