Παρατηρητήριο Γιατρών και Νοσηλευτών για τη Δημόσια Υγεία
Η πολιτική απέναντι στην πανδημία δυστυχώς καθορίζεται από ένα και μόνο πράγμα: Τα τρομακτικά κενά του συστήματος υγείας. Δεν ισχυριζόμαστε ότι δεν υπάρχουν επιδημιολογικά, επιστημονικά, υγειονομικά κριτήρια. Κάθε άλλο. Το συμβούλιο εμπειρογνωμόνων διαθέτει εξαιρετικούς επιστήμονες. Όμως κάθε μέτρο, κάθε απόφαση, κάθε κατεύθυνση, κάθε πρωτόκολλο υπόκειται στα όρια που δημιουργούν οι τεράστιες ελλείψεις του Συστήματος Υγείας. Για τις ελλείψεις υπάρχουν ευθύνες, και σε καιρό πολέμου, οι ευθύνες είναι βαριές.
Αλλά για αυτές δεν θα μιλήσουμε σήμερα.
Πρώτον. Η αντιπαράθεση του ΕΟΔΥ με τους επιστήμονες που κατακρίνουν την πολιτική της ελαχιστοποίησης των εργαστηριακών ελέγχων δεν μπορεί να ευτελίζεται ως “fake news”. Δεν είναι fake news ούτε οι συστάσεις του ΠΟΥ, ούτε η πρακτική σχεδόν του συνόλου των χωρών που διεξάγουν εκτεταμένο screening, ούτε στο κάτω κάτω της γραφής μια οποιαδήποτε άλλη επιστημονική άποψη. Και φυσικά για την επιδημιολογία δεν συνιστά ένδειξη αποτυχίας το χαμηλό ποσοστό νοσούντων που βρίσκει η Νότια Κορέα. Δεν επιμένουμε σε αυτά, υπάρχουν πολλοί καθηγητές επιδημιολόγοι και λοιμωξιολόγοι που θα αντικρούσουν τις συστάσεις του ΕΟΔΥ πληρέστερα από εμάς.
Εάν η άποψη του ΕΟΔΥ σήμερα είναι ότι τα τεστ συστήνονται μόνο για μια πολύ περιορισμένη ευπαθή ομάδα, θα πρέπει να εξηγηθεί για ποιο λόγο πριν λίγες μέρες οι διαγνωστικές εξετάσεις ήταν πολύ πιο εκτεταμένες. Τι άλλαξε από τότε που μέχρι και τα παιδιά του κ. Μητσοτάκη έκαναν τεστ επειδή βρέθηκε θετική η σύζυγος του κ. Πέτσα, μέχρι σήμερα;
Εάν ο ΕΟΔΥ αποφάσισε να περιορίσει τις εργαστηριακές εξετάσεις επειδή η κυβέρνηση δεν φρόντισε να προμηθευτεί αντιδραστήρια, ή επειδή δεν θέλησε να απαγορεύσει τις εξετάσεις επί πληρωμή στα ιδιωτικά κέντρα, ή επειδή δεν κατόρθωσε να στήσει ασφαλείς δομές συλλογής δειγμάτων, ή επειδή γενικώς δεν βάζει το χέρι στην τσέπη σε ζητήματα δημόσιας υγείας, ας αναλάβει το κόστος να επιχειρηματολογήσει για αυτά κάποιος κυβερνητικός εκπρόσωπος. Όχι ο κ. Τσιόδρας.
Δεύτερον. Περίπου τα μισά ή και περισσότερα από τα καθημερινώς ανακοινωθέντα νέα κρούσματα αφορούν υγειονομικούς. Τα νοσοκομεία δυστυχώς αποδεικνύονται εστίες διάδοσης, ενώ θα έπρεπε να είναι προφυλασσόμενα ως κόρη οφθαλμού. Στην ενημέρωση της 17/3 τόσο ο κ. Χαρδαλιάς όσο και ο κ. Τσιόδρας διέψευσαν την έλλειψη προστατευτικού υλικού. Καθημερινές αναφορές από όλα μα όλα τα νοσοκομεία, επώνυμα και υπεύθυνα, παραπονιούνται για την έλλειψη επαρκών μέσων ατομικής προστασίας. Από γιατρούς που χρησιμοποιούν μία απλή χειρουργική μάσκα, μέχρι μάσκες που επαναχρησιμοποιούνται γιατί δίνονται με το σταγονόμετρο. Οι κλινικές στις οποίες υπάρχει διασπορά της μόλυνσης δεν είναι μόνο (ή κυρίως) αυτές της πρώτης γραμμής, αλλά όλες. Από την ΩΡΛ του Ιπποκράτειου και το ακτινολογικό του Ερυθρού, μέχρι την καρδιολογική του Αγία Όλγα και το διοικητικό του Αγίου Σάββα. Κάτι δεν πάει καλά με τα πρωτόκολλα ασφαλείας. Ή δεν τηρούνται από απρόσεκτους και ασυνείδητους (σε τελευταία ανάλυση) γιατρούς και νοσηλευτές, ή τα μέσα προστασίας δεν επαρκούν. Αν συμβαίνει το πρώτο θα πρέπει να ανησυχήσουμε. Αν όμως συμβαίνει το δεύτερο, είναι και πάλι σαφές ότι η μεγαλύτερη υγειονομική μάχη της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, καθορίζεται αποκλειστικά από τα πλεονάσματα που ήθελε η τρόικα και τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες που γκρέμισαν το Σύστημα Υγείας.
Τρίτον. Η επταήμερη καραντίνα γιατρών και νοσηλευτών που έρχονται σε επικίνδυνη έκθεση χωρίς μέσα προστασίας με επιβεβαιωμένο κρούσμα, δεν στέκει με καμιά επιστημονική εκτίμηση ή κλινική εικόνα της μόλυνσης. Ο χρόνος επώασης μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος και οι επτά μέρες καραντίνα βασίζονται αποκλειστικά στην δραματική έλλειψη γιατρών και νοσηλευτών. Δεν υπάρχουν αντικαταστάτες για όσους μπαίνουν σε καραντίνα, οπότε και η καραντίνα μειώνεται από 14 σε 7 ημέρες. Ο κ. Τσιόδρας παραδέχτηκε ότι ο λόγος της μειωμένης καραντίνας είναι ο αφοπλισμός των κλινικών και των νοσοκομείων, ωστόσο, ένας υγειονομικός που την όγδοη μέρα επιστρέφει με απλή χειρουργική μάσκα και αυτοπαρακολούθηση, είναι ίσως μεγαλύτερη απειλή για την με κάθε θυσία συνέχιση της λειτουργίας του νοσοκομείου που είναι η απόλυτη προτεραιότητα. Σε αυτό το θέμα ο κ. Τσιόδρας επιβεβαίωσε τον τίτλο του σχολίου μας. Και στο επίπεδο αυτό, η Δημόσια Υγεία πληρώνει τα εγκλήματα όσων την θεώρησαν περιττό έξοδο, προϊόν προς αγορά και πώληση και όχι κοινωνικό αγαθό στο οποίο αξίζει να σπαταληθούν πόροι και χρήματα για να υπάρχει επαρκές προσωπικό.
Με δύο λόγια και ανακεφαλαιώνοντας. Η πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας δυστυχώς επηρεάζεται, περιορίζεται και σε τελική ανάλυση σφραγίζεται από ελλείψεις, κενά, υποστελέχωση, προχειρότητα, λιτότητα, νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες.
Το επιστημονικό δυναμικό του ΕΟΔΥ δεν πρέπει να σπαταλιέται στον ποταπό ρόλο να δικαιολογεί αυτό το διαχρονικό και διακομματικό έγκλημα σε βάρος της υγείας του λαού.
Έχει πολύ σπουδαιότερη δουλειά να κάνει.
Η αλήθεια πέρα από επαναστατική, είναι και η μόνη που σήμερα μπορεί να βοηθήσει το λαό και τη χώρα. Ας μιλήσουμε λοιπόν στη γλώσσα της.