Καστοριά

Προδημοσίευση: Ντεφ Ντεφ (του Αλέξη Γούδα)

Το βράδυ εκείνο ήταν από τα πιο δύσκολα που έχω περάσει πάνω στη σκηνή. Βάζω στην άκρη την υγρασία που σου τσάκιζε τα κόκαλα και σε συνδυασμό με τη ζέστη δημιουργούσε μια βαρυθυμία αρρώστου. Το δυσκολότερο κομμάτι της βραδιάς ήταν το κοινό. Όλοι το είχαμε καταλάβει, το διέκρινες στα βλέμματα του κόσμου, δεν υπήρχε διάθεση και ομοψυχία. Ο καθένας κουβάλησε μαζί τον εαυτό του ενώ συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις τον αφήνει στο σπίτι.
‘’Το τραγούδι είναι λαϊκή τέχνη πρέπει να αφορά πολλούς, δε θέλει πολύ μυαλό‘’ λόγια συγχωριανού μου παλιού οργανοπαίχτη, βιρτουόζου και συνθέτη κλαρινίστα με τεράστια θητεία στα υπαίθρια πανηγύρια.
Εκείνη τη βδομάδα τα λόγια του με κάρφωναν σαν πρόκες ενθύμησης γιατί, ό,τι πάει στραβά στη ζωή, στο κρυφοφανερώνει δειλά δειλά με μικρά περιστατικά στα ξεκινήματα παρόλο που συνήθως δεν το καταλαβαίνεις.
Οι πρόβες ήταν ενδεικτικές. Τα τραγούδια δεν κελαηδούσαν, το ένιωθα πως δε χορεύει η μπάντα, κάναμε απανωτά λάθη μα το κυριότερο ήταν πως υπήρχε έντονη διαφωνία για τις ενορχηστρώσεις.
‘’ Όπως ενορχηστρώσεις θα κοιμηθείς ‘’ συνέχιζε ο κλαρινίστας.
«Εδώ να βάλουμε μια flat/ major και στο επόμενο μέτρο μια sus».
«Τι την θες την flat σε εκείνο το σημείο; Είναι αχρείαστο το tension εκεί.
«Το μπάσο εδώ αναστροφή».
«Άλλαξε επειγόντως το groove στο φινάλε δεν παίζουμε σε σκυλάδικο».
Όπως καταλαβαίνεις ακροατή, η δίνη της θεωρίας μας κατάπιε όλους.
‘’ Στη σκηνή μη σκέφτεσαι θεωρητικά ‘’ συνέχιζε ο κλαρινίστας.
Η ώρα της συναυλίας είχε φτάσει. Κόσμος πολύς μα όπως είπα άκαμπτος. Ξεκινήσαμε λίγο νευρικά και αμήχανα σαν εραστές πρωτάρηδες στη συνέχεια βρήκαμε λίγο ρυθμό μετά τον ξαναχάσαμε, το κοινό ταλαντευόταν, προσπαθούσε από κάπου να πιαστεί. Άλλοι κάπνιζαν αμίλητοι, άλλοι σιγοτραγουδούσαν, κάποιοι ήταν εντελώς αδιάφοροι ίσως γιατί είχανε έρθει παρά τη θέλησή τους και κάποιοι φαινόταν πως δεν διασκεδάζουν.
‘’Δε μπορείς να τους έχεις όλους ευχαριστημένους‘’ συνέχιζε ο κλαρινίστας.
Η συναυλία τελείωσε, θα έλεγα πως βγήκε με δυσκολία, άρτια μεν άψυχη δε. Ήταν διάχυτη σε όλους η ίδια αίσθηση αλλά στον καθένα για άλλο λόγο.
Μαζέψαμε τα πράγματα και κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο.
Η ώρα ήταν 1 τα μεσάνυχτα και γυρίσαμε όλοι κουρέλια χωρίς διάθεση για τίποτα.
Κάποια στιγμή μη μπορώντας να κοιμηθώ από την ένταση κατέβηκα στον κήπο του ξενοδοχείου να περπατήσω λιγάκι. Κάπου σε ένα ισόγειο μπαλκόνι ενός δωματίου που επικοινωνούσε με την αυλή άκουσα κάτι φωνές γυναικείες σα συλλαβές, ίσα που ακουγόταν μια λεξούλα και κοβόταν απότομα.
Πλησίασα λιγάκι να δω από κοντά τι συμβαίνει ή να καταλάβω από που έρχεται ο ήχος διότι το ξενοδοχείο φιλοξενούσε τουρίστες από βόρειες χώρες. Φτάνοντας κοντά είδα ότι μόλις με αντιλήφθηκαν σταμάτησαν τις φωνές και με κοίταξαν λίγο ντροπιασμένες θα έλεγα. Νομίζω πως τις είχαμε συναντήσει το μεσημέρι στην είσοδο του ξενοδοχείου όταν κουβαλούσαμε τα όργανα.
Συνέχισαν να με κοιτάνε με φόβο και απορία ώσπου ρώτησα από πού είναι.
Μου απάντησε μια γυναίκα κοφτά ” Ντεφ ντεφ ” κουνώντας λίγο τα χέρια της και μετά μια άλλη το ίδιο. Δεν κατάλαβα τι ήθελαν να πουν και μέσα στην κούρασή μου δεν έδωσα και σημασία. Γύρισα στο δωμάτιο και ανέφερα το περιστατικό στον μουσικό που μέναμε μαζί.
«Ένα ντέφι θέλουν ρε να στήσουν κανένα παρτάκι δεν κατάλαβες» μου λέει.
«Μας είδαν μουσικούς και τους ήρθε ιδέα».
Μολονότι μου φάνηκε αλλόκοτη η εξήγηση έβγαλα ένα ντέφι από έναν σάκο και κατέβηκα να τους το δώσω.
‘’Να κερνάς τον κόσμο μουσικές δίχως να περιμένεις ανταμοιβή ‘’ συνέχιζε ο κλαρινίστας.
Έφτασα στην αυλή τους, με κοίταξαν πάλι παράξενα αμίλητες, άφησα το ντέφι με ένα ευγενικό νεύμα στο τραπέζι τους και έφυγα πίσω.
Μετά από ένα τέταρτο και ενώ μας είχε πάρει ο ύπνος, ξυπνήσαμε από τους ήχους του ντεφιού που χτυπούσε άχρονα και άτακτα κάτω στην αυλή. Το μισό ξενοδοχείο είχε κατέβει να δει τι συμβαίνει και γιατί παρ’ όλες τις παραινέσεις, ο ήχος του ντεφιού δεν σταματούσε.
Κατεβήκαμε λοιπόν κάτω.
«Στο είπα ρε» μου λέει ο μουσικός «παρτάκι θέλανε να κάνουν. Δεν ακούγονται όμως, δεν τραγουδάνε, παράξενο, μόνο το ντέφι βαράνε όπως να ‘ναι. Τι κάνουν ακριβώς;
Οι τέσσερις κοπέλες από το Βίλνους της Λιθουανίας κωφάλαλες, χόρευαν υπό τους ‘’ήχους‘’ του ντεφιού.
‘’Μετά από όλα αυτά γυρνάς σπίτι κατάκοπος αλλά κοιμάσαι ευτυχής‘’ ολοκήρωσε ο κλαρινίστας.
Καθαρό νερό
Διηγήματα και άλλα περιστατικά
Προδημοσίευση
 

Back to top button