Το εθιμικό δρώμενο των Μωμόγερων, ένα από τα καρναβαλικά δρώμενα του δωδεκαημέρου ξεκινά την επόμενη των Χριστουγέννων και διαρκεί έως και λίγο μετά τα Φώτα. Πραγματοποιείται σε οκτώ δημοτικά διαμερίσματα της Κοζάνης, Τετράλοφος, Άγιος Δημήτριος, Αλωνάκια, Σκήτη, Πρωτοχώρι, Κομνηνά, Ασβεστόπετρα, Καρυοχώρι και συνδέεται με την ισχυρή παράδοση που κράτησαν ζωντανή οι πρόσφυγες από ορισμένες περιοχές του Πόντου.
Ο θεός Μώμος κατά την Αρχαιότητα ήταν ο θεός του γέλιου, του σαρκασμού και της σάτιρας και συνδεόταν με τις γιορτές που ήταν αφιερωμένες στον Διόνυσο. Από εκεί προέρχεται και η αρχική ετυμολογία της λέξης «Μωμόγεροι» ή «Μωμόεροι» ή και «Μωμογέρια», που αποτελούσαν τους ακολούθους του Μώμου και τον συνόδευαν χορεύοντας, τραγουδώντας και σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις.
Οι χορευτικοί θίασοι των Μωμόγερων αποτελούνται από μια συγκροτημένη ομάδα νεαρών ώριμων παλικαριών που είναι οι χορευτές ντυμένοι με τις παραδοσιακές τους στολές όπου πειθαρχούν στις εντολές και εκτελούν παραγγέλματα του αρχηγού της ομάδας. Επίσης τη νύφη και τον διάβολο ή κάποιαν ντυμένο ως γέρο που κατά την διάρκεια του δρώμενου θα προσπαθήσει να κλέψει τη νύφη. Το κλέψιμο της νύφης είναι κοινό σε όλους τους θιάσους και τις παραλλαγές του εθίμου και συμβολίζει, όπως λέγεται, την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Το περιεχόμενο των παραστάσεων του θιάσου είναι κατά κανόνα κωμικό και ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να λάβει και κοινωνικές διαστάσεις.
Συνοδεία της ποντιακής λύρας οι Μωμόγεροι γυρίζουν όλες τις γειτονιές του χωριού, χορεύουν και τραγουδούν στο σπίτι κάθε νοικοκύρη με ευχές για τη νέα χρονιά. Το έθιμο μπορεί να διαρκέσει μέχρι και τρεις ημέρες και ολοκληρώνεται αφού τα Μωμογέρια περάσουν από όλα τα σπίτια του χωριού.
Το εθιμικό δρώμενο των Μωμόγερων είναι εγγεγραμμένο στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας (ΟΥΝΕΣΚΟ).
Τα Ρουγκατσάρια
Το ίδιο βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου στα περισσότερα ορεινά χωριά της Κοζάνης, και των Γρεβενών αναβιώνουν τα «Ρουγκατσάρια». Οι νέοι του χωριού, ντυμένοι με τις παραδοσιακές τους στολές, άλλοι μεταμφιεσμένοι φορώντας προβιές και κεφάλια ζώων, άλλοι με αυτοσχέδιες μάσκες αλλά με κεντρικό πρόσωπο την «μπούλα» που είναι άντρας μεταμφιεσμένος σε νύφη και τον «ρογκατσιάρη» δηλαδή τον αράπη, περνούν από όλα τα σπίτια πίνοντας και χορεύοντας και ανταλλάσσοντας ευχές και πειράγματα με τους οικοδεσπότες.
Ο «ρογκατσιάρης» έχει μαύρο πρόσωπο από το φούμο, καμπούρα και είναι ζωσμένος στη μέση και την πλάτη του με κυπροκούδουνα από τα γιδοπρόβατα. Στα χέρια του κρατά ένα ρόπαλο, σαν όπλο και μ’ αυτό υπερασπίζεται την «μπούλα», την οποία καθ’όλη την διάρκεια της βραδιάς έως και την άλλη μέρα το πρωί, κάποιοι προσπαθούν να κλέψουν. Ο ρογκατσάρης συνοδευμένος από την υπόλοιπη ομάδα δεν περνά απαρατήρητος. Ζωσμένος όπως είναι με τα κυπροκούδουνα τρέχει, χορεύει, προσπαθώντας να κάνει όσο το δυνατό περισσότερο θόρυβο, για να εξαφανιστούν όπως λένε οι καλικάντζαροι.
Στο τέλος προς το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς και αφού έχουν ευχηθεί σε όλα τα σπίτια, τα ρουγκατσάρια μαζεύονται στην κεντρική πλατεία και συνοδεία τοπικές μπάντες με χάλκινα νταούλια και ζουρνάδες στήνουν ένα τρικούβερτο γλέντι.
Τα «Ρουγκατσάρια» έχουν τις ρίζες τους στα χειμερινά Διονύσια και στα Ρωμαϊκά Σατουρνάλια και με ορισμένες παραλλαγές στο πέρασμα του χρόνου κατάφεραν να φτάσουν έως τις μέρες μας. Το πνεύμα και το χρώμα του εθίμου διατηρείται ακόμη ζωντανό και αλώβητο στα χωριά της Κοζάνης των Γρεβενών και σε λίγες περιοχές της Καστοριάς και λαμβάνει χώρα ανεξάρτητα από τις θερμοκρασίες και ειδικά την χιονόπτωση που είναι σύνηθες φαινόμενο για την εποχή.
ΑΠΕ