Το 1081 μ.Χ. η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε ασθενήσει σοβαρά και κινδύνευε να χαθεί από το χάρτη. Μόλις μέσα σε δέκα χρόνια έχει απολεσθεί η Μικρά Ασία από τους Σελτζούκους Τούρκους και οι Νορμανδοί αφού κατέλαβαν τις βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλία έχουν αποβιβαστεί στο Δυρράχιο. Στο εσωτερικό η πλειοψηφία των αυτοκρατόρων ήταν ανίκανοι για να αντιμετωπίσουν τα συνεχώς διογκούμενα προβλήματα και η συχνή εναλλαγή τους στο θρόνο δημιουργούσε ρήξεις στην κοινωνία και το στρατό. Για καλή της τύχη η αυτοκρατορία έμελλε να έχει έναν στρατηγό, ο οποίος κυριολεκτικά της έδωσε το φιλί της ζωής και αυτός δεν ήταν άλλος από τον Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό.
Ο Αλέξιος γεννήθηκε το 1056 μ.Χ. και καταγόταν από την ένδοξη στρατιωτική οικογένεια των Κομνηνών, η οποία είχε στην κατοχή της πολλά στρέμματα στην Κασταμώνα της Παφλαγονίας. Γονείς του ήταν ο Ιωάννης Κομνηνός, αδερφός του πρώην αυτοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού, και η Άννα η Δαλασσηνή. Ήταν αναμενόμενο ο Αλέξιος να ακολουθήσει το στρατιωτικό δρόμο από πολύ μικρός. Μάλιστα συμμετείχε και στην καταστροφική μάχη του Ματζικέρτ το 1071 μ.Χ. Το σθένος και η ψυχική του δύναμη στο πεδίο της μάχης ήταν μεγαλειώδεις. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι δύο προηγούμενοι αυτοκράτορες του ανέθεταν την καταστολή των στάσεων από τους διεκδικητές του θρόνου. Επί βασιλείας Μιχαήλ Ζ’ του Δούκα (1071 μ.Χ. – 1078 μ.Χ.) κατόρθωσε να αποσπάσει από τους Σελτζούκους τον αρχηγό των Νορμανδων μισθοφόρων Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ και να τον φέρει στην Κων/πολη. Το 1078 μ.Χ. ο Νικηφόρος Γ’ Βοτανειάτης (1078 μ.Χ. – 1081 μ.Χ.) του έδωσε το αξίωμα του δομέστικου των σχολών για τις νίκες του εναντίον των στρατηγών Νικηφόρου Βρυέννιου και Νικηφόρου Βασιλάκιου. Το 1081 μ.Χ. βλέποντας την κατάντια της αυτοκρατορίας και με τη βοήθεια του Ιωάννη Δούκα στασίασε και ο ίδιος με αποτέλεσμα να ανατρέψει την Νικηφόρο και να του αποσπάσει την εξουσία. Κατόπιν και αφενός για ν’ αποκλείσει τυχόν μελλοντικές ανατροπές και αφετέρου για να κερδίσει την εύνοια των Δούκων, παντρεύτηκε την Ειρήνη Δούκαινα, εγγονή του Ιωάννη Δούκα και έστεψε τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του Μιχαήλ, ως συναυτοκράτορα. Αυτό κράτησε ως το 1087 μ.Χ. χρονιά που γεννήθηκε ο γιος του Ιωάννης, οπότε και ο Κωνσταντίνος αποπέμφθηκε από αυτό το αξίωμα. Παρόλα αυτά και μέχρι το θάνατό του το 1095 μ.Χ. οι δύο άνδρες διατήρησαν φιλικές σχέσεις.
Αφού ο Αλέξιος σταθεροποίησε την “παλατιανή” αναρχία στράφηκε στην αναδιοργάνωση του κράτους. Πρώτος του στόχος ήταν η σταθεροποίηση της οικονομίας και η παύση της κατρακύλας του νομίσματος. Για το σκοπό αυτό έκοψε το “υπέρπυρον” το οποίο αντικατέστησε το υποτιμημένο “σόλιδο”. Στη συνέχεια και προς αναζήτηση πόρων επέβαλε επιπλέον φορολογία. Ύστερα στράφηκε στην αριστοκρατία προκειμένου να ισχυροποιήσει το στρατό και προσπάθησε να εντάξει στον κρατικό μηχανισμό όσα περισσότερα μέλη μπορούσε, με σκοπό να εξασφαλίσει τη συνοχή του.
Ο Αλέξιος ως στρατηγός είχε καταλάβει ότι για να επιβιώσει η αυτοκρατορία έπρεπε να μεγαλώσουν τα σύνορα της και να ανακαταληφθούν κτήσεις που βρισκόντουσαν σε χέρια άλλων λαών. Για το σκοπό αυτό και επειδή ο στόλος ήταν ανύπαρκτος ζήτησε τη βοήθεια των Βενετών με αντάλλαγμα την παραχώρηση αποκλειστικών οικονομικών προνομίων, πρακτική που μελλοντικά είχε ολέθρια αποτελέσματα. Το 1081 μ.Χ. εκστράτευσε εναντίον των Νορμανδών στο Δυρράχιο. Η μάχη που ακολούθησε ήταν καταστροφική. Ο στρατός καταποντίστηκε και ο Αλέξιος μετά βίας σώθηκε με τέσσερις λόγχες καρφωμένες στην πανοπλία του.
Μετά την επιστροφή του Γυισκάρδου στη Σικελία ο Αλέξιος αφού εφάρμοσε τακτικές ανταρτοπολέμου νίκησε τους Νορμανδούς στη Λάρισα και ανακατέλαβε την Καστοριά. Εν τέλει ο πόλεμος τερματίστηκε το 1085 μ.Χ. με το θάνατο του Γυισκάρδου και την διαμάχη των δύο γιων του για την διαδοχή.
Δεν πρόλαβε να ξεμπερδέψει με τους Νορμανδούς όταν οι Πετσενέγκοι και οι Κουμάνοι επιτέθηκαν στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος για να τους αντιμετωπίσει εφάρμοσε την τακτική του “διαίρει και βασίλευε” Πήρε με το μέρος του τους Κουμάνους και στη μάχη του Λεβουνιου το 1091 μ.Χ. νίκησε τους Πετσενέγκους. Με τη σειρά τους οι Κουμάνοι αφού βρήκαν ελεύθερο το πεδίο και παρακινούμενοι από έναν ψευδο-διεκδικητή του θρόνου ονόματι Κων/νο Διογένη, δήθεν γιο του Ρωμανού Δ’ του Διογένη, επιτέθηκαν το 1094 μ.Χ. εναντίον των Βυζαντινών. Ο ψευδό-Διογένης εξουδετερώθηκε στην Ανδριανούπολη και οι Κουμάνοι υποχώρησαν. Έχοντας σταθεροποιήσει την κατάσταση στη χερσόνησο του Αίνου ο Αλέξιος στράφηκε προς το βασικότερο του στόχο, ο οποίος δεν ήταν άλλος από την ανακατάληψη της Μικράς Ασίας από τους Σελτζούκους. Την ίδια εποχή ξεκίνησαν και οι θρησκευτικές εκστρατείες που είχαν ως σκοπό την κατάληψη των Αγίων Τόπων από τους αλλόθρησκους, οι οποίες άλλαξαν ριζικά το χάρτη και έμειναν στην ιστορία με το όνομα “Σταυροφορίες”. Ο Αλέξιος επιστράτευσε τη διπλωματία για να αντιμετωπίσει τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά χιλιάδες στα εδάφη του. Έτσι όταν ένα μέρος από τη << Σταυροφορία του Λαού >> με αρχηγό τον Πέτρο Ερημίτη έφτασε στην Κωνσταντινούπολη το 1096 μ.Χ. ο Αλέξιος τους παραχώρησε πλοία για να τους περάσει απέναντι και τους προειδοποίησε να μην επιτεθούν στους Σελτζούκους μέχρι την άφιξη και των υπόλοιπων σωμάτων. Είχε διακρίνει ότι η πλειοψηφία τους αποτελείτο από γυναικόπαιδα και ότι οι άνδρες δεν είχαν καμία πολεμική πείρα, ούτε εξοπλισμό, ούτε εκπαίδευση και μόνο η πίστη τους είχε ενώσει. Παρόλα αυτά δεν εισακούστηκε και οι προστριβές ανάμεσά τους αποτέλεσαν εύκολη λεία για τους Σελτζούκους οι οποίοι τους κατάσφαξαν χωρίς έλεος. Το Νοέμβριο του 1096 μ.Χ. άρχισαν να καταφθάνουν οργανωμένα σώματα στρατού από τη Δύση. Στο διάβα τους προς την Κων/πολη διέπραξαν λεηλασίες και συγκρούσεις, πράγμα που οδήγησε τον Αλέξιο να ακολουθήσει επιθετική πολιτική εναντίον τους. Όταν αυτό πέτυχε έπεισε τους σταυροφόρους να του δηλώσουν υποταγή και όσα εδάφη καταλάμβαναν και προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή επικράτεια να του παραχωρηθούν, με αντάλλαγμα την παραχώρηση των πλοίων του στόλου για να τους περάσει στη Νίκαια. Ο Αλέξιος εναλλασσόταν ανάμεσα στην διπλωματία και την επιθετική πολιτική για να θέσει υπό την κηδεμονία του τους σταυροφόρους, προκειμένου να πάρει τα χαμένα εδάφη της αυτοκρατορίας. Την άνοιξη του 1097 μ.Χ. τους πέρασε απέναντι αφού πρώτα τους παραχώρησε ένα μικρό σώμα στρατού υπό την ηγεσία του στρατηγού Τάτικιου. Οι σταυροφόροι απέκλεισαν τη Νίκαια, αλλά οι Τούρκοι ήρθαν σε συνεννόηση με τους Βυζαντινούς και τους την παρέδωσαν χωρίς αντίδραση. Το περιστατικό αυτό ψύχρανε τις σχέσεις Βυζαντινών και σταυροφόρων. Αρκετές ημέρες αργότερα και ύστερα από μία εξαντλητική πορεία οι σταυροφόροι έφθασαν στην Αντιόχεια και ξεκίνησαν την πολιορκία της. Τότε ένας εκ των αρχηγών της σταυροφορίας ο Βοημούνδος του Ταραντα με τέχνασμα απομάκρυνε το σώμα στρατού του Τατίκιου, μη θέλοντας να παραδώσει την Αντιόχεια, ακύρωσε τη συμφωνία και έπεισε τους υπόλοιπους να γίνει αυτός κυρίαρχος της πόλης. Ο Αλέξιος πληροφορήθηκε το γεγονός, αλλά επειδή οι συγκρούσεις του με τους Σελτζούκους είχαν αναζωπυρωθεί, δεν κατόρθωσε να αντιδράσει. Τελικά και μετά τη μάχη στο Δορύλαιο ο Αλέξιος επωφελήθηκε από την αναστάτωση και από το 1097 μ.Χ. έως το 1099 μ.Χ. η Χίος, η Σμύρνη, η Ρόδος, οι Σάρδεις, η Φιλαδέλφεια και η Έφεσος ανακαταλήφθηκαν. Ο Βοημούνδος πιάστηκε αιχμάλωτος του Μαλίκ Γαζί των Δανισμενδιδών το 1100 μ.Χ. και αφέθηκε ελεύθερος το 1103 μ.Χ. Συγκρούστηκε με τους γειτονικούς μουσουλμάνους ηγεμόνες, αλλά ηττήθηκε στη μάχη της Χαρράν. Ακολούθησε επίθεση των Βυζαντινών στην Συρία και στην Κιλικία και ο ίδιος αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Δύση. Το 1107 μ.Χ. αποβιβάστηκε στις αλβανικές ακτές, αλλά ο αυτοκρατορικός στρατός απέκλεισε τους Νορμανδούς και ο Βοημούνδος παραδόθηκε. Το 1108 μ.Χ. με τη συνθήκη της Δεαβόλεως δήλωσε υποτέλεια και αποδέχθηκε την εγκαθίδρυση Ορθόδοξου Πατριάρχη στην Αντιόχεια.
Από το 1110 μ.Χ. έως το 1116 μ.Χ. ο Αλέξιος εκστράτευσε για τελευταία φορά στη Μικρά Ασία και κατόρθωσε να ανακαταλάβει τα εδάφη από την Τραπεζούντα έως το Αμόριο και από τη Φρυγία ως τις εκβολές του ποταμού Μαίανδρου. Δυστυχώς η ποδάγρα και η κόπωση απο τους συνεχείς πολέμους τον είχαν καταβάλει τόσο πολύ ώστε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του δεν μπορούσε καν να περπατήσει. Ο προσωπικός του ιατρός Νικόλαος Καλλίκλης είχε διαγνώσει μετάσταση της ασθένειας σε συνδυασμό με φλεγμονές, εμετούς οιδήματα και διαρροές και ο Αλέξιος ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καρότσι. Οι τελευταίες μέρες της ζωής του δεν ήταν καθόλου καλές. Η Άννα συνωμότησε μαζί με την μητέρα της για να τον διαδεχθούν στο θρόνο προκειμένου ν’ ανέλθει ο σύζυγος της Νικηφόρος Βρυέννιος. Ο Ιωάννης τις αντιλήφθηκε και πήγε μυστικά στη μονή των Μαγγάνων όπου βρισκόταν ο Αλέξιος και του πήρε το δαχτυλίδι από το χέρι λίγο πριν πεθάνει. Ο Αλέξιος απεβίωσε στις 15 Αυγούστου 1118 μ.Χ. και ετάφη στη μονή Παμμακάριστου στην Κων/πολη.
Ο Αλέξιος ήταν γεννημένος ηγέτης. Είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας δυναμικής προσωπικότητας και υπηρέτησε την αυτοκρατορία με ζήλο, υπευθυνότητα και σωφροσύνη. Παρέλαβε χάος και παρέδωσε ένα ισχυρό κράτος το οποίο κατόρθωσε μετά από πολλές ταλαιπωρίες να σταθεί όρθιο στο ύψος των περιστάσεων. Υπήρξε ορθόδοξος όχι όμως εξαιτίας της θρησκόληπτης μητέρας του, αλλά από σκοπιμότητα. Στα αρνητικά του καταλογίζεται η παραχώρηση υπέρογκων προνομίων στις ιταλικές δημοκρατίες, τα οποία μακροπρόθεσμα έπληξαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν μπορούσε όμως και να πράξει αλλιώς. Ήταν αυτό που αναφέρει η Μάρω Δούκα στο ομώνυμο ιστορικό της μυθιστόρημα : Ένας σκούφος από πορφύρα…
ΥΓ : «Ο νόμιμος κληρονόμος του αυτοκράτορα, ο Ιωάννης, έμεινε κλειδαραμπαρωμένος στο Ιερόν Παλάτιον με την σφραγίδα της εξουσίας,και η πρωτότοκη Άννα, η καισάρισσα, ωρύονταν,και η θεοσεβούμενη Ειρήνη Δούκαινα η Αυγούστα, καταριόταν,και άπλυτος ο Αλέξιος ο Πρώτος ο Κομνηνός, παρατημένος Δεκαπενταύγουστο στο ανάκτορο του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων,σ΄ένα δωμάτιο στον πέμπτο όροφο, ούτε τον νεκροστόλισαν ούτε τον έψαλλαν, όπως του άξιζε, μ΄ένα σκουφάκι μόνον κόκκινο στην κεφαλή•έξελθε, βασιλεύ, ο Βασιλεύς των βασιλέων,ο Άρχων του κόσμου σε καλεί,ο Άρχων των αρχόντων, μάταιε, σε αναμένει…>> Ιωάννης Ζωναράς
Πηγές : Άννα Κομνηνή : Αλεξιάδα
Μάρω Δούκα : Ένας σκούφος από πορφύρα
Βικιπαιδεία
Εκπομπές : Cognosco team – Αλέξιος Κομνηνός