ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριάτελευταίες ειδήσεις

Η παιδεία στην Καστοριά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Καστοριά είναι μια υπολογίσιμη πόλη, με πάνω από 12-13 χιλιάδες πληθυσμό. Από τις 20 συνοικίες της πόλης 16 ήταν ελληνικές, 3 μουσουλμανικές και 1 Εβραϊκή. Είχε πάνω από 2.800 σπίτια. Εκτός από τις φυσικές της ομορφιές, φαίνεται πως ο Θεός την προίκισε με ανθρώπους έξυπνους, δραστήριους και φιλοπάτριδες.

Στο δεύτερο μισό του 17ου αι. η πόλη άρχισε να διαφημίζεται για τους γουναράδες της, οι οποίοι τότε εμπορεύονταν αρχικά με την Κων/λη και τη Ρωσία κι αργότερα ίδρυσαν σπουδαία εμπορικά στη Βιέννη, τη Λειψία, τη Δρέσδη και αλλού.

Οι γουναράδες με τη λεπτή τους τέχνη σιγά – σιγά έγιναν γνωστοί σ’ όλο τον ευρωπαϊκό χώρο. Η συντεχνία των γουναράδων με έδρα της την Κων/λη, ήταν μια από τις πιο πολυάνθρωπες και τις πιο πλούσιες από τις – πάνω από 100, άλλοι τις ανέβαζαν στις 150 – που είχε η Πόλη.

Η οικονομική ανάπτυξη των Καστοριανών στον τόπο τους, αλλά κυρίως έξω από αυτόν, στο εξωτερικό, μεγάλωσε την ανάγκη για κάποιους καλύτερους τρόπους ζωής και πιο πολύ για πνευματικές ικανοποιήσεις. Η μεγάλη αφύπνιση των υπόδουλων Ελληνο – Ορθόδοξων που σημειώνεται από τις αρχές, και κυρίως τα μέσα, του 17ου αι. δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορους και τους Καστοριανούς άρχοντες, κληρικούς και λαϊκούς. Ένας πρόσθετος λόγος ήταν η στάση απέναντι στο πρόβλημα αυτό του πάμπλουτου συμπατριώτη τους Μανολάκη, που είχε ιδρύσει σχολεία για το φωτισμό του Γένους σε πολλά μέρη της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Γι’ αυτό, λοιπόν, και οι Καστοριανοί γουναράδες που βρίσκονταν στην Κων/λη πήραν την πρωτοβουλία και στις 20 Μαϊου 1682 έγραψαν στους άρχοντες της πατρίδας τους:

«… Ηξεύρετε καλά, τιμιώτατοι και ευγενέστατοι συμπατριώτες, πως ο τιμιώτατος, ενδοξότατος και ελεημονικώτατος εν αρχούσει κύριος Μανολάκης, πως είναι γέννημα και θρέμμα της τιμιωτάτης πατρίδος μας και αυτός ο ευλογημένος με νεύσιν Θεού κατέστησεν εις πολλούς και διαφόρους τόπους σχολεία και φροντιστήρια της μαθήσεως και της σοφίας και σπουδής των ελληνικών γραμμάτων, όπου είναι φως και ζωή των ανθρώπων η μάθησις. Επειδή και, όσα καλά εις τους ανθρώπους ευρίσκονται, η σοφία τα επενόησεν και τα ευρήκεν. Είναι, λοιπόν, μεγάλη μας αγνωσία όπου οι μεν άλλοι άνθρωποι και ξένοι να ποτίζωνται από την πηγήν της πατρίδας μας, και η ειδική μας πατρίς να μένη διψασμένη και σκοτισμένη από την σκότωσιν της αμαθείας και από την δίψαν των μαθημάτων. Και ιδού, λοιπόν, όπου σας δίνομεν είδησιν, καθώς μας εφάνηκε εύλογον με κοινήν συμβουλήν, εις το να γράψετε από μέρους σας και με τον αρχιερέα ομοί περί τούτου μίαν κοινήν επιστολήν εις τον άρχοντα ήγουν τον καλόν αυτόν όπου εις άλλους και άλλους τόπους κατέστησε να το καταστήση μάλιστα εις την εδικήν του πατρίδα, όπου τον εγέννησε και τον ανέθρεψε και είναι χρέος απαραίτητον με κάθε δίκαιον κοντά εις την ενδοξότητά του. Τα τοιαύτα να τα γράψετε με πολλές και μεγάλες παρακάλεσες και μνημόσυνα, και ει τι άλλο σας φωτίσει ο Κύριος περισσότερον. Και τότε θέλομεν εύρει και ημείς πρόφασιν, την τιμίαν σας ταύτην επιστολήν, να τον παρακαλέσωμεν όσον ημπορούμεν να τα τελειώση».

Πράγματι η επιστολή εστάλη με θετικά αποτελέσματα.

Ύστερα από την Άλωση (1453) και ως τα τέλη σχεδόν του 17ου αι. η παιδεία στην Καστοριά, όπως και σ’ όλες σχεδόν τις τουρκοκρατούμενες χριστιανικές περιοχές, περιορίζονταν στη διδασκαλία κάποιων στοιχείων γραμματικών και θρησκοεκκλησιαστικών γνώσεων, που παρέχονταν σχετικά ασυστηματοποιήτητες από διάφορους ιερείς ή ιερομόναχους. Ονόματα τέτοιων δ/λων συναντάμε συχνά στη γραπτή παράδοση της περιοχής (σημειώσεις αναμνηστικές πάνω σε λειτουργικά βιβλία) ακόμα και σ’ αυτά τα μαύρα χρόνια των δύο πρώτων αιώνων της σκλαβιάς.

Είναι σίγουρο όμως, και πριν να αποσταλεί οικονομική βοήθεια από τον Μανολάκη, ότι στην Καστοριά λειτουργούσε σχολείο κάποιου επιπέδου, που αγωνίζονταν να βγάλει το λαό της από την παχυλή αμάθεια. Αυτό τουλάχιστον φανερώνουν και οι άξεστες υπογραφές των «ευγενέστατων» αρχόντων και των κληρικών της, αθανατισμένες στους σωζόμενους κώδικες της Μητρόπολης Καστοριάς, καθώς και σε άλλα γραπτά μνημεία. Το σχολείο αυτό ιδρύεται από τον ευεργέτη Δημ. Κυρίτζη στα 1714, ο οποίος πρόσφερε 6.000 δουκάτα για τη λειτουργία του.

Ωστόσο, και ενωρίτερα απ’ το σχολείο του Κυρίτζη λειτουργούσαν πάνω από δύο, τουλάχιστον, σχολεία στην Καστοριά. Ο Κ. Βακαλόπουλος μας πληροφορεί ότι «Στην Πόλη της Καστοριάς στα 1715 λειτουργούν τρία ελληνικά σχολεία» (1).

Και πριν από την ίδρυση του σχολείου του Δημήτρη Κυρίτζη (1714), το οποίο λειτουργεί αδιάλειπτα από την ημερομηνία της ίδρυσής του, ένας άλλος Καστοριανός, ο Γεώργιος Καστριώτης, μέγας αξιωματούχος στην Αυλή του Ηγεμόνα της Βλαχίας Κων/νου Μπασσαράμπα Μπραγκοβάνου ιδρύει στην Καστοριά «Σχολείον των Ιερών Γραμμάτων» στα 1705, καταθέτοντας στην «Τζέσικα» της Βεννετίας 16.392, 16 δουκάτα, ποσό που το επαύξησε αργότερα «εις απαρτισμόν κοινωφελούς και θεαρέστου έργου, σχολείου δηλαδή… επί το διδάσκεσθαι και μανθάνειν τα των ομοπίστων αυτού Χριστιανών παιδία τα ιερά της εκκλησίας γράμματα». Για την επάνδρωση του σχολείου αυτού φροντίζει ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος, στέλνοντας τον ιεροδιδάσκαλο μοναχό Αμβρόσιο και τον αδελφό του στα 1711.

Ο γιος του Καστοριανού άρχοντα Δημ. Κυρίτζη, ο Γεώργιος Κυρίτζης ενισχύει οικονομικά το «κοινόν σχολείον» και τελικά το μεταβάλει σε «Ελληνικόν Φροντιστήριον», δηλ. σχολείο ανώτερων σπουδών με «Επιτηρητήν» τον ιερομόναχο Χριστόφορο, «άνδρα πεπαιδευμένο τόσο εις τα εκκλησιαστικά και ηθικά, ωσάν και εις τα Ελληνικά».

Τον Χριστόφορο αντικαθιστά αργότερα ο γνωστός κληρικός Μεθόδιος Ανθρακίτης. Για τη στέγαση του σχολείου ιδρύεται αξιόλογο διδακτήριο με δωρεά και πάλι του Κυρίτζη. Προστίθεται στους δασκάλους του σχολείου και ο αξιόλογος δάσκαλος Θωμάς Μανδακάσης. Κάποιον καιρό και τα δύο σχολεία έχουν ενιαία οικονομική διαχείριση, γιατί η οικονομική κατάσταση της εποχής ήταν δύσκολη.

Στα σχολεία της Καστοριάς δίδαξαν επιφανείς λόγιοι, όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Αθανάσιος Βασιλόπουλος, ο Ιωάννης Εμμανουήλ, ο Κων/νος Εμμανουήλ, ο Ιωάννης Πεζάρος κ.α.

Σιάτιστα: Οι κάτοικοι της Σιάτιστας είχαν αναπτύξει την κατεργασία δερμάτων και την τέχνη των γουναράδων. Έκαναν εξαγωγές στην Ευρώπη και είχαν δημιουργήσει εμπορικούς οίκους σε πάρα πολλές πόλεις της Ευρώπης.

Μολονότι δεν υπήρξε ποτέ πολύ μεγάλο αστικό κέντρο, όπως ήταν τα γειτονικά της Κοζάνης και της Καστοριάς, όμως ανέπτυξε πνευματικές δραστηριότητες, ποικίλες και κυρίως στο χώρο της Παιδείας. Είναι βέβαιο ότι στις αρχές του 18ου αι. λειτουργούσε στη Σιάτιστα Σχολή, εκτός από τα στοιχειώδη σχολεία που οπωσδήποτε λειτουργούσαν στην πόλη. Τούτο τεκμαίρεται από το γεγονός ότι στη Σχολή της δίδαξαν κατά καιρούς μεγάλοι και ονομαστοί λόγιοι, όπως π.χ. ο Ευγένιος Βούλγαρης, αν και δεν επιβεβαιώνεται η πληροφορία αυτή. Για το Μεθόδιο Ανθρακίτη όμως είναι σίγουρο ότι δίδαξε εκεί από το 1720 ως το 1722.

Με την πνευματική ακμή της Σιάτιστας εκτός απ’ τα σχολεία και τις εκκλησίες, που χτίζονται, οι πλούσιοι κάτοικοι χτίζουν και επιβλητικά αρχοντικά (Μανούση, Νεραντζόπουλου, Τζανή, Πουλκίδου, γνωστό ως αρχοντικό της Πούλκως). Αλλά πολλούς και μεγάλους ευεργέτες ανέδειξε η Σιάτιστα, οι οποίοι πρωτίστως, βοήθησαν πλουσιοπάροχα την παιδεία του τόπου τους.

Άλλα αξιόλογα κέντρα παιδείας στην περιοχή αυτή (Δυτ. Μακεδονία) υπήρξαν επίσης το Τσοτύλι και η Βλάστη.

Το Τσοτύλι είχε «κοινό σχολείο» πολύ ενωρίς στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στα 1871 όμως ιδρύεται Σχολή· στην ίδρυση της οποίας πρωτοστάτησε ο Θωμαϊδης, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος (πρώτος) της «Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος».

Αυτός φρόντισε για την ίδρυση, τη συντήρησή της και την προαγωγή της σε Γυμνάσιο. Εκτός από τη γενναία χορηγία του Θωμαϊδου η Σχολή του Τσοτυλίου είχε υποστηρικτή και το μητροπολίτη Νικαίας, ο οποίος καταγόταν από τη Ροδοβίστη της Αδελφότητος στη συνοικία (Μάλφε) Μεϊντάν στην Κων/λη (με 400, περίπου, λίρες χρυσές Τουρκίας).

Αλλά, και ο Στέφανος Νούκας έδειξε αμέριστο ενδιαφέρον και συμπαράσταση για τη Σχολή, καθώς και διάφοροι δωρητές. Η Σχολή διέκοψε τη λειτουργία της το 1878, εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου (1877-1878) και επαναλειτούργησε στα 1874. «Μέχρι το 1900 είχαν φοιτήσει στη Σχολή Τσοτυλίου 3.500 μαθητές περίπου. Στα 1893 η σχολή αναγνωρίστηκε ισότιμη με τα γυμνάσια του ελληνικού κράτους» (2).

«Οι μέχρι σήμερα μαρτυρίες οδηγούν στην πιθανότητα για την παρουσία ελληνικού σχολείου στα Σέρβια ήδη από τα μέσα του 17ου αι. Στα τέλη του 18ου αι. τα Σέρβια γνώρισαν μια πολύ αξιόλογη εκπαιδευτική κίνηση. Παρόμοια κίνηση είχε αναπτυχθεί και στο Βελβενδό. Από τα τέλη του 18ου αι. ο πρώτος δ/λος της Σχολής του Βελβενδού υπήρξε ο Ιωανάς Σπαρμιώτης (1780-1799) και ακολούθησαν ο Κοζανίτης Γεώργιος Λιόβιας (1790-1797), ο Κοζανίτης παπάς Ν. Χατζή Τριανταφύλλου (1815-1820) κ.α. (3). Ο Θωμαϊδης που αναφέραμε πιο πάνω ίδρυσε στην πατρίδα του τη Βλάστη στα 1860 λαμπρό Παρθεναγωγείο, το «Θωμαϊδιον», όπως ονομαζόταν προς τιμήν του. (Στο επόμενο το Μοναστήρι ή Βιτόλια).

Σημειώσεις:

  1. – Κων/νος Βακαλόπουλος, Νεοελληνική Ιστορία 1204-1940, σελ. 88
  2. – Κ.Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Βορείου Ελληνισμού. Μακεδονία, εκδ. Αφων Κυριακίδη, Θεσ/κη 1991, σελ. 371.
  3. – Κ.Α. Βακαλόπουλος, ό.π., σελ. 372.

ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΑΟΥΡΗΣ

επίτ. ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

Συνεχίζεται…

imerisia-ver.gr

 

 

Back to top button