Στο “παιχνίδι’ που γίνεται στο Facebook, μια φίλη της Χρυσούλας Πατρώνου Παπατέρπουπου, της ζήτησε να αναρτήσει αντί για πίνακα ένα διήγημα. Η Καστοριανή συγγραφέας ανήρτησε το διήγημάτης “Η ορχιδέα στο παράθυρο”
Έτοιμα τα μπουμπούκια να ξεπετάξουν τα λευκά τους πέταλα. Εκεί, επάνω στον πάγκο, δίπλα στο παράθυρο. Και, μόλις τα άνθη δείξουν όλο τους το μεγαλείο, αρχίζει η επόπτευση σε ό, τι πέφτει στην αντίληψή τους στην αυλή και στο δρόμο. Να: επειδή πρέπει να βλέπει στο φως το φυτό, μπορούν και παρακολουθούν τους πάντες, όσοι περνούν καθημερινά από την έξω μεριά του υαλοπίνακα. Γι αυτό και ανυπομονούν να ξεδιπλώσουν την ομορφιά τους όλη. Κάτι τους έχει απομείνει στη μνήμη από πέρυσι, τότε που πάλι μάζευαν πληροφορίες, πριν μαραθούν. Όχι, βέβαια, ότι τα άνθη αυτά καθεαυτά νοιάζονται για τα συμβάντα, παρελθόντα και παρόντα.
Είναι ο καθηλωμένος στην αναπηρική του πολυθρόνα που περνάει την περισσότερη ώρα του συνομιλώντας μαζί τους και ζητά να μάθει τι γνώμη έχουν για όλους τους διαβάτες έξω από το παράθυρο. Παρακάλεσε να του διαθέσουν το δωμάτιο αυτό, το οποίο όλοι οι άλλοι στο Κέντρο Αποκατάστασης απέρριπταν, επειδή έβλεπε στο δρόμο και τους δημιουργούσε έντονη μελαγχολία. Κάθε άλλο παρά πολυσύχναστος· σπάνιοι οι περαστικοί. Ναι, αλλά έστω αυτή η ελάχιστη επαφή ήταν που τον γέμιζε κουράγιο και προσμονή. Κοντεύει εξάμηνο από τότε που καθηλώθηκε στην τροχήλατη καρέκλα. Ψυχαναγκαστικό, αποφάνθηκαν οι ειδικοί, έπειτα από έντονο συναισθηματικό σοκ. Προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις και ελπίζει πως σύντομα θα καταφέρει να κινήσει τα κάτω άκρα.
Ω, ναι! Η ορχιδέα τού το επιβεβαιώνει. «Βλέπεις; Βλέπεις πόσο αργούν να μεγαλώσουν τα μπουμπούκια μου; Όμως, η πρόοδος είναι καθημερινή. Το νιώθω! Κι εσύ το ίδιο; Έλα τώρα, ας σχολιάσουμε εκείνον τον νευρικό κύριο που, ενώ περνούσε μπροστά μας, δεν καταδεχόταν να ρίξει ούτε μια ματιά. Μόνο τίναζε το δεξί του χέρι, μια προς τα πάνω μια προς τα κάτω, λες και τον τσιμπoύσε αλογόμυγα! Γελάς, ε; Το ίδιο καθημερινά. Ίσως, βέβαια, να σκεφτόταν όσα αντιμετώπιζε στη δουλειά του και οι κινήσεις αυτές τον βοηθούσαν να ελέγξει τα νεύρα του.
Αχ, έπειτα… Θυμάσαι; Η ωραία νέα. Πάλι με το καθρεφτάκι στην παλάμη. Εν τάξει! Είσαι ωραία. Αλλά πρόσεχε και λίγο μπροστά σου, μη σκοντάψεις πάνω στη σχάρα των ομβρίων και πέσεις! Ακολουθούσε πολύ αργότερα η μαμά με το ένα παιδί στο χέρι, το άλλο στο καρότσι και την τσάντα στον ώμο! Ο μικρός ήθελε να της ξεφύγει, εκείνη δεν τον άφηνε. Είναι, ξέρεις, που ακούστηκαν πολλά τότε για κάποιον ανώμαλο, ο οποίος πλησίαζε τα μικρά αγοράκια, τα ξεγελούσε με κάποια ηλεκτρονικά παιχνίδια και έπειτα τα έβρισκαν κακοποιημένα στους θάμνους του απέναντι πάρκου.
Τέλος πάντων, τι περίεργοι που είσαστε εσείς οι άνθρωποι…Συμφωνείς, ε; Ο δικός μας κόσμος εντελώς διαφορετικός. Απολαμβάνουμε το φως, την υγρασία, ό, τι χρειάζεται το κάθε ένα από μας και δεν βαρυγκωμούμε. Έλα, υπομονή, λίγες μέρες ακόμη. Θα στρώσει ο καιρός, θ` αρχίσουν πάλι να κυκλοφορούν διάφοροι τύποι. Για να δούμε, θα περάσουν οι περυσινοί, ή θα αλλάξει εντελώς το τοπίο; Και θα αρχίσεις κι εσύ να κινείς τα πόδια σου. Κάθε μέρα και λίγο περισσότερο ανοίγουν τα μπουμπούκια μου. Το βλέπεις; Το χαίρεσαι;»
Το χαιρόταν ο συνομιλητής της μπουμπουκιασμένης ορχιδέας. Άλλωστε, τη συζήτηση ο ίδιος την διεξήγε. Και τις τελευταίες μέρες, καθώς τα μπουμπούκια φούσκωναν όλο και περισσότερο, να: πέντε στο ένα κλωναράκι, άλλα τέσσερα στο άλλο, έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να σηκωθεί, να φτάσει μέχρι την άκρη του πάγκου, στα μπουμπούκια, να δει πόσο μεγάλωσαν από χτες…
Κάτι μέσα του αναθαρρεύει, μια εσωτερική ώθηση· τη νιώθει που κατευθύνεται στα ακροδάχτυλα, να, να! Εκεί, όμως, σταματά, δεν βγαίνει προς τα έξω…Τον πνίγει ένας κόμπος στο λαιμό, θέλει να κλάψει, να κλάψει δυνατά. Γυρίζει, όμως, το βλέμμα του στα καταπράσινα μπουμπούκια και αμέσως αλλάζει όλη του η διάθεση. «Υπομονή, φίλε μου. Δεν είπαμε; Λίγες μέρες ακόμη και το θαύμα θα γίνει· διπλό: σε μένα και σε σένα. Μόνο μην παρατάς την προσπάθεια. Με πείσμα, όχι με γινάτι. Και μην ξεχνάς, μόλις αύριο ξημερώσει, θα αρχίσουμε πάλι τα σχόλια για τους περαστικούς. Ώρα τώρα για ξεκούραση. Κλείσε τα μάτια. Με το σκοτάδι, ούτε να δούμε είναι δυνατόν ούτε και να μας δουν!»
Έρχεται η νοσηλεύτρια και τον βοηθά να ξαπλώσει. Δύσκολα τον παίρνει ο ύπνος. Στρέφει το βλέμμα του προς την ορχιδέα που μόλις διακρίνεται στο λιγοστό φως του μακρινού φανοστάτη και σκέφτεται τι τυχερή που είναι που δεν την απασχολούν καν σκέψεις, παρά αφήνει τον χρόνο να κυλά μέχρι να ολοκληρωθεί η άνθηση. Αυτό θα κάνει και ο ίδιος. Καθώς τα βλέφαρα αρχίζουν να κλείνουν, του έρχεται φευγαλέα στο νου εκείνο το ποίημα της Αγγελάκη-Ρουκ:
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.
Τι όμορφο νανούρισμα! Αυτό μόνο προφταίνει να σκεφτεί κι αφήνεται στην αγκαλιά του Μορφέα. Αύριο πάλι συνομιλία με την ορχιδέα..