Το κρυφό πάθος της Πηνελόπης Δέλτα για τον Ίωνα Δραγούμη
Ο βαρδάρης δαιμονισμένα σαρώνει την Παπάφη, σηκώνω το γιακά από το μπουφάν ψηλά, από μέρες είχα αποφασίσει πως όταν βρεθώ στην μεγάλη πόλη θα πάω στο θέατρο, αλλά αυτό το κρύο με κάνει να αναθεωρώ. Δεν είμαι σίγουρος αν πράττω σωστά. Κατεβαίνοντας στο δρόμο, με τον αέρα να σαρώνει στο πέρασμα του και να θερίζει κάθε ψυχή που τολμά να ξεμυτίσει, αρχίζω να κάνω δεύτερες σκέψεις. Όμως, όμως τέτοιες ευκαιρίες δεν χάνονται! Αναριγώ αλλά υπομονετικά περιμένω, μέχρι που εμφανίζεται ένα ταξί και ολοταχώς για το Αριστοτέλειο, στην Εθνικής αμύνης, περνάω την είσοδο και… οι απογοητεύσεις συνεχίζονται. Τεράστια ουρά, τελευταία παράσταση, τα εισιτήρια μοιάζουν ελάχιστα. Αρχίζω να αγωνιώ, θα προλάβουμε; Είναι και αυτή η γυναίκα (ο γνωστός ελληναράς, γένους θηλυκού αυτή τη φορά) που παρεισφρέει από μια γωνιά, παρακάμπτοντας τη σειρά… μια ζωή τα ίδια. Και ενώ δυσανασχετώ, σταδιακά, όλα τριγύρω αλλάζουν. Παίρνω δυο από τα τελευταία εισιτήρια, μπαίνω στον χώρο του θεάτρου και εντυπωσιάζομαι, είμαι στην τελευταία σειρά, στον εξώστη, ουδόλως μ΄ ενδιαφέρει, ομολογώ πως θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Η θέαση είναι καλή, και εγώ βολεύομαι μια χαρά. Ανοίγει η αυλαία. Διάσπαρτα λουλούδια, ολάνθιστη σκηνή, ντεκόρ για ένα σανατόριο που φιλοξενεί στους κήπους του, στους κόλπους του, μια σπουδαία γυναίκα, μια ερωτευμένη γυναίκα. Ή μάλλον δύο! Δυο γυναίκες, δυο εποχές. Η Πηνελόπη Δέλτα σε δυο εκδοχές της, η μία στην ηλικία των τριάντα και κάτι, τότε που την καρδιά της σφυροκοπούν του έρωτα τα φλογερά τα βόλια, και μία δεύτερη, ώριμη, γερασμένη, που την ορμηνεύουν οι δαίμονες του μυαλού, που χορεύουν του λησμονημένου έρωτα τους χορούς αλλά και της πικρίας τον πόνο, Και ο συνδετικός κρίκος; Ποιος άλλος, ο μεγάλος πολιτικός και σπουδαίος διπλωμάτης, ο συντοπίτης μου, Ίωνας Δραγούμης. Και τότε αρχίζει ο καταιγισμός των διλλημάτων και των προβληματισμών: Που όλοι τους περιστρέφονται γύρω από το προαιώνιο ζήτημα που τόσο βασανίζει τους ανθρώπους.
«Σε θέλω!» φωνάζει με κάθε τρόπο και με φωνή που κάνει το ακροατήριο να σιωπά, ο Ίωννας.
«Εγώ ακόμα πιο πολύ», ανταπαντά διαρκώς, η Πηνελόπη, με φωνή διαπεραστική, χρησιμοποιώντας κάθε λέξη που διαθέτει η πλούσια ελληνική γλώσσα. Και εκεί, στο κρεσέντο των επιθυμιών, της φλόγας του έρωτα που κατακλύζει, έρχεται η φωνή της συνείδησης και βάζει φραγμούς.
«Είσαι παντρεμένη! Τα παιδιά σου δεν τα σκέφτεσαι;» Ο σύζυγος που αγαπά, αλλά όχι σαν άντρα, ίσως σαν φίλο, σαν αδερφό… με τις ιαχές του, τριβελίζει το άρρωστο μυαλό της, κλονίζεται! «Αν μας πάρει κανένα μάτι; Αν μας δει κανένας γνωστός;» Ρωτάει και γυροφέρνει το κεφάλι.
Και τότε μιλάει ο πολιτικός, ο χαρισματικός διπλωμάτης που όμως υποφέρει από την μάστιγα που κατατρέχει τις πονεμένες καρδιές. «Παράτησε τα όλα και έλα μαζί μου! Φεύγω για την Κωνσταντινούπολη αύριο, έλα μαζί μου…έλα!»
Ο κόσμος κρέμεται από τα χείλη της, περιμένει το πολυπόθητο ναι (κι ας ξέρει πως δεν θα έρθει ποτέ)!
«Δεν μπορώ, αγάπη μου. Τα παιδιά μου…»
Και τότε…τότε πετάει το γλυκό πουλί της νιότης. Και τότε είναι που οι καρδιές χτυπάνε δυνατά, μα δεν είναι από φτερουγίσματα ανεμελιάς και ευτυχίας, είναι από πικρία και πόνο. Και αυτό που θυελλώδη είναι, μένει τελικά ανεκπλήρωτο…τι κρίμα!
Τότε είναι που και εγώ συνειδητοποιώ πως έχω γείρει μπροστά και από την αγωνιά δεν κλείνω ούτε βλέφαρο. Κάνω πίσω το σώμα, απογοητευμένος. Πως μπορείς να γυρίζεις την πλάτη στον έρωτα;
Τα χρόνια περνούν, ο Ίωνας χάθηκε, μια φορά, τότε, το 1908, και μια ακόμα με τον θάνατο του, το 20…όμως νεκρός είναι κάποιος μόνο όταν τον ξεχνούν οι άνθρωποι που τον αγαπούν. Και η Πηνελόπη δεν τον ξέχασε ποτέ! Μέχρι την τελευταία της στιγμή. Το εξομολογείται στον γιατρό της, στην καμαριέρα της που είναι το φάντασμα που γυρνοβολάει αρρωστημένα στο νου της και την ρωτάει διαρκώς αν μπήκαν στην Αθήνα οι Γερμανοί.
Οι κινήσεις τους τόσο παραστατικές, σε παρασύρουν στην πλοκή και σε φέρνουν με τρόπο μαγικό δίπλα τους, να αισθάνεσαι κάθε έγνοια και κάθε συναίσθημα τους. Η σκηνοθεσία του Κώστα Γάκη είναι τόσο έξοχη που νιώθεις πως τρέχει με ταχύτητα και δεξιοτεχνία κινηματογραφική.
Όμως θέατρο είναι πρωτίστως οι ηθοποιοί. Και εδώ ο Τάσος Νούσιας (Ίωνας Δραγούμης) που με εντυπωσίασε και στην ταινία: Δεμένη κόκκινη κλωστή, μας δείχνει τον καλύτερο εαυτό του και δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας. Το ύφος του το τραχύ, η ιδιάζουσα φωνή του, η βραχνή, αρμόζει σε διπλωμάτη, αλλά το βλέμμα του, το απλανές, σε λόγιο που μαγεύεται από τα θέλγητρα μιας γυναίκας που τον ποθεί μα δεν μπορεί να τον έχει.
Η πολυβραβευμένη Μπέτυ Λιβανού εκπληκτική, αφήνει έντονα το στίγμα της, είναι μια μαυροφορεμένη, ώριμη γυναίκα που έχει τον λυρισμό μέσα της, που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον υπαρκτό κόσμο που βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής, λόγω της ναζιστικής εισβολής στην Αθήνα, και τον δικό της, τον φανταστικό, που κυρίαρχος είναι ο άντρας που τόσο πολύ αγάπησε αλλά ποτέ δεν απέκτησε ολοκληρωτικά. Με διαταραγμένα τα λογικά, προετοιμάζεται να προβεί στο απονενοημένο διάβημα.
Η μικρή Πηνελόπη Δέλτα, η λευκοντυμένη Μαρία Παπαφωτίου, η δροσοσταλίδα της παράστασης, η καλαμιά που ταλανίζεται από τους Αιόλου όχι τους ανέμους αλλά τα συναισθήματα, δεν υστερεί σε τίποτα, υποδύεται μοναδικά την γυναίκα που ερωτοτροπεί, που διχάζεται, που άγεται και φέρεται από τον διασαλευμένο εσωτερικό της κόσμο.
Η παράσταση έχει αναφορές στο έργο της Πηνελόπη Δέλτα (Τρελαντώνης, Τα μυστικά του βάλτου), στον μακεδονικό αγώνα, στην επικείμενη κατοχή της πόλης, αλλά δεν αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της, είναι εναρμονισμένα αριστοτεχνικά.
Το χειροκρότημα στο τέλος, στην κατάμεστη αίθουσα, από όλους τους θεατές, είναι το μεγαλύτερο βραβείο για τους ηθοποιούς. Τα χέρια πονάνε, οι ψυχές ευφραίνουν…
Το έργο είναι μια διασκευή του βραβευμένου βιβλίου, Ιστορία χωρίς όνομα, του συγγραφέα, Στέφανου Δάνδολου.