Υπήρχαν πράγματι οι «παλιές καλές μέρες» ή είναι (άλλος ένας) μύθος; Ήταν πράγματι οι άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι στο παρελθόν από ό,τι σήμερα;
Μάλλον ναι, είναι η απάντηση μιας νέας βρετανικής επιστημονικής έρευνας, της πρώτης του είδους της διεθνώς, που επιχειρεί να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, δημιουργώντας με τη βοήθεια καινοτόμων μεθόδων ένα νέο διαχρονικό δείκτη, ο οποίος χρησιμοποιεί δεδομένα από βιβλία και εφημερίδες για να εκτιμήσει τα επίπεδα ευτυχίας σε μια χώρα και πώς αυτά έχουν μεταβληθεί με το πέρασμα του χρόνου. Η μελέτη, η οποία καλύπτει μια περίοδο από το 1820 μέχρι την εποχή μας, φιλοδοξεί να δώσει στις κυβερνήσεις μια καλύτερη ιδέα για το ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες τους, όσον αφορά τις αποφάσεις και τις πολιτικές τους που επιδρούν στη ζωή των ανθρώπων.
Μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τη «Ντέιλι Μέιλ», η μελέτη συμπεραίνει ότι στη δεκαετία του 1920 -μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και πριν το μεγάλο οικονομικό «κραχ»- οι άνθρωποι σε Ευρώπη και Αμερική ήταν πιο ευτυχισμένοι από κάθε άλλη φορά κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες. Ανάλογη -αν και σε μικρότερο βαθμό- «έκρηξη» ευτυχίας σημειώθηκε σε αρκετές χώρες μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, για να υποχωρήσει αργότερα. Αλλά ξανά στη δεκαετία του 1990, καθώς η οικονομία (και η «φούσκα» της) είχε πάρει τα πάνω της, τα επίπεδα ευτυχίας προσέγγισαν σχεδόν εκείνα του μεσοπολέμου.
Ορισμένες κυβερνήσεις έχουν ήδη αρχίσει να χρησιμοποιούν δείκτες «εθνικής ευτυχίας» ως συμπλήρωμα των κλασσικών οικονομικών δεικτών όπως το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ). Όμως οι νέοι αυτοί δείκτες βασίζονται σε στοιχεία των τελευταίων μόνο ετών ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεκαετιών, πράγμα που καθιστά δύσκολο να διαπιστωθούν οι τάσεις σε βάθος χρόνου αναφορικά με την ευτυχία των πολιτών.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων του Γουόρικ και της Γλασκώβης, καθώς και του Ινστιτούτου Άλαν Τιούρινγκ του Λονδίνου, με επικεφαλής τον καθηγητή Τόμας Χιλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Human Behaviour», ανέλυσαν εκατομμύρια online κείμενα, που δημοσιεύθηκαν κατά τα τελευταία 200 χρόνια και υπάρχουν σήμερα στο Google Books.
Η μελέτη αναλύει το ψυχολογικά θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο των κειμένων τεσσάρων χωρών (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία), καταλήγοντας σε ένα δείκτη που αντικατοπτρίζει τη διαχρονική εξέλιξη της ψυχικής διάθεσης των κατοίκων μιας χώρας.
Μερικά βασικά ευρήματα είναι τα εξής:
– Οι αυξήσεις στο εθνικό εισόδημα και προϊόν όντως αυξάνουν επίσης την εθνική ευτυχία, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό. Χρειάζεται μια πολύ μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ για να υπάρξει αισθητή αύξηση της ευτυχίας σε εθνικό επίπεδο.
– Μια αύξηση στο προσδόκιμο ζωής κατά ένα έτος έχει τον ίδιο αντίκτυπο στην εθνική ευτυχία με μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,3%.
– Ένα έτος λιγότερου πολέμου έχει την ίδια επίπτωση στην ευτυχία με μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 30%.
– Ειδικότερα στις ΗΠΑ το χαμηλότερο σημείο του δείκτη (δηλαδή το μικρότερο επίπεδο εθνικής ευτυχίας) συνέπεσε με τα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και αργότερα με τη λήξη του πολέμου στο Βιετνάμ και την εκκένωση της Σαϊγκόν από τα αμερικανικά στρατεύματα. Στη Βρετανία η λιγότερο ευτυχισμένη χρονιά ήταν το 1978, λίγο πριν αναλάβει πρωθυπουργός η Μάργκαρετ Θάτσερ, όταν στη χώρα γίνονταν μεγάλες απεργίες και βουνά σκουπιδιών είχαν συσσωρευτεί στους δρόμους.
«Είναι αξιοσημείωτο ότι η εθνική υποκειμενική ευτυχία είναι απίστευτα ανθεκτική στους πολέμους. Επίσης οι οικονομικές κρίσεις έχουν τελικά μικρές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Οι άνθρωποι γρήγορα επέστρεψαν στα προηγούμενα επίπεδα υποκειμενικής ευτυχίας μετά από γεγονότα όπως ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος, οι επαναστάσεις του 1848 στην Ευρώπη ή η μεγάλη κρίση του μεσοπολέμου», δήλωσε ο Χιλς.
ΑΠΕ