Ο Κώστας Γαβράς ανήκει σε μια σπάνια πάστα δημιουργών, οι οποίοι δεν φοβούνται να αναμετρηθούν με περίπλοκες ή και ιδεολογικά φορτισμένες θεματικές. Εκεί που άλλοι βλέπουν ανυπέρβλητα προβλήματα, ασφυκτική πίεση και ρίσκο, ο Γαβράς νιώθει πως έχει ευθύνη να αδράξει μια μοναδική ευκαιρία. Έτσι αισθάνθηκε όταν ξεκίνησε την προετοιμασία των «Ενηλίκων στην Αίθουσα», γνωρίζοντας πολύ καλά ότι βασισμένος στα γραπτά του Γιάνη Βαρουφάκη και το βιβλίο «Ανίκητοι ηττημένοι» θα έφτιαχνε μια ταινία που θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις. Κάτι που επαληθεύτηκε ήδη από την ημέρα που η ταινία προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ Βενετίας πριν από περίπου έναν μήνα.
Ο Γαβράς όμως μοιάζει απτόητος και ήρεμος όσο μας σφίγγει τα χέρια, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο και ακούραστος παρά το εντατικό διήμερο συνεχών συνεντεύξεων. Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που ο σκηνοθέτης αναμετράται με ένα μείζον πολιτικό ζήτημα. «Ζ», «Η Ομολογία», «Κατάσταση Πολιορκίας» και «Αγνοούμενος» είναι μερικά από τα φιλμ της πενηντάχρονης πορείας του, στα οποία αφηγήθηκε ιστορίες που επέφεραν ασφυκτική πίεση, αλλά βγήκε αλώβητος. Με αφορμή την κυκλοφορία των «Ενηλίκων στην Αίθουσα» στα σινεμά της Ελλάδας, συναντήσαμε τον Κώστα Γαβρά στο «Hilton» και μιλήσαμε για την καινούργια του ταινία και το πολιτικό σινεμά.
Πενήντα χρόνια μετά το «Ζ» ένα τελείως διαφορετικό πολιτικό ζήτημα σας επαναφέρει στην Ελλάδα…
Όπως τότε έτσι και τώρα ένα σοβαρό πρόβλημα που βίωνε η Ελλάδα με είχε συγκινήσει πολύ και με κινητοποίησε να αναλάβω δράση. Βέβαια η ιστορία αυτής της ταινίας ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια. Συγκέντρωσα πάρα πολύ υλικό. Διάβασα εφημερίδες, είδα ντοκιμαντέρ, ό,τι μπορούσα να έχω στα χέρια μου το πήρα. Από πηγές λοιπόν είχα τα πάντα, το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι δεν ήξερα τι γινόταν πίσω από τις κλειστές πόρτες του Γιούρογκρουπ, δεν είχα ακόμη μία ιστορία.Μέχρι τη στιγμή που έπεσε το βλέμμα μου στο όνομα του Γιάνη Βαρουφάκη, διαβάζοντας τη συνέντευξή του σε μια αγγλική εφημερίδα. Μου έκανε εντύπωση ο χαρακτήρας του, διότι από τη μία βρισκόταν πίσω από αυτές τις πόρτες που σας ανέφερα, αλλά μετά το δημοψήφισμα παραιτήθηκε. Γράφονταν τόσα αρνητικά για εκείνον τότε, που είχα την εντύπωση ότι παραμερίστηκε.
Θέλησα όμως να τον συναντήσω για να μάθω περισσότερα, όπως κι έγινε. Μου εκμυστηρεύτηκε τα πάντα, μου είπε και για τις ηχογραφήσεις του, τις οποίες και άκουσα. Κάτι που βρήκα εκπληκτικό, καθώς έτσι κατάλαβα πως όσα μου έλεγε ήταν τελικά αλήθεια.Αυτό που συνέβαινε στο Γιούρογκρουπ δεν θα μπορούσε να το φανταστεί κάποιος για να το κάνει μυθοπλασία. Του είπα πως με ενδιαφέρει να κάνω μια ταινία με όλα αυτά που έμαθα. Εκείνος ξεκινούσε τότε να γράφει το βιβλίο του, εγώ παράλληλα δούλευα το σενάριο. Ο Γιάνης μου έστελνε κάθε κεφάλαιο που ολοκλήρωνε κι έτσι προχωρήσαμε.
Σκεφτήκατε να επιμείνετε περισσότερο σε κάποια θέματα του βιβλίου ή να δώσετε περισσότερο χώρο σε μερικούς από τους χαρακτήρες;
Εκείνο που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν να εξετάσω πώς αντέδρασαν άνθρωποι με τρομερές ευθύνες στους ώμους τους κάτω από τις συγκεκριμένες πιεστικές συνθήκες. Επομένως οι προσωπικές υποθέσεις των χαρακτήρων δεν με απασχόλησαν καθόλου. Γι’ αυτό και στην ταινία αναφέρομαι στα πρόσωπα μέσω των ιδιοτήτων τους, χωρίς να δίνω περισσότερες πληροφορίες για εκείνους.
Το σημαντικό είναι να ξέρουμε ποιος είναι ο πρόεδρος, ο υπουργός κ.λπ.Έτσι επιδίωξα να φέρω στο προσκήνιο την καταπιεστική σχέση της Ευρώπης, του Γιούρογκρουπ στην ουσία, με τον ελληνικό λαό. Το μόνο για το οποίο ενδιαφέρονταν ήταν η διάσωση του ευρώ, χωρίς να υπολογίζουν τι συμβαίνει στον λαό. Αυτή η στάση καταλήγει να είναι ακόμη και ρατσιστική, ειδικά αν αναλογιστούμε πως ο πρόεδρος του Γιούρογκρουπ έχει την άνεση να ισχυρίζεται ότι η οικονομία μας καταστράφηκε εξαιτίας της κραιπάλης των Ελλήνων.
Συναντήσατε δυσκολίες στην υλοποίηση της ταινίας;
Καθόλου, αλλά ξέρετε, το μεγάλο άγχος των παραγωγών ήταν η υποδοχή του κοινού. Τα ίδια είχα περάσει και με το «Ζ», στο τέλος όμως δικαιώθηκα. Εν προκειμένω, ένα θέμα που προέκυψε νωρίς ήταν αν θα γύριζα την ταινία στα ελληνικά με γνωστούς Έλληνες ηθοποιούς. Τους πρωταγωνιστές μου τους βρήκα εύκολα, όμως στο θέμα της γλώσσας είδαμε πως οτιδήποτε άλλο πέρα από τα ελληνικά θα φαινόταν λάθος, οπότε αυτή η επιλογή ήρθε αυτονόητα.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση, τα πρώτα χρήματα που χρειάστηκαν για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων του βιβλίου, για παράδειγμα, προήλθαν από την εταιρεία μου. Θα γνωρίζετε καλά πως οι εταιρείες των παραγωγών δεν κερδίζουν ποτέ χρήματα, απλώς τα διαχειρίζονται. Έτσι έγινε το πρώτο βήμα, τα επόμενα όμως ήταν πολύ δύσκολα. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω πως ποτέ δεν μας έδωσε χρήματα η ελληνική κυβέρνηση. Διότι ακούστηκαν γελοία πράγματα, όπως το ότι πήρα χρήματα από τον Αλέξη Τσίπρα, κάτι που δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Αν ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στη φιλμογραφία σας, παρατηρούμε πως στις τελευταίες ταινίες σας τείνετε να γίνετε πιο απλός, πιο ρεαλιστής. Η ματιά σας πάνω στο σινεμά έχει αλλάξει;
Είναι ζήτημα ηλικίας! Όλα έχουν αλλάξει στον κινηματογράφο. Οι θεατές, για παράδειγμα, δεν βλέπουν ταινίες με τον ίδιο τρόπο. Πολλοί, δυστυχώς, τις παρακολουθούν σε κινητά. Όσο για την ίδια την τέχνη του σινεμά, τα μέσα έχουν αλλάξει άρδην. Ένα προσωπικό μου παράδειγμα σε σχέση με αυτό είναι καθαρά τεχνικό.
Στις πρώτες μου ταινίες χρησιμοποιούσα πάντα τράβελινγκ, γερανούς κ.λπ.Στους «Ενήλικους…» έπρεπε να συμμορφωθώ με το γεγονός πως αυτά τα εργαλεία θα τα είχα διαθέσιμα τη μία μέρα, αλλά όχι την επόμενη. Ε, λοιπόν, δεν το έκανα, άλλαξα όλα μου τα σχέδια και αποφάσισα να γυρίσω την ταινία με στέντικαμ. Ευτυχώς είχα στο συνεργείο μου τον Μιχάλη Τσεμπερόπουλο, ο οποίος είναι εκπληκτικός στη δουλειά του και με βοήθησε να κάνουμε το γύρισμα με αυτόν τον τρόπο. Επομένως, υπό μία έννοια η ίδια η εποχή μού επέβαλε το στιλ που κλήθηκα να κατασκευάσω σε αυτήν την ταινία.
Ύστερα απ’ όλα αυτά πιστεύετε πως το σινεμά μπορεί να αλλάξει τον κόσμο;
Όχι, ο κινηματογράφος δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Εκείνο όμως που κάνει εξαιρετικά καλά είναι να θέτει ερωτήματα πάνω στον κόσμο. Αν θέλει ο θεατής, μπορεί να ψάξει για τις απαντήσεις. Όμως το σινεμά δεν θα σταματήσει ποτέ να γοητεύει το κοινό. Σκεφτείτε το εξής: η πρώτη προβολή στην ιστορία συγκέντρωσε 17 ανθρώπους. Αργότερα έγιναν τριακόσιοι και σήμερα δισεκατομμύρια. Για πρώτη φορά μπορέσαμε να δούμε γυμνή την αντανάκλασή μας σε μια μεγάλη οθόνη. Έτσι ο κινηματογράφος δεν θα πάψει να είναι βαθιά μέσα μας, ένα κομμάτι της ζωής μας.Ας μην ξεχνάμε και κάτι ακόμη. Μια ταινία είναι θέαμα, οι σκηνοθέτες δεν γράφουμε ακαδημαϊκούς λόγους. Κι εγώ δεν έκανα αυτήν την ταινία για να αλλάξει η Ευρώπη. Τη γύρισα επειδή ένιωθα μέσα μου μια βαθιά ανάγκη να το κάνω, χωρίς να προβλέπω τις αντιδράσεις.
Αντιλαμβάνομαι όμως ότι στην Ελλάδα ο καθένας μέσα στην κρίση έφτιαξε μια ταινία στο μυαλό του με όλα όσα έζησε εξαιτίας της. Γι’ αυτό και καταλαβαίνω όσους, βλέποντας τους «Ενήλικους…», ενδεχομένως να μην ταυτίζονται, να βλέπουν έντονες αντιφάσεις και να έχουν αντιρρήσεις. Το καλύτερο όμως που μπορεί να συμβεί είναι, αφού παρακολουθήσει με υπομονή κάποιος την ταινία μου, να του δημιουργηθεί η ανάγκη για περισσότερες ερωτήσεις, αναζητήσεις. Είναι το μόνο που εύχομαι.
Based on a true story
«Ζ» (1969)
Η σκευωρία που οδήγησε στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, στις 27 Μαΐου 1963, μεταφέρθηκε αριστουργηματικά από τον σκηνοθέτη στη μεγάλη οθόνη, αποσπώντας μάλιστα δύο Όσκαρ (μοντάζ, ξενόγλωσσης ταινίας) και καθιερώνοντας τον ίδιο ως πρωτοπόρο του πολιτικού θρίλερ.
«Η Ομολογία» (1970)
Στην Τσεχοσλοβακία της δεκαετίας του ’50 ο κομμουνιστής Άρτουρ Λόντον βρέθηκε κατηγορούμενος σε δίκη-παρωδία ως προδότης του κράτους και υποστηρικτής του Τίτο. Ο Γαβράς υπογράφει ένα «κατηγορώ» προς τον ολοκληρωτισμό, αποκαλύπτοντας τις τεχνικές βασανισμού που οδήγησαν τον Λόντον σε ψευδή ομολογία.
«Ο Αγνοούμενος» (1982)
Μετά το πραξικόπημα ενάντια στον Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τσαρλς Χόφμαν εξαφανίζεται. Ο πατέρας του (Τζακ Λέμον) και η σύζυγός του (Σίσι Σπέισεκ) ταξιδεύουν στη Χιλή για να ανακαλύψουν μια αποτρόπαια πραγματικότητα. Η βραβευμένη με Όσκαρ ταινία προφανώς απαγορεύτηκε από το καθεστώς Πινοσέτ.
Από τους Γιάγκο Αντίοχο – Γιάννη Καντέα-Παπαδόπουλο
ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, AΠΕ