ΕκδηλώσειςΚαστοριάΠρόσωπα

Λουκάς Σαμαράς στην «Καθημερινή»: Είχα μαγικές στιγμές στη ζωή μου

«Το βλέπεις αυτό; Δέκα χρόνια μετά αυτή τη φωτογραφία, το 1947, η γιαγιά μου πέθανε από μια βόμβα που έριξαν στο σπίτι μας, στην Καστοριά, στον Εμφύλιο»

Του Σάκη Ιωαννίδη

«Όταν γεράσεις αλλά ακόμη καταλαβαίνεις τι γίνεται, μπορεί να έχεις ένα αίσθημα ολοκληρωτικής απόλαυσης μέσα στη μέρα· σε εμένα συμβαίνει όταν δουλεύω, που πάει κατά διαόλου όταν έρχεται η ώρα του ύπνου», λέει ο Λουκάς Σαμαράς.

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, μια νέα γυναίκα φοράει ένα φόρεμα από τη Γαλλία. Δίπλα της στέκεται μια ηλικιωμένη με καλυμμένα τα μαλλιά της, όπως συνηθιζόταν στην ελληνική επαρχία τη δεκαετία του ’30. «Και το παχουλό παιδί στη μέση είμαι εγώ», μου λέει γελώντας ο Λουκάς Σαμαράς. Στην εικόνα της γιαγιάς του έχει προσθέσει ψηφιακά μια μικρή τελεία. «Το βλέπεις αυτό; Δέκα χρόνια μετά αυτή τη φωτογραφία, το 1947, η γιαγιά μου πέθανε από μια βόμβα που έριξαν στο σπίτι μας, στην Καστοριά, στον Εμφύλιο», λέει.

Είχα διαβάσει την ιστορία της οικογένειάς του και το πώς έφυγαν από την Καστοριά για την Αμερική και το Νιου Τζέρσεϊ στην εκπνοή του Εμφυλίου. Η γιαγιά του πέθανε από τα τραύματα που της προκάλεσε εκείνη η βόμβα μέσα σε έξι ημέρες. Ο Σαμαράς ήταν τότε ένα αγόρι 11 ετών. Σε μιαν άλλη φωτογραφία κοιτάζει τον φακό με ένα βλέμμα διαφορετικό, προβληματισμένο, ενώ οι γύρω του χαμογελούν. Ενιωσε μια ικανοποίηση, λέει, όταν ανακάλυψε αυτό το βλέμμα στον νεαρό εαυτό του.

Κοιτάζω τον άνδρα που κάθεται δίπλα μου και προσπαθώ να τραβήξω νοητές γραμμές με το αγόρι στη φωτογραφία. Τα αραιά μακριά λευκά μαλλιά του και η γενειάδα του, η λεπτή, σχεδόν μοναστική, φιγούρα του, τα φαρδιά σκούρα ρούχα δημιουργούν μια εικόνα υποβλητική. Ο Σαμαράς επιβάλλεται στον χώρο και τα εξεταστικά του μάτια πίσω από τα μαύρα κοκάλινα γυαλιά δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για παρερμηνείες. Γνώριζα πως από τη στιγμή που θα γίνω δεκτός στο διαμέρισμά του, στον 62ο όροφο ενός ουρανοξύστη στην καρδιά του Μανχάταν, θα προκαλούσα την τύχη μου αν έκανα όχι τη λάθος, αλλά την άστοχη ερώτηση που θα είχε μια προφανή απάντηση. Και φυσικά, δεν την απέφυγα.

Στις επτά δεκαετίες που μεσολάβησαν από τη φωτογραφία της Καστοριάς, ο Λουκάς Σαμαράς διέγραψε μια διεθνή πορεία στα εικαστικά, στη γλυπτική και στη φωτογραφία, με διακρίσεις και εκθέσεις στα πιο σημαντικά μουσεία. Αφορμή για τη συνάντησή μας, ένα κρύο, βροχερό απόγευμα του περασμένου Οκτωβρίου, ήταν η νέα του έκθεση στην γκαλερί Pace «Me, Myself and…», στην οποία παρουσιάζει μια σειρά αυτοβιογραφικών συνθέσεων με τον ίδιο σε διάφορες χρονικές περιόδους της ζωής του, τους γονείς και τα ξαδέλφια του, σε ένα κολάζ με ψηφιακά επεξεργασμένες εικόνες του αγαπημένου του Σέντραλ Παρκ. «Είναι σαν να παρουσιάζω ένα βιβλίο», άρχισε να λέει καθισμένος μπροστά από τον υπολογιστή του ανοίγοντάς μου τα κεφάλαια της ζωής του.

«Ενα άλμπουμ με φωτογραφίες από την Ελλάδα ήταν από τα πιο σημαντικά πράγματα που φέραμε εδώ μαζί μας, τουλάχιστον για μένα. Στην έκθεση παίρνω μερικές από τις εικόνες που έχω φτιάξει και τις συνδυάζω με οικογενειακές φωτογραφίες, οπότε ο θεατής βλέπει την καλλιτεχνική δουλειά, αλλά και κάτι ακόμη πιο σπάνιο, τη βιολογική συνέχεια του καλλιτέχνη», λέει.

Μπροστά από τα μάτια μου περνούν εικόνες με τον Σαμαρά νεαρό, μια ανέμελη μέρα στη λίμνη της Καστοριάς, ξαδέλφια και θείες, η πρώτη του μέρα στο κολέγιο, ένα πορτρέτο που έστειλε στον Ελία Καζάν για την ταινία «Αμέρικα – Αμέρικα», τα αυτοπορτρέτα που δημιούργησε αργότερα, η φύση του Σέντραλ Παρκ, ψυχεδελικά, μαγικά, χρώματα, ο ίδιος γυμνός και ξέγνοιαστος στο μέγεθος εντόμου ή πουλιού, σαν να παίζει με το κοινό. Ο ίδιος παρεμβαίνει ψηφιακά σε όλες τις εικόνες, άλλοτε πολύ άλλοτε λίγο. «Αυτή είναι η μαγεία της νέας δουλειάς· είναι ζωγραφική όσο και φωτογραφία», σημειώνει.

Η ανασκόπηση του παρελθόντος είναι ένας τρόπος για να συμφιλιωθεί μαζί του, τον ρωτώ. «Κάπως έτσι είναι, επειδή ακόμη κι αν αντιπαθείς μερικούς ανθρώπους, μπορεί πάλι να τους συμπαθείς έπειτα από 10 ή 20 χρόνια», λέει και διστακτικά τον ρωτώ εάν τον απασχολεί η θνητότητα και η φθορά του χρόνου. Αφοπλιστικά απαντά ότι όταν γίνεσαι 80, ο θάνατος είναι κάτι που σκέφτεσαι καθημερινά. «Οταν γεράσεις αλλά ακόμη καταλαβαίνεις τι γίνεται, μπορεί να έχεις ένα αίσθημα ολοκληρωτικής απόλαυσης μέσα στη μέρα· σε εμένα συμβαίνει όταν δουλεύω, που πάει κατά διαόλου όταν έρχεται η ώρα του ύπνου. Επίσης, μπορείς να δεις όλη τη ζωή σου. Ο πατέρας μου έλεγε συνεχώς την ίδια ιστορία σε όλη του τη ζωή, ενώ εγώ έχω τουλάχιστον 20 κεφάλαια. Μου αρέσει ακόμη που διάλεξα μονοπάτια που άλλοι απέρριψαν, αλλά σκέφτομαι ότι ήταν ο δικός μου κόσμος, η δική μου εποχή, δεν ήταν πάντα εύκολη αλλά μου αρέσει».

Είναι τα μικροπράγματα που τον κάνουν ευτυχισμένο στην καθημερινότητά του και η ησυχία. «Λιγότεροι άνθρωποι τριγύρω, λιγότεροι καβγάδες», λέει αλλά  μοναχικότητα δεν σημαίνει μοναξιά. «Αυτή είναι η ομορφιά. Υπάρχω εγώ και όλοι γύρω μου είναι δικοί μου. Περπατάω στον δρόμο και οι άνθρωποι είναι δικοί μου. Είναι δικές μου δημιουργίες. Οι δρόμοι είναι δικοί μου, το φαγητό είναι δικό μου. Δεν χρειάζεται να μαλώνω με κάποιον για την υπόλοιπη ζωή μου. Και η ιδέα να έχω παιδιά, η σκέψη ότι μπορεί να είχαν τη ζωή που έκανα, όχι, δεν το θέλω αυτό και αν είναι χειρότερα θα βασανιζόμουν. Γιατί μου επιτίθεται αυτό το παιδί; Και θα μαλώνω μαζί του για την υπόλοιπη ζωή μου».

«Μαλώνατε με τον πατέρα σας;» ρωτώ. «Ναι, ήταν ευτυχισμένος που έφυγα, ήμουν ευτυχισμένος που έφυγε. Αυτό είναι το πρόβλημα με τους πατεράδες. Εχεις έναν πατέρα, αλλά υπάρχει και η μητέρα. Εκείνη σε θέλει, εκείνος όχι. Κάθε μέρα είναι μια μάχη. Τώρα ασχολούμαι μόνο με τους ανθρώπους που τους αρέσει η δουλειά μου. Αυτό μόνο σκέφτομαι, τα υπόλοιπα δεν είναι σημαντικά».

«Δεν μετανιώνω…»

Στους σταθμούς της ζωής του περιλαμβάνει την αναχώρησή του από την Ελλάδα, την υποτροφία που τον βοήθησε να σπουδάσει, τις πρώτες του εκθέσεις στη Νέα Υόρκη, ένα μεγάλο αφιέρωμα στο Art in America που εκτόξευσε τη δουλειά του με τις Polaroid, το διάσημο Mirrored Room (1966) στην Pace. «Είχα αυτές τις μαγικές στιγμές στη ζωή μου και δεν παραπονιέμαι», λέει και τον ρωτώ εάν νιώθει ότι ήταν τυχερός. «Εχω ζήσει μια καταπληκτική ζωή. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήμουν πάντα στην επικαιρότητα, γιατί απλά έτσι έχουν τα πράγματα. Αν κάποιος βγάλει 80 εκατ. δολάρια πουλώντας ένα έργο, τότε ξέρεις ότι αυτά δεν είναι πραγματικά λεφτά· είναι κάτι παράλογο. Δεν είχα αυτόν τον παραλογισμό, ευτυχώς. Δεν μετανιώνω για τον δρόμο που διάλεξα. Είχα τα πάντα που θα μπορούσα να έχω. Εκτός από παιδιά».

Άφησε τη σχολή υποκριτικής και έγινε «πατέρας των σέλφι»

Ο χώρος όπου καθίσαμε να μιλήσουμε είναι και το εργαστήριό του. Μοιάζει με φωτογραφικό στούντιο με φώτα, ανακλαστήρες, οθόνες, βιβλία σε γωνιές και πάνω στο τραπέζι, και λίγα καθίσματα. Εκεί αυτο-φωτογραφίζεται συνεχίζοντας την καλλιτεχνική διερεύνηση του εαυτού, της ταυτότητας, του σώματος, όπως έκανε από την αρχή της πορείας του. Το 2014, ο Μάικλ Σκαφίδας (Michael Skafidas) σε μια συνέντευξη μαζί του τον ονόμασε «πατέρα των σέλφι», σε μια εποχή που μεσουρανούσε η μανία της αυτο-φωτογράφισης, με τους επίδοξους φωτογράφους να ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους για ένα καρέ. «Φαίνεται ότι η σύγχρονη κουλτούρα πήρε κάτι που ήταν μέρος της δουλειάς μου. Για μένα το χειρότερο πράγμα με αυτό είναι που όλοι βλέπουν την κάμερα και χαμογελούν. Τι είναι τόσο αστείο; Δεν το καταλαβαίνω, δεν είναι γέλιο αλλά ουρλιαχτό».

Ο Σαμαράς πειραματίστηκε πολύ με το γυμνό και τον γυμνό εαυτό του και συνεχίζει, αλλά όπως λέει ήταν (και ίσως είναι) δύσκολο να αποδεχθεί ο κόσμος τη γυμνότητα παρόλο που στην εποχή μας υπάρχει πολύ γυμνό. Για εκείνον ο πειραματισμός αυτός έχει τις ρίζες του στην παιδική του ηλικία. «Οταν ήμουν 10 ετών και πηγαίναμε στη λίμνη βγάζαμε τα ρούχα και πηδούσαμε στο νερό. Εγώ δεν το έκανα ποτέ. Δεν ήξερα πώς να βουτάω και η μητέρα μου δεν με άφηνε. Οπότε το έχασα, έχασα αυτή την ευχαρίστηση. Είναι σαν πείσμα. Θα το κάνω, είπα, κάποια άλλη φορά και τώρα περιμένω την επίδρασή του. Δεν ξέρω πώς θα αντιδράσει το κοινό, αλλά για μένα είναι κάτι φυσικό».

Κάτι που δεν είναι τόσο γνωστό για τη ζωή του είναι τα μαθήματα υποκριτικής που έκανε στο φημισμένο στούντιο της Στέλα Αντλερ. Ωστόσο, ο νεαρός Σαμαράς τότε, μαθητής και μέλος της ομάδας του ζωγράφου και πρωτοπόρου της περφόρμανς Αλαν Καπροφ, επέλεξε τα θρυλικά «Happenings» και δεν τελείωσε τη σχολή υποκριτικής. Η Αντλερ του έμαθε, λέει, πώς να υπάρχει στον χώρο, πώς να κινείται και σηκώνεται επιδεικνύοντας ένα περπάτημα α λα Τζον Γουέιν και γελάει. Ωστόσο, τα μαθήματα που πήρε δεν τα ξέχασε ποτέ. Αντιθέτως, τα προσάρμοσε στη δουλειά του. «Σκεφτόμουν την υποκριτική τόσο πολύ που άρχισα να φωτογραφίζω τον εαυτό μου σε διάφορες στάσεις και πόζες και στο τέλος δημιουργούσα κάτι που έλεγε ότι είμαι ένας καλός ηθοποιός όσο και οι υπόλοιποι. Τελικά έγινα ηθοποιός με τον δικό μου τρόπο, έγινε μια γλώσσα που χρησιμοποίησα στη δουλειά μου».

Μου περιγράφει τις βόλτες που έκανε για πολλά χρόνια καθημερινά στο Σέντραλ Παρκ – μια διαγώνια διαδρομή παρατήρησης ανθρώπων και σημείων. Φωτογράφιζε με μια μικρή Leica που αργότερα αντικατέστησε με ένα iPhone. Το μέσο δεν παίζει ρόλο; «Οχι. Βέβαια, δεν μπορούν όλοι να δουλέψουν με κάθε μέσο. Αρκετοί στα 75 ή στα 80 τους σταματούν να δουλεύουν, αλλά αυτό θα ήταν για μένα προσβλητικό. Οπότε βρήκα αυτό για μένα», λέει δείχνοντας τις ψηφιακές εικόνες του, «και παρουσιάζω τον εαυτό μου με έναν διαφορετικό τρόπο, διαφορετικός πόνος αλλά καλός πόνος».

«Me, Myself and…», γκαλερί Pace, Μανχάταν, Νέα Υόρκη, έως 22 Φεβρουαρίου.

kathimerini.gr

 

 

 

Back to top button