Ελλάδα

Το θρυλικό οχυρό του Ρούπελ: Ένα ζωντανό μουσείο ιστορίας

Υπάρχουν πολλά μέρη στην Ελλάδα, όπου η ιστορία και το φυσικό περιβάλλον συνυπάρχουν αρμονικά και σε ορισμένες περιπτώσεις αλληλοσυμπληρώνονται. Υπάρχουν όμως λίγα μέρη, όπου η ανδρεία, η αυτοθυσία, και η υπέρτατη αγάπη προς τη πατρίδα έχουν αφήσει το δικό τους ξεχωριστό αποτύπωμα πάνω στο τοπίο.

Ένα τέτοιο μέρος είναι και το Οχυρό Ρούπελ. Εκεί, όπου σε υψόμετρο 1.339 μέτρων, το ανθρώπινο βλέμμα ατενίζει ανεμπόδιστα το μεγαλύτερο μέρος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, κατά μήκος του όρους Άγκιστρο, κοντά στον ποταμό Στρυμόνα. Εκεί, όπου όλα είναι καθάρια, διαυγή, λουσμένα από το πρωινό φως του ήλιου, όπως καθάριος ήταν και ο αγώνας των υπερασπιστών του.

Επισκεπτόμενος το Ρούπελ δεν γνωρίζει κανείς μόνο μια μεγάλη στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας αλλά έχει και τη δυνατότητα να θαυμάσει από κοντά τα έργα των ανθρώπων που καθόρισαν την ιστορική πραγματικότητα, τους αγώνες που έδωσαν μικροί και μεγάλοι στρατιώτες, επώνυμοι και ανώνυμοι αξιωματικοί, προκειμένου να κρατήσουν ζωντανές υψηλές αξίες και ιδανικά, πάνω απ’ όλα όμως για να διαφυλάξουν την ελευθερία της πατρίδας.

Ένα ζωντανό μουσείο στρατιωτικής ιστορίας πάνω στο βουνό

Η πρόσβαση στο οχυρό είναι εύκολη και γρήγορη από τον μεγάλο αυτοκινητόδρομο, τμήμα της Εγνατίας (κάθετος άξονας Α25), που οδηγεί στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και στο τελωνείο του Προμαχώνα. Η είσοδος στο οχυρό είναι ελεύθερη ωστόσο παραμένει πάντα μια στρατιωτική περιοχή που φυλάσσεται γι αυτό και οι επισκέπτες πρέπει να παραδώσουν την ταυτότητά τους στην είσοδο και να την πάρουν πίσω κατά την αναχώρησή τους από το στρατιωτικό συγκρότημα. Στο τέλος της διαδρομής υπάρχει οργανωμένος χώρος στάθμευσης για αυτοκίνητα και λεωφορεία.

Καθώς ο επισκέπτης ανεβαίνει τον λόφο του οχυρού Ρούπελ δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης. Το φθινόπωρο και τον χειμώνα η πρωινή πάχνη σχηματίζει ένα πυκνό σύννεφο που μπορεί να εμποδίζει την ορατότητα στις γύρω περιοχές, την ίδια στιγμή όμως δίνει τη μοναδική αίσθηση ότι βρίσκεται πάνω από τα σύννεφα!

Η ευγένεια, η φιλική διάθεση, το ζεστό χαμόγελο των στρατιωτών που υποδέχονται τους επισκέπτες στο στρατιωτικό συγκρότημα του οχυρού προδιαθέτουν για μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Την ίδια στιγμή, το τυπικό πρωτόκολλο που ακολουθείται από το στρατιωτικό προσωπικό τους προϊδεάζει όλους ότι βρίσκονται σε έναν χώρο ιερό, γεμάτο συμβολισμούς και μηνύματα.

Ένας καφές στο κυλικείο των οχυρών και μια μικρή ανάπαυλα πριν από την ξενάγηση προετοιμάζει τον επισκέπτη να γίνει κοινωνός όλων εκείνων των μεγάλων και σημαντικών που διαδραματίστηκαν πάνω και κάτω από τις πλαγιές των βουνών που φιλοξενούν το οχυρό. Οι ξεναγήσεις γίνονται καθημερινά τις ώρες λειτουργίας του συγκροτήματος, από τις 9 τα πρωί έως τη μία μετά το μεσημέρι. Ξεκινάει από τον λόφο του «Προφήτη Ηλία» με το λιτό μαρμάρινο ηρώο πεσόντων και το γυάλινο παρατηρητήριο προς τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, συνεχίζεται στην κεντρική στοά, που κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στέγαζε τον Σταθμό Διοικήσεως του συγκροτήματος και καταλήγει στο στρατιωτικό μουσείο.

 Η αξίωση του αντισυνταγματάρχη Δουράτσου στους Γερμανούς κατακτητές

Η 10η Απριλίου 1941, μια ημερομηνία καθοριστική όχι μόνο για τη μοίρα των οχυρών αλλά και της Ελλάδας, αποτυπώνεται φωτογραφικά και δεσπόζει στην είσοδο της κεντρικής στοάς όπου ξεκινάει και καταλήγει η ξενάγηση. Είναι η μέρα της παράδοσης των οχυρών από τον διοικητή τους, αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο στους Γερμανούς κατακτητές, αξιώνοντας ταυτόχρονα: «κανείς Γερμανός να μην ανέβει στο οχυρό έως ότου και οι τελευταίοι αποχωρήσουν». Όπως και συνέβη…

Ο Γερμανός συνταγματάρχης που παρέλαβε το οχυρό, έδωσε συγχαρητήρια στον διοικητή εκφράζοντας το θαυμασμό και την εκτίμησή του για την αντίσταση και τον ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών. Τόνισε, μάλιστα, ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα που απέδωσε τιμές. Στη συνέχεια, αξιωματικοί και στρατιώτες αναχώρησαν πεζοί για το Σιδηρόκαστρο και τις Σέρρες.

   «Τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται»

Τα ιστορικά λόγια του αντισυνταγματάρχη Δουράτσου «τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται», βρίσκονται στην είσοδο της στοάς αποδίδοντας το μέγεθος του ηρωισμού των Ελλήνων στρατιωτών. Είχαν προηγηθεί για μέρες σφοδροί βομβαρδισμοί από την πλευρά των Γερμανών, που όμως δεν είχαν κάμψει το ηθικό των υπερασπιστών των οχυρών.

Να σημειωθεί πως στο οχυρό Ρούπελ υπήρχαν μόνο 27 αξιωματικοί και 950 οπλίτες. Γύρω από το οχυρό υπήρχαν μόλις οκτώ πυροβόλα, μοιρασμένα στις πυροβολαρχίες του λοχαγού Κοζώνη και του ήρωα υπολοχαγού Κυριακίδη, σε καλά κρυμμένες τοποθεσίες. Οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις ήταν πάνοπλες με εξοπλισμό που υπερτερούσε όχι μόνο αριθμητικά αλλά και τεχνολογικά έναντι των Ελλήνων.

Σε 14 νεκρούς και 38 τραυματίες ανήλθε ο αριθμός των απωλειών του οχυρού Ρούπελ στις συνολικά τέσσερεις μέρες που διήρκησαν οι βομβαρδισμοί των γερμανικών στρατευμάτων. Τα οχυρά δεν καταλήφθηκαν ποτέ χάρη στο ηρωισμό των Ελλήνων υπερασπιστών που μέχρι την τελευταία στιγμή πολεμούσαν με αυτοθυσία. Παραδόθηκαν όταν η διοίκηση των οχυρών είχε ήδη πληροφορηθεί για τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τους Γερμανούς.

Τα λιγοστά αντικείμενα των στρατιωτών και μια ελληνική σημαία με τη βασιλική κορώνα που φυλάσσονται στην είσοδο της στοάς του οχυρού διοίκησης δίνουν μικρά μόνο ψήγματα των μεγάλων αλλά δύσκολων στιγμών που έζησαν στην καθημερινότητά τους οι Έλληνες στρατιώτες, υπερασπιζόμενοι το οχυρό και την πατρίδα.

Η περιήγηση στη στοά του οχυρού, πραγματικά συγκινητική, καθηλωτική, αποτελεί άριστο δείγμα μηχανικής, άρτιας οργάνωσης, εφευρετικότητας, προνοητικότητας και κυρίως πίστης για την επιβίωση και την υπεράσπιση της πατρίδας κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, πολιτικές, κυρίως οικονομικές αλλά και κοινωνικές.

   Η αυτοθυσία του λοχαγού Κυριακίδη

Από τις πιο σημαντικές στιγμές της ξενάγησης είναι η επίσκεψη στο στρατιωτικό μουσείο των οχυρών. Στο εσωτερικό του εκτίθενται στολές, σημαίες, οπλισμός του ελληνικού και γερμανικού στρατού κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς κι ένα από τα δύο αντιαρματικά πυροβόλα που διέθετε η φρουρά του οχυρού το 1941.

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα εκθέματα κατέχουν τα προσωπικά αντικείμενα του λοχαγού Αλέξανδρου Κυριακίδη και των στρατιωτών του, όπως βρέθηκαν μέσα στο όρυγμα μαζί με τα οστά τους το 2001, εξήντα χρόνια μετά τον ηρωικό θάνατό τους και την αυτοθυσία τους το 1941. Ο λοχαγός Κυριακίδης αρνήθηκε να κάνει παύση των βολών του πυροβολικού του κι έτσι έγινε στόχος των γερμανικών στούκας. Μαζί με τους στρατιώτες του βρήκαν τραγικό θάνατο μέσα στη θέση, όπου βρίσκονταν το καταφύγιο της πυροβολαρχίας. Τον Απρίλιο του 2001, με πρωτοβουλία του αξιωματικού Ηλία Κοτρίδη, ξεκίνησε η έρευνα για την ανεύρεση των οστών των πεσόντων της πυροβολαρχίας του λοχαγού Κυριακίδη.

Το οχυρό Ρούπελ δεν κατελήφθη ποτέ εξαιτίας της απαράμιλλης αντίστασης των μαχητών και της ανθεκτικής κατασκευής του. Εβδομήντα εννέα χρόνια τώρα παραμένει εκεί, αγέρωχο πάνω στο βουνό και σαν να έχει κι αυτό ψυχή, δίνει τη δική του μαρτυρία για τον άνισο αλλά τιμημένο αγώνα των Ελλήνων στρατιωτών και της άμυνάς τους για την υπεράσπιση και την ελευθερία της πατρίδας. Μόνο στο Ρούπελ ο επισκέπτης αφουγκράζεται νοερά τους χτύπους της καρδιάς των υπερασπιστών του, περπατώντας στις «μπαρουτιασμένες» πλαγιές και στις υπόγειες δαιδαλώδεις στοές του.

ΑΠΕ

Back to top button