Αυτοί που ακολουθούν χορτοφαγική ή ψαροφαγική διατροφή διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο να εμφανίσουν στεφανιαία νόσο καρδιάς (CHD) συγκριτικά με
εκείνους που καταναλώνουν και κρέας, σύμφωνα με νέα βρετανική έρευνα.
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι άνθρωποι γίνονται χορτοφάγοι ή βίγκαν (σ.τ.σ: αυτοί που ακολουθούν διατροφή αυστηρής – ολικής χορτοφαγίας απέχοντας από κρέας, ψάρια, μαλάκια, γαλακτοκομικά, αυγά, μέλι) είτε λόγω του οφέλους που έχουν αυτές οι διατροφές στην υγεία είτε για λόγους ηθικούς που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και των ζώων.
Με αφορμή αυτή τη νέα τάση, ερευνητές από το τμήμα Δημόσιας Υγείας «Nuffield» του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, χρησιμοποιώντας δεδομένα από την μελέτη EPIC (European Prospective Investigation into Cancer and Nutrition) της Οξφόρδης, διερεύνησαν τον κίνδυνο στεφανιαίας καρδιακής νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου στους καταναλωτές κρέατος, τους «ψαροφάγους» (αυτούς δηλαδή που τρώνε κάποιο ψάρι, αλλά όχι κρέας) και τους χορτοφάγους (vegeterians) σε μια περίοδο 18 ετών.
Η έρευνα, με επικεφαλής την Δρ. Τάμι Τονγκ, συμπεριέλαβε δεδομένα από 48.188 άτομα, με μέσο όρο ηλικίας τα 45 έτη, που ενεγράφησαν στη μελέτη στο διάστημα μεταξύ 1993 και 2001 και δεν είχαν ιστορικό στεφανιαίας νόσου ή εγκεφαλικού.
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: καταναλωτές κρέατος (24.428 άτομα), «ψαροφάγοι» (7.506 άτομα) και χορτοφάγοι συμπεριλαμβανομένων και των βίγκαν (16.354 άτομα).
Στη διάρκεια της ερευνητικής περιόδου καταγράφηκαν 2.820 περιστατικά στεφανιαίας νόσου καρδιάς και 1.072 εγκεφαλικά επεισόδια στα οποία περιλαμβάνονταν 519 ισχαιμικά εγκεφαλικά επεισόδια (αιμοφόρο αγγείο που παρέχει αίμα στον εγκέφαλο αποφράσσεται από ένα θρόμβο αίματος) και 300 αιμορραγικά εγκεφαλικά επεισόδια (αρτηρία του εγκεφάλου διαρρηγνύεται, σπανιότερα από τα ισχαιμικά)
Οι μελετητές αφού έλαβαν υπόψη το ιατρικό ιστορικό, το κάπνισμα, τη χρήση συμπληρωμάτων διατροφής και τα επίπεδα σωματικής άσκησης διαπίστωσαν ότι οι ψαροφάγοι και οι χορτοφάγοι εν γένει είχαν 13% και 22% αντίστοιχα μικρότερο κίνδυνο καρδιοπάθειας συγκριτικά με τους κρεατοφάγους.
Η διαφορά αυτή μπορεί να οφείλεται σε μειωμένο ΔΜΣ (Δείκτη Μάζας Σώματος) και μικρότερα ποσοστά υψηλής αρτηριακής πίεσης, υψηλής χοληστερόλης και διαβήτη στα άτομα που ακολουθούν αυτού του τύπου τις διατροφές.
Παρόλα αυτά, βρέθηκε ότι οι χορτοφάγοι έχουν 20% υψηλότερο κίνδυνο προσβολής από εγκεφαλικό επεισόδιο σε σχέση με τους κρεατοφάγους, εύρημα που αποδίδεται στα μειωμένα επίπεδα χοληστερόλης και ποικίλων θρεπτικών συστατικών (π.χ. Β12) των πρώτων.
Η Τονγκ τονίζει ότι τέτοιου είδους ελλείψεις αντιμετωπίζονται με ευκολία μέσω συμπληρωμάτων διατροφής.
Συνοπτικά, παρατηρήθηκε ότι σε μία περίοδο 10 ετών, σε 1000 άτομα, οι χορτοφάγοι εμφάνιζαν 10 λιγότερα επεισόδια καρδιακών νόσων από τους κρεατοφάγους, αλλά μόνο τρία περισσότερα εγκεφαλικά επεισόδια.
Με βάση αυτό, ο Μακ Λόρενς και η Σάρα Μακ Νότον από το Πανεπιστήμιο Deakin της Αυστραλίας εμφανίζονται δύσπιστοι σχετικά με τον κίνδυνο εγκεφαλικού αφενός διότι η αύξηση εγκεφαλικών στην ομάδα των χορτοφάγων τους φαίνεται οριακή και αφετέρου διότι μονό μία μελέτη κατέληξε σε τέτοιου είδους ευρήματα. Ο Λόρενς μάλιστα συμπληρώνει ότι η μη κατανάλωση κρέατος δε σχετίζεται απαραίτητα με την επιλογή μιας χορτοφαγικής διατροφής, αλλά με τη δυσκολία πρόσβασης σε ζωικά προϊόντα που χαρακτηρίζει τις χώρες χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων.
«Οι χορτοφαγικές διατροφές είναι υγιεινές μόνο αν είναι ισορροπημένες» τονίζει ο Τόμας Σάντερς από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου «King’s College», ενώ η Σάρα Μπέρι από το ίδιο Πανεπιστήμιο εξηγεί: «Στο πλαίσιο της παρούσας κοινωνίας όπου η υιοθέτηση μιας χορτοφαγικής διατροφής είτε για ηθικούς λόγους είτε για λόγους υγείας είναι ευρέως διαδεδομένη η συγκεκριμένη μελέτη είναι ουσιώδης καθώς παρουσιάζει τις επιδράσεις που δύναται να έχει μια τέτοια διατροφή στην υγεία».
Η Τονγκ υπογραμμίζει ότι η μελέτη αυτή είναι περιγραφική και επομένως τα αποτελέσματα μπορεί να μην οφείλονται στη διατροφή, αλλά σε άλλες συνήθειες ζωής των χορτοφάγων.
«Μελλοντικές έρευνες οφείλουν να επιβεβαιώσουν την γενικευσιμότητα αυτών των ευρημάτων και να εκτιμήσουν τη σχέση τους με την κλινική πρακτική και τη δημόσια υγεία», δηλώνει η ίδια.
ΑΠΕ