Δυτική ΜακεδονίαΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Η Καστοριά και η Δυτική Μακεδονία στη δίνη του Β’ παγκοσμίου πολέμου (του Ιωάννη Κολιόπουλου)

….. Ασυγκρίτως σοβαρότερο ζήτημα δημιουργήθηκε στην ελληνική Δυτική Μακεδονία (καθώς και στην Κεντρική Μακεδονία) από τη φιλοβουλγαρική στάση μερίδας των Σλαβομακεδόνων. Το Μάρτιο του 1943, στην επαρχία της Καστοριάς καθώς και σε αυτές της Φλωρίνης και της γειτονικής Πέλλης έκαναν την εμφάνισή τους, πρώτα στην ιταλοκρατούμενη Καστοριά και εν συνεχεία στις γερμανοκρατούμενες Φλώρινα και Πέλλα, ομάδες ενόπλων Σλαβομακεδόνων, οι οποίες αποτελούσαν τοπικές πολιτοφυλακές στην υπηρεσία των αρχών κατοχής. Ενεργό ρόλο στον προσεταιρισμό Σλαβομακεδόνων και στην ένταξή τους στις πολιτοφυλακές έπαιξαν εξόχως ικανοί και δραστήριοι Βούλγαροι αξιωματικοί σύνδεσμοι στα κατά τόπους ιταλικά και γερμανικά φρουραρχεία. Ένας τέτοιος Βούλγαρος αξιωματικός σύνδεσμος, ο Αντώνιος Κάλτσεφ, ο οποίος καταγόταν από το χωριό της Καστοριάς Σπήλαια, ανέπτυξε σημαντική δράση στο σχηματισμό της σλαβομακεδονικής πολιτοφυλακής Καστοριάς, του περιβόητου «Αξονοβουλγαρομακεδονικού Κομιτάτου ή Οχράνας» και στον εξοπλισμό των μελών του, των «Κομιτατζήδων».

Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι οι Κομιτατζήδες, των οποίων ο συνολικός αριθμός δεν είναι εύκολο να υπολογισθή εξαιτίας της διαφορετικής προελεύσεως των πηγών, η εγκυρότητα των οποίων δεν είναι δυνατό να ελεγχθή, αποτελούσαν μικρή αλλά υπολογίσιμη μερίδα των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος. Παλαιοί βουλγαρόφιλοι ή γόνοι βουλγαροφίλων ως επί το πλείστον αλλά και πολλοί καιροσκόποι, των οποίων τις επιδιώξεις ευνοούσε η ανώμαλη πολιτική κατάσταση καθώς και αρκετοί που επρόβαλλαν πραγματικές ή υποτιθέμενες διώξεις από τις Αρχές του τόπου ως κίνητρα, δέχθηκαν να οπλισθούν από τις αρχές κατοχής της χώρας εναντίον των ανταρτών των αντιστασιακών οργανώσεων. Πολλοί παλαιοί βουλγαρόφιλοι Σλαβομακεδόνες της Ελλάδος, κατάλοιπα της επιπολάζουσας βουλγαροφιλίας στους σλαβοφώνους θυλάκους της ελληνικής Μακεδονίας από την εποχή των μεγάλων εθνικών συγκρούσεων στις αρχές του Κ΄ αιώνος, δεν είχαν αποδεχθή την ελληνική κυριαρχία στην περιοχή και οδηγήθηκαν από τα γεγονότα στην πεποίθηση ότι τα μέρη τους θα παραχωρούνταν στη Βουλγαρία.

Δεν είναι επίσης εύκολο να διακρίνει ο ερευνητής το αίτιο από το αιτιατό στο ζήτημα του εξοπλισμού των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος από τις αρχές κατοχής. Ο εξοπλισμός τους στην επαρχία Καστοριάς, το Μάρτιο του 1943, συνέπεσε με την εκδήλωση σοβαρής αντιστασιακής δράσεως στη γειτονική περιοχή του Βοΐου. Αυτή η αντιστασιακή δράση φαίνεται πως υπήρξε ένας από τους λόγους, ίσως ο κυριώτερος, της αποφάσεως των αρχών κατοχής να καταφύγουν στον εξοπλισμό των Σλαβομακεδόνων που φάνηκαν έτοιμοι να αρνηθούν την Ελλάδα υπέρ της Βουλγαρίας. Δεν είναι επίσης γνωστός ο ρόλος, στο σχηματισμό της σλαβομακεδονικής πολιτοφυλακής, Σλαβομακεδόνων όπως ο Ναούμ Πέϊος από το χωριό Γάβρος των Κορεστίων ή ο Ιωάννης Σκόης από το Άργος Ορεστικό, οι οποίοι ευρίσκονταν στη Σόφια τον πρώτο καιρό της κατοχής της χώρας και ανήκαν σε βουλγαρομακεδονικές αλυτρωτικές οργανώσεις. Ας σημειωθή ότι αυτοί και άλλοι βουλγαρόφιλοι Σλαβομακεδόνες της περιοχής διατηρούσαν επαφές με σημαίνοντες Κομμουνιστές όπως ο Ανδρέας Τζήμας, Βλάχος στην καταγωγή από το Άργος Ορεστικό. Όταν ο Τζήμας και τα άλλα στελέχη του ΚΚΕ που συγκρότησαν «ολομέλεια» της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος τον Ιούλιο του 1941, μετά την απελευθέρωση του ίδιου και άλλων στελεχών από την Ακροναυπλία την 1η Ιουλίου του ιδίου έτους, προσπάθησαν να συνδεθούν με την Κομμουνιστική Διεθνή, στον Σκόη προσπάθησαν να στείλουν ως σύνδεσμο άλλο Σλαβομακεδόνα του Άργους Ορεστικού, τον Τηλέμαχο Βερβέρη, ο οποίος κατέληξε, την άνοιξη του 1943, στην τότε σερβική Μακεδονία να διαπραγματεύεται με τον Σφέτοζαρ Βουκμάνοβιτς-Τέμπο, απεσταλμένο του Τίτο στην περιοχή με αυξημένες στρατιωτικές και πολιτικές αρμοδιότητες για τη δημιουργία κοινού στρατηγείου των κομμουνιστικών οργανώσεων της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδος, της Αλβανίας και της Βουλγαρίας καθώς και για τη διακήρυξη των κομμουνιστικών κομμάτων για την αυτοδιάθεση των «λαών» της Μακεδονίας μετά την απελευθέρωσή της.

Το επεισόδιο αυτό είναι ενδεικτικό της συγχύσεως που επικρατούσε στη Μακεδονία ως προς τις επιδιώξεις και τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων μερών. Όσοι προβάλλονταν ως εκπρόσωποι οργανώσεων, κινημάτων ή ακαθόριστων κοινοτήτων, εκ των πραγμάτων προπαγάνδιζαν ή εκμυστηρεύονταν μέρος μόνο των σχεδίων και των επιδιώξεών τους. Ο Τίτο και τα στελέχη του κομμουνιστικού ανταρτικού κινήματός του επρόβαλλαν από θέση ισχύος στη νότια Βαλκανική φιλελεύθερες θέσεις, όπως η αυτοδιάθεση των λαών, προκειμένου να προσελκύσουν στο πλευρό των τους βουλγαρόφιλους Σλαβομακεδόνες της σερβικής κυρίως Μακεδονίας αλλά και της ελληνικής. Η αυτοδιάθεση των «λαών» της Μακεδονίας των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών ήταν ουσιαστικά η θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας από το 1924 έως το 1935 υπέρ μιας «ενιαίας και ανεξάρτητης» Μακεδονίας, αναδιατυπωμένη τώρα με όρους που ευνοούσε ο χάρτης του Ατλαντικού του 1941.

Οι Έλληνες Κομμουνιστές, όπως και οι Βούλγαροι σύντροφοί τους, ήσαν σε θέση να εκτιμήσουν τις ηγεμονιστικές διαθέσεις των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών στο ζήτημα της επιζητούμενης διευθετήσεως του Μακεδονικού και διαφωνούσαν, αλλά δεν ήσαν σε θέση να διακόψουν τις σχετικές επαφές με τους Γιουγκοσλάβους. Ο Τίτο και το κίνημά του είχαν προβληθή στο διεθνές προσκήνιο από τους Συμμάχους που πολεμούσαν εναντίον του Άξονος, εν αντιθέσει προς τους Έλληνες και τους Βουλγάρους Κομμουνιστές, οι οποίοι δεν είχαν κατορθώσει να τύχουν ανάλογης προβολής. Οι Έλληνες Κομμουνιστές, μάλιστα, ήσαν απομονωμένοι από τους άλλους Κομμουνιστές της περιοχής και ιδίως από τους Σοβιετικούς, οι δε σχέσεις των με τους Άγγλους ήσαν κάθε άλλο παρά «συμμαχικές».

Ο Ανδρέας Τζήμας, ο οποίος παρενέβη στις συνεννοήσεις του Βερβέρη με τον Τέμπο και ακύρωσε τη συμφωνία τους να διακηρύξουν τα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδος και της Βουλγαρίας την απόφασή τους να διασφαλίσουν στους «λαούς» της Μακεδονίας το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιαθέσεως μετά την απελευθέρωση, εξήγησε μετά τον πόλεμο με αφοπλιστική ειλικρίνεια το λόγο για τον οποίο οι Έλληνες Κομμουνιστές απέφευγαν να καταγγείλουν την προκλητική στάση των Γιουγκοσλάβων συντρόφων των στο Μακεδονικό: «Για μας πολύ νωρίς έγινε φανερό ότι πρόκειται να αντιμετωπίσουμε την επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα. Στην πάλη μας με τους Άγγλους δεν είχαμε καμία ελπίδα νίκης αν δεν στηριζόμασταν στο αντάρτικο των γειτονικών λαών και αν δεν ενισχυόμασταν από αυτό. Όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, επαφή με τη Σοβιετική Ένωση και βοήθεια από αυτή δεν μπορούσαμε να έχουμε παρά μόνο από τις γειτονικές μας χώρες. Αυτά ήταν τα κύρια προβλήματα που μας απασχολού[σα]ν. Σε μικρότερο βαθμό ο συντονισμός της ανταρτικής δράσης». «Βοήθεια» στην αναμενόμενη σύγκρουση με τους Άγγλους υπόσχονταν οι Γιουγκοσλάβοι Κομμουνιστές στους Έλληνες συντρόφους τους, ώστε να τους ενθαρρύνουν να συγκρουστούν και να απασχολούν με αυτό τον τρόπο τους Άγγλους στην Ελλάδα, για να προωθήσουν οι Γιουγκοσλάβοι ανενόχλητοι τα σχέδιά τους στη χώρα και στην ευρύτερη περιοχή. Όπως θα εξηγηθή διεξοδικότερα στο επόμενο κεφάλαιο, η εμπλοκή των Άγγλων και γενικά των Δυτικών Συμμάχων στην εμφύλια σύρραξη στην Ελλάδα ευνοούσε την επικράτηση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, για το λόγο δε αυτόν οι Ανατολικοευρωπαίοι Κομμουνιστές ηγέτες όχι μόνο δεν αποθάρρυναν τους Έλληνες Κομμουνιστές, αλλά αντιθέτως τους ενθάρρυναν να συγκρουστούν με τους Άγγλους υποσχόμενοι βοήθεια. Η συντήρηση της πολιτικής ανωμαλίας στην Ελλάδα συνέβαλε εν τέλει στην επιβολή και την επικράτηση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη.

Σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της κλονισμένης θέσεως του ΚΚΕ στη Δυτική Μακεδονία μετά τις αθρόες συλλήψεις, από τα όργανα της Δικτατορίας Μεταξά, στελεχών του στην περιοχή το 1938 και το 1939, διαδραμάτισαν στελέχη του κόμματος από την Ακροναυπλία την 1η Ιουλίου 1941, με τη μεσολάβηση της Βουλγαρικής Πρεσβείας, όπως αναφέρθηκε. Αυτός άλλωστε ήταν και ο κυριώτερος λόγος της αποφυλακίσεώς τους με την υπόδειξη των μελών του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος, όπως ο Γιάννης Ιωαννίδης, που εκρατούντο στο ίδιο στρατόπεδο. Πολλοί από τους απελευθερωθέντες Κομμουνιστές ήσαν Σλαβομακεδόνες από τις επαρχίες κυρίως της Καστοριάς και της Φλωρίνης. Οι Σλαβομακεδόνες αυτοί αναμένονταν να αναζωογονήσουν τον κλονισμένο κομμουνιστικό μηχανισμό της περιοχής, την εγκατάστασή τους όμως στην περιοχή δε συνόδευαν μόνο οι ευχές της ελληνικής κομμουνιστικής ηγεσίας. Οι Έλληνες Κομμουνιστές ηγέτες έδειχναν ενίοτε αδυναμίες σε ζητήματα τακτικής και στρατηγικής, αλλά ασφαλώς δεν ήσαν αφελείς˙ ήσαν σε θέση να εκτιμήσουν ότι το ενδιαφέρον των Βουλγάρων για τους κρατουμένους Σλαβομακεδόνες Κομμουνιστές στην Ακροναυπλία και η απόφασή τους να τους απελευθερώσουν δεν είχαν φιλανθρωπικά κίνητρα. Παρέλκει, λοιπόν, ο σχολιασμός της υποθέσεως, τον οποίο απέφευγαν επιμελώς έκτοτε όλα τα στελέχη του ΚΚΕ που είχαν γνώση του επεισοδίου ή ενεπλάκησαν σε αυτό.

Οι βουλγαρικές αρχές στην Ελλάδα εγνώριζαν ότι απελευθέρωναν Κομμουνιστές Σλαβομακεδόνες, αλλά υπολόγιζαν πως η παρουσία τους στη Δυτική Μακεδονία θα ήταν χρήσιμη και στη Βουλγαρία, όχι μόνο στους Κομμουνιστές της Ελλάδος. Οι απελευθερωθέντες Σλαβομακεδόνες ήσαν βέβαια Κομμουνιστές, αλλά προέρχονταν από περιοχές που αποτελούσαν θυλάκους επιπολάζουσας βουλγαροφιλίας και ήσαν, δυνάμει, δίαυλοι επικοινωνίας με τους βουλγαρόφιλους Σλαβομακεδόνες του τόπου. Δεν είναι γνωστός ο ρόλος αυτών των Σλαβομακεδόνων στη συγκρότηση των κομιτατζηδικών πολιτοφυλακών˙ ίσως οι Βούλγαροι αξιωματικοί σύνδεσμοι τους παρέκαμψαν. Είναι γνωστή η συμβολή τους, ωστόσο, στην προσπάθεια των κομμουνιστικών αντιστασιακών οργανώσεων να προσελκύσουν στις κομμουνιστικές αντιστασιακές οργανώσεις εκατέρωθεν των συνόρων τους «παραπλανηθέντες» από τους κατακτητές Σλαβομακεδόνες. Η προσέλκυση στην ελληνική Δυτική Μακεδονία συντελέσθηκε, τυπικά, διά του ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), το οποίο ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1943 γι’ αυτό το σκοπό, αλλά ουσιαστικά το θέρος και το φθινόπωρο του 1944, εν όψει της αποχωρήσεως των γερμανικών δυνάμεων από την Ελλάδα˙ τότε όμως οι «παραπλανηθέντες» Σλαβομακεδόνες της Ελλάδος προσχώρησαν μαζικά στον «μακεδονισμό» που εκπορευόταν από τη νεοϊδρυθείσα Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Διαβάστε όλο το άρθρο του Καστοριανού καθηγητή Ιστορίας των Νεώτερων Χρόνων στο ΑΠΘ Ιωάννη Κολιόπουλου “Η Μακεδονία στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου” στο Ίδρυμα Μακεδονικού Αγώνα imma.edu.gr

 

 

 

 

Back to top button