Καστοριά

Η Νατάσσα Χρηστίδου συνομιλεί με τη Σμαράγδα Μιχαλιτσιάνου

 

Μια εκ βαθέων συνέντευξη της δικιάς μας Νατάσσας , που χρόνια μας ταξίδευε με τη φωνή της στο Blue Note. Αξίζει να τη διαβάσετε!

Η Νατάσσα Χρηστίδου έχει παραδοθεί στη γοητεία του καλού τραγουδιού.

Μια υπέροχη Θεσσαλονικιά, που δικαιώνει αργά αλλά σταθερά την ύπαρξή της στο χώρο που επέλεξε να υπηρετήσει. Ανεπανάληπτη και μοναχική μοιράζει το ταλέντο της στα τραγούδια που ερμηνεύει και χαίρεται, όταν οι νέοι που την ακολουθούν στις μουσικές σκηνές όπου εμφανίζεται λένε, ότι ακούνε τη φωνή των ονείρων τους.

Με μεγάλη άνεση καλύπτει ένα δημιουργικό εύρος του τραγουδιού φθάνοντας στο μεδούλι των στίχων. Η φωνή της είναι γεμάτη πάθος για ζωή και ασκεί έντονο μαγνητισμό στο ακροατήριό της.

Μια γοητεία που ασκεί και στην κουβέντα μας.

Οι αλεξιπτωτίστριες «τραγουδίστριες» την ζηλεύουν, αλλά δεν μπορούν να πληγώσουν τη μουσική της ευαισθησία γιατί είναι πολύ δυνατή.

Η Νατάσσα Χρηστίδου ανεβαίνει στη σκηνή, τραγουδάει και εξεγείρεται, αγανακτεί, βγάζει λυγμό και στο πρόσωπό της κυλάει ένα δάκρυ, σαν ένα παράπονο που σαρκάζει τις σκοτεινές εποχές που ζούμε. Σκουντάει τις μνήμες του κοινού για να του θυμίσει, ότι  θάρθει κάποτε η μέρα που όλοι οι άνθρωποι θα έχουν μια θέση κάτω από τον ήλιο.

Απολαύστε την.

Κυρία Χρηστίδου είσθε η καθάρια γυναικεία φωνή, το σήμα κατατεθέν στο πολλά υποσχόμενο συγκρότημα με το πρωτότυπο όνομα «Στάχυ»! Πόσο δύσκολο είναι στις μέρες μας για ένα νέο καλλιτέχνη να προωθήσει την δουλειά του;

Κα. Μιχαλιτσιάνου μου δίνετε μια πολύ καλή αφορμή να μιλήσω για τον δίσκο «Στάχυ», αν και ετεροχρονισμένα  μια που το Δεκέμβριο που διανύουμε συμπληρώνονται 13 χρόνια από την κυκλοφορία του. Πριν απαντήσω στο ερώτημα σας,  θα πρέπει να κάνω μια ανασκόπηση στο παρελθόν στο κεφάλαιο που λέγεται «Στάχυ», το οποίο αποτελεί και την πρώτη μου δισκογραφική συμμετοχή στα τραγούδια του συνθέτη και μόνιμου συνεργάτη επί σειρά ετών, Αποστόλη Δημητρακόπουλου. Το «Στάχυ» όταν κυκλοφόρησε έμοιαζε να ταράζει τα νερά της δισκογραφίας τον καιρό εκείνο. Έτυχε ευνοϊκών και σε ορισμένες περιπτώσεις εγκωμιαστικών σχολίων, στον αντίποδα αναπόφευκτα και κάποιες κριτικές εκ του προχείρου, περισσότερο για να διαμορφώσουν μια ψευδή υποτιμητική θέση, χωρίς ουσιαστική μελέτη του δίσκου.

Διαθέτω ένα πλούσιο αρχείο άρθρων σχετικών με την δισκογραφική μας δουλειά, όπως και ένα έντυπο ραδιοτηλεοπτικού σταθμού που δήλωνε το ενδιαφέρον να «προωθήσει» με διαφημιστικά spots για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα, κάτι που έμεινε στο συρτάρι, χωρίς δυστυχώς να έχουμε την δυνατότητα να επηρεάσουμε.

Μια παρέα, λοιπόν, μουσικών με πολλή όρεξη και δημιουργική τρέλα για πάνω από επτά μήνες και πολλές, άπειρες ώρες ηχογραφήσεων και ζυμώσεων, ανέλαβε την πρόκληση υπό την καθοδήγηση του συνθέτη-στιχουργού να δημιουργήσει ένα ηχητικό αποτέλεσμα, που ήταν πολύ πρωτοποριακό για την εποχή του. Και όταν από ιδέα έγινε πραγματικότητα (cd) δεν έλαβε την αναγνώριση που του άξιζε, γιατί απλώς μεταξύ άλλων δεν υπήρχε ο κατάλληλος ατζέντης, ο παραγωγός και απουσίαζε γενικά το μέσο για να γνωστοποιηθεί. Κι όπως γνωρίζουμε σε αυτό τον χώρο, πως αν από την αρχή δεν προωθηθεί, περνά στη λήθη του χρόνου.

Σας απαντώ πως ναι, είναι πολύ δύσκολα για τον εκάστοτε καλλιτέχνη, όταν δεν λαμβάνει την ώθηση και την βοήθεια που του αναλογούν και αναγκάζεται να ακολουθήσει έναν πιο μοναχικό δρόμο, όταν δηλαδή απουσιάζει ένα επιτελείο κατάλληλων ανθρώπων δίπλα σου, παίρνεις τη δουλειά σου από το χέρι και κάθε φορά συστήνεσαι εκ νέου. Δεν αρκεί το αν είναι καλό, πρωτότυπο, ευφάνταστο, ταλαντούχο, χρειάζεται τύχη και υποστήριξη.

Κινείστε ανάμεσα σε «έντεχνες» διαδρομές και διακατεχόμενη παράλληλα από pop-rock ανησυχίες,  όπως εύστοχα έχει σχολιαστεί. Πού ισορροπείτε;

Συνεπής στην μελέτη κριτικών τής τότε εποχής και αυτή η ερώτηση σας, έρχεται να θίξει ένα θέμα «ετικέτας». Οι  ταμπέλες συνήθως δρουν περιοριστικά και ενισχύουν τις εντυπώσεις. Την  εποχή που ανέλαβα να τραγουδήσω τα δέκα, όπως έμελλε, τραγούδια από τα δεκαπέντε του δίσκου, διαφορετικά είδη με στοιχεία jazz, κάποια με  λαϊκότροπες αναφορές, δυναμικά rock αλλά κυρίως ατμοσφαιρικές μπαλάντες, δεν γνώριζα εξ αρχής πως θα ήμουν η κύρια φωνή του δίσκου. Αφέθηκα στην καθοδήγηση του Αποστόλη Δημητρακόπουλου και έδωσα το προσωπικό μου ύφος. Ουσιαστικά το βάπτισμα του πυρός για μένα ήρθε λίγα χρόνια αργότερα, όταν το 2009 στην Καστοριά στο Blue Note μια νεοσύστατη Rock σκηνή της πόλης, χρειάστηκε μια τραγουδίστρια από την Θεσσαλονίκη. Τότε  έδωσα τις εξετάσεις μου,  γιατί κατέληξα να τραγουδώ ξενόγλωσσα τραγούδια και το Blue Note αποτέλεσε  ένα σχολείο για μένα. Ευχαριστώ  τους ανθρώπους που μου έδωσαν αυτήν την ευκαιρία, όπως και την ζωή που μου έκανε αυτό το δώρο. Νομίζω πως μετά από την πολύχρονη εμπειρία μου, το πού ισορροπώ βρίσκει την απάντηση του στο ότι ισορροπεί εκεί που πάλλεται κάθε φορά μουσικά η ψυχή μου, δεν υπάρχουν σύνορα και περιθώρια στην έκφραση.

Η κρίση επηρέασε τη δουλειά σας; Κι αν ναι, έχετε προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα;

Η κρίση αναμφίβολα επηρέασε αρχικά τη δομή στις σχέσεις των ανθρώπων και επεκτάθηκε σε τομείς όπως η εργασία, η φύση, ενώ άλλαξε και ο τρόπος διευθέτησης και παρουσίασης της δικής μας δουλειάς. Η κρίση στη δική μας δουλειά μεταφράζεται ως εξής: κάποιοι χώροι, κυρίως μουσικές σκηνές έκλεισαν, μοιραία κάποιοι άλλοι χώροι για να κρατηθούν μετέβαλαν την αισθητική τους, η προσφορά και η ζήτηση είναι  σε δυσανάλογη τροχιά. Τα bar φιλοξενούν πια σχήματα που εναλλάσσονται και μια που, όπως ανέφερα, αρχικά οι μουσικές σκηνές έκλεισαν, οι μουσικοί αθροίστηκαν πια στα bar και στους χώρους εστίασης. Επιπλέον οι managers «επώνυμων» καλλιτεχνών προσέγγισαν χώρους, κάτι  που προ κρίσης δεν θα το έπρατταν, με αποτέλεσμα οι λιγότερο γνωστοί  να μείνουν εκτός. Το πλαίσιο που κινούμαστε συνεχώς μεταβάλλεται και έτσι καθίσταται πολύ πιο δύσκολο να πει κάποιος πως «ναι προσαρμόστηκα στα νέα δεδομένα».

Εισπράττετε  πολύ αγάπη από τον κόσμο. Πως αισθάνεστε γι’ αυτό;

Η αποδοχή του κόσμου είναι σαν ένας φάρος που σε καθοδηγεί, σου δίνει ώθηση, κίνητρο και δύναμη, ισχυροποιεί την πεποίθηση, πως αυτό που επιχειρείς βρίσκει απήχηση, μοιράζεσαι την τέχνη σου με άλλους που έχουν κοινή αισθητική σε ένα πλαίσιο έξω πια από εσένα ως καλλιτέχνη. Είναι πολύ όμορφο συναίσθημα που όλοι μας το έχουμε ανάγκη και το επιζητούμε.

Έχετε διακριθεί ως πολύ αξιόλογη ερμηνεύτρια κι όμως εσείς κρατάτε πάντα ένα χαμηλό προφίλ, χωρίς να δίνετε δικαιώματα. Επιλογή σας ή τρόπος ζωής;

Ο χαρακτηρισμός χαμηλών τόνων είναι αρκετά παρεξηγήσιμος και προσωπικά μολονότι τον αποδέχομαι θα πρέπει να επισημάνω, πως χαμηλών τόνων χαρακτηρίζεται ένας άνθρωπος που δεν του αρέσει να κινείται με θράσος, που έχει έμφυτη την ευγένεια, είναι διακριτικός, δεν του αρέσουν οι εντάσεις, τελικά τείνει να παραγκωνίζεται και να θεωρείται σχεδόν γραφικός, τότε ειλικρινά παρερμηνεύεται. Στην προσωπική μου ζωή ισχύει, ως  τρόπος ζωής.

Στην σκηνική μου παρουσία θα έλεγα πως ανάλογα με το ύφος και την δυναμική του τραγουδιού που ερμηνεύω υιοθετώ και εξελίσσω μια γκάμα εκφραστικών μέσων που χαρακτηρίζονται μάλλον πολύ έντονα, καθώς όταν ερμηνεύεις υποδύεσαι έναν ρόλο και φυσικά το τραγούδι ενέχει στοιχεία θεατρικά και αυτοσχεδιασμού

 

Ποιοι θα ήταν οι συνθέτες, οι στιχουργοί που θα θέλατε να έχετε συνεργασία στο μέλλον;

Οι συνθέτες και οι στιχουργοί με τους οποίους  θα ήθελα να είχα την δυνατότητα και τη χαρά της συνεργασίας μαζί τους και  που θαυμάζω για το σύνολο της γραφής τους είναι: ο Κώστας Τριπολίτης, ο Θοδωρής Γκόνης, ο Παρασκευάς Καρασούλος, ο Θανάσης Αβραμίδης, ο Κώστας Ντόλκος, ο Νίκος Μωραΐτης, η Νατάσσα Μεσσήνη, ο Μιχάλης Γκανάς, η Μυρτώ Κοντοβά, ο Μιχάλης Κουμπιός, ο Νίκος Ζούδιαρης και συνθέτες όπως ο Δήμος Μούτσης, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιάννης Γλέζος, ο Χρήστος Λεοντής, ο Νότης Μαυρουδής, ο Ορφέας Περίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Γιώργος Ανδρέου, ο Γιώργος Καζαντζής, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Γιώργος Ζήκας και μια πληθώρα εξίσου αξιόλογων δημιουργών που εκτιμώ.

Μιλήστε μας λίγο για εσάς, τις μουσικές σας σπουδές, τον ελεύθερο χρόνο σας;

Η ζωή μου ήταν πάντα γεμάτη από ήχους και κίνηση, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου το θέατρο και η μουσική ήταν η καθημερινότητα, με δύο θείους μουσικούς της εποχής του Νέου Κύματος. Είχα κλίση ούτως ή άλλως από μικρή στο τραγούδι, σπούδασα κλασικό τραγούδι με δάσκαλο τον Αθανάσιο Αραμπατζή, δύο χρόνια στο τμήμα jazz με την Βίκυ Αλμαζίδου, παρακολούθησα workshops στο Μουσικό Χωριό  με την Μαρία Θωίδου και τον Νίκο Κυπουργό. Από έφηβη υπήρξα μέλος στο Μουσικό τμήμα του Δήμου Συκεών της Θεσσαλονίκης όπου και διαμένω.

Το 1999  εμφανίζομαι  στη Μπουάτ Μελωδία. Ακολούθησε  για αρκετά χρόνια η συνεργασία μου σε συναυλίες με τον Γιώργο Καζαντζή και το σχήμα Ντελάδηδες (2008-2010). Ήταν μια ευτυχισμένη περίοδος, όπως και η παραμονή μου στην Καστοριά και η συμμετοχή μου στην Blue Note Band (2009-2012).  Παράλληλα εμφανίστηκα και σε πολλές άλλες μουσικές σκηνές, συναυλίες, με εξέχοντες μουσικούς και ευρεία αποδοχή, τόσο στη Θεσσαλονίκη όπως και σε άλλες πόλεις στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό.

Με ποια μουσικά πρότυπα μεγαλώσατε;

Μεγάλωσα με πολλά ηχοχρώματα και όλα αυτά μοιραία καταγράφηκαν και έδωσαν χώρο αργότερα στη μουσική μου κατεύθυνση.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά την καθημερινή πράξη ιεροτελεστίας όταν στο  φορητό κασετόφωνο δίπλα στο κομοδίνο μου πατούσα το play και βυθιζόμουν στο άκουσμα του «Κόκκινου Τριαντάφυλλου» σε στίχους και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Τι βαθιά συγκίνηση κάθε φορά, το άκουγα με κατάνυξη, δάκρυζα και αποκαμωμένη κοιμόμουν με εικόνες, που το παιδικό μου μυαλό πυροδοτούσε για αυτό τον άγνωστο ήρωα που περιέγραφε το τραγούδι! Πολύ αργότερα θα διάβαζα και θα μάθαινα πως το τραγούδι το 1976 γράφτηκε για τον Αλέκο Παναγούλη.

Τα μικρά 45άρια στο πικ –απ και τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου, του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά και εκπομπές στην τηλεόραση που για πρώτη φορά θα έβλεπα και θα με ταξίδευαν από τον Leo Ferre μέχρι τον Bob Dylan, την Joan Baez, τους Ten Years After, τους Kinks, τους Beatles. Αυτά  τα ακούσματα τα χρωστώ στον Χρήστο Λεττονό, φίλο των θείων μου, ο οποίος  με μυούσε στο  θέατρο με έναν τρόπο που θα τον περιέγραφα ισότιμο: έτσι με αντιμετώπιζε και  τον θυμάμαι με πολλή αγάπη.

Το Νέο Κύμα, σημαντικό κομμάτι και μετέπειτα σημείο αναφοράς και χαράς ανέλπιστα μεγάλης. Όταν δε γνώρισα κατ’ ιδίαν τον Λάκη Παππά, τον Γιώργο Ζωγράφο, τον Θανάση Γκαϊφύλια, που μου τους σύστησε ο Αποστόλης Δημητρακόπουλος, ενισχύθηκε η εκτίμησή μου για τους εκφραστές του Νέου Κύματος. Μάλιστα, για την ιστορία, ο Λάκης Παππάς ήταν  ο πρώτος του δάσκαλος στην κιθάρα και έχω μια πολύ τρυφερή ιστορία να αναπολώ για το πώς το ήθος μερικών ανθρώπων είναι εφάμιλλο του ταλέντου τους. μου επιτρέπετε να σας την διηγηθώ…

«Προσκεκλημένος το 2000 ο Λάκης Παππάς, η αισθαντική φωνή των παιδικών μου χρόνων, βρίσκεται επιτέλους στη Μπουάτ Μελωδία στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης. Με την φωνή τρεμάμενη ξεκινώ πρώτη το πρόγραμμα για να ακολουθήσει  σε λίγο ο τιμώμενος καλλιτέχνης. Ο κόσμος αδημονεί δικαίως, έχει έρθει για να ακούσει τον ερμηνευτή του Ματωμένου Γάμου και των προσωπικών του τραγουδιών, σχεδόν με αγνοούν και το τρακ μου γίνεται αφόρητο, παλεύω να κρατηθώ, για  να μη λιποθυμήσω. Με έναν αέρινο τρόπο και με σταθερή φωνή μου ζητά με ευγένεια να του δώσω το μικρόφωνο. Οι λέξεις του στρωτές και αιθέριες: «σας παρακαλώ», ακούστηκε να λέει, «ας δώσουμε στη Νατάσσα τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με την όμορφη φωνή της και να της χαρίσουμε την σιωπή μας και την προσοχή μας, σας ευχαριστώ». Εγώ  σας ευχαριστώ κύριε Λάκη Παππά για τα μαθήματα ήθους. Αυτά είναι στιγμές-κειμήλια και τα κρατώ στην ψυχή μου για να την ομορφαίνουν και να την εμψυχώνουν.

Μπορεί ένας καλλιτέχνης να αφυπνίσει συνειδήσεις μέσα από τη δουλειά του;

Το απώτερο ζητούμενο, για έναν καλλιτέχνη είναι και αυτό, για να πω καλύτερα είναι κυρίως αυτό. Το αν το καταφέρνει τους χαλεπούς αυτούς καιρούς είναι ένα ζήτημα. Τουλάχιστον το επιχειρεί και θα ήταν καλό να εμμένει. Ένας καλλιτέχνης που αφουγκράζεται, που πληγώνεται και αντιδρά από την πραγματικότητα του, παίρνει θέση, μεταβάλλεται μέσω της τέχνης του, φιλτράρει και κοινωνεί τις ανησυχίες, τη βαθιά του εσωτερικότητα για να δώσει στους αποδέκτες του ερεθίσματα

Τέχνη, Ανθρωπισμός: Πώς συνδέεται αυτό το δίπτυχο;

Η τέχνη είναι μία ανώτερη πνευματική δημιουργία, αποτελεί το όχημα που οδηγεί τον άνθρωπο στη συναισθηματική πληρότητα, πέρα από τον εαυτό του, σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσει και να μοιραστεί ό,τι πιο όμορφο κρύβει μέσα του. Αυτή η διαδικασία της προσέγγισης του «άλλου» μέσω της τέχνης είναι συνάμα και η γνήσια έκφραση του ανθρωπισμού. Ο καλλιτέχνης προσφέρει στον «άλλον», επικοινωνεί μαζί του, αναπτύσσει αμφίδρομη σχέση, βιώνει σε υπέρτατο βαθμό την ικανοποίηση της αναγνώρισης, της προσφοράς. Η τέχνη σε μια εποχή που επικρατεί ο ατομικισμός και η ιδιοτέλεια είναι ίσως το μοναδικό μέσο λύτρωσης και καταξίωσης του ανθρώπου.

Τί θα λέγατε στους νέους που αφήνουν την πατρίδα και μεταναστεύουν στο εξωτερικό, γιατί εδώ δεν έχουν μέλλον;

Η μετανάστευση ήταν και θα είναι ένα τεράστιο θέμα για την χώρα μας. Η μορφή του φαινομένου στις μέρες μας, οι νέοι να συνεχίζουν μαζικά την φυγή τους σε άλλες χώρες αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο με κύριο λόγο τις σπουδές και την εργασία, με βρίσκει σύμφωνη. Τους εύχομαι τα καλύτερα: να μπορέσουν να βρουν τις κατάλληλες συνθήκες που θα τους βοηθήσουν να επιτύχουν τους στόχους, να πραγματοποιήσουν τα όνειρα τους, με την σκέψη πάντα στραμμένη στην αρχική τους αφετηρία, την πατρίδα τους. Είθε, εάν και όταν τα πράγματα στη χώρα μας βελτιωθούν, να γυρίσουν πίσω, μόνιμα!!!

Με ποιο τραγούδι θα περιγράφατε την εποχή που ζούμε;

Το τραγούδι που θα επέλεγα και που είναι αντιπροσωπευτικό της εποχής μας- θα μπορούσα να αναφέρω κι άλλα, ωστόσο θα προτείνω ένα και θα παρακαλέσω να το  ακούσετε- είναι το τραγούδι με τίτλο: «Πίσω απ’ την μαύρη τη γραμμή»,  από τη δεύτερη κατά σειρά δισκογραφική μας κατάθεση, «Δεύτερη Ευχή»,  σε στίχους και μουσική του Αποστόλη Δημητρακόπουλου, ένα τραγούδι που περιγράφει την εποχή μας.

Σας πληγώνουν τα τραγούδια που μιλάνε για παλιές αγάπες;

Υπάρχουν πολλά τραγούδια που η θεματική τους με κάνουν να νιώθω ευσυγκίνητη και ιδιαιτέρως μελαγχολική, τραγούδια που μιλάν για αγάπες, τραγούδια που με κάνουν να αναπολώ το πρωταρχικό συναίσθημα. Αυτό που πραγματικά με πληγώνει είναι  όταν ξεθωριάζουν οι σχέσεις των ανθρώπων όπως ζούμε σήμερα.

Τι θα λέγατε πως είναι αυτό που τελικά αξίζει στη ζωή;

Χωρίς καν να το σκεφτώ έτσι αυθόρμητα, πρεσβεύω πως απλές μορφές όπως μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα χαμόγελο, είναι δώρα πολύτιμα, ανεκτίμητης αξίας όπως και η αγάπη και η ενσυναίσθηση και αυτή η ρομαντική έμφυτη διάθεση που με διέπει, πως όλα όταν γίνονται με αγάπη και με σκοπό να μοιράζονται ανάμεσα στους ανθρώπους, πετυχαίνουν. Να παραμένουμε άνθρωποι ουσιαστικά και αδιάλειπτα με συλλογικότητα και μοίρασμα. «Λίγη χαρά και ικανοποίησις, να μένει» που έγραψε ο ποιητής  Κωνσταντίνος Γ. Καρυωτάκης.

Τί έκπληξη μας επιφυλάσσετε;

Αν και θα αποκαλύψω την έκπληξη, θα προσπαθήσω να δώσω ορισμένα στοιχεία. Η ιδέα γεννήθηκε όταν το περασμένο καλοκαίρι είχε γίνει μια συναυλία προς τιμήν του Μίκη Θεοδωράκη και εξέφρασα θυμάμαι στον συνεργάτη και πολύ καλό φίλο Αποστόλη Δημητρακόπουλο την επιθυμία μου την κρυφή: «τι καλά να ήμασταν και εμείς σε αυτή την συναυλία, να αφιερώσουμε ένα τραγούδι στον Μίκη». Υπάρχουν  στην μεταξύ μας συνεργασία πολλά τραγούδια από αυτά που δεν έχουν τραγουδηθεί αρκετά, το ρεπερτόριο μας είναι διανθισμένο με πολλά.

Μάλιστα, πολλά χρόνια πριν ο Αποστόλης σε μια πολύ όμορφη διασκευή μου είχε θυμίσει σαν ρετουσάρισμα μνήμης ένα από αυτά, του Μίκη Θεοδωράκη. Μια σπουδή λοιπόν έχει ξεκινήσει να ηχογραφείται στο studio Cue του φίλου μας Γιάννη Μαυρίδη σε όχι τόσο γνωστά τραγούδια. Με χαρά θα τα μοιραστούμε, όταν θα είναι έτοιμα και, γιατί όχι, η επιθυμία είναι πάντα επιθυμία να φτάσουν και στον ίδιο τον δημιουργό τους. Παράλληλα ηχογραφούμε κάποια τραγούδια από την συνεργασία του Α. Δημητρακόπουλου και του Γιώργου Τσιτσά .

Ποια επιθυμία σας θέλετε να πραγματοποιηθεί;

Σας ευχαριστώ για την όμορφη συνομιλία μας. Επί τη ευκαιρία θα ήθελα εκ βαθέων να μοιραστώ και μια επιθυμία και επιδίωξη προσωπική θα ήθελα πολύ να γίνει πραγματικότητα το να τραγουδήσω εγώ και οι συνεργάτες μου, σε κάποιον χώρο στην Αθήνα, όσες φορές έμοιαζε να πραγματοποιείται, κάτι γινόταν και αναβαλλόταν. Θα ήταν ευχής έργον για εμένα που αγαπώ το πάλαι ποτέ «Νέο Κύμα» να βρεθώ σε έναν από τους εναπομείναντες χώρους της ιστορικής Πλάκας στην Αθήνα.

 

intownpost.com

Back to top button