ΣYXNA τίθεται το ερώτημα: «Η ποίηση (η τέχνη) είναι απαραίτητη, όμως γιατί;[1]»
Ίσως γιατί, είναι η μόνη που ανυψώνει από μια κατεστραμμένη, σε μια ολοκληρωμένη ύπαρξη τον άνθρωπο, αν δεχθούμε την εκφυλιστική τάση των όντων κατά τον Πλάτωνα· την απομάκρυνσή του από τον παράδεισο, λόγω του προπατορικού αμαρτήματος και την οδυνηρή αγωνία της ομοίωσής του με το θείον, κατά την γραφή. Ίσως, γιατί βοηθά τον άνθρωπο να υποφέρει τη σκληρή πραγματικότητα, αυξάνοντας τη θέλησή του να την διαμορφώσει προς το ευμενέστερο, ευγενέστερο· το αληθές· το θείον. Ίσως γιατί, η τέχνη είναι συμπλήρωμα, διεύρυνση και πλήρωση του εαυτού μας, αφού, παρ’ όλη την υποκειμενικότητα, εμπεριέχει, απεριόριστη, αντικειμενικότητα και βοηθά ως εκ τούτου τον άνθρωπο να συλλάβει λεπτομέρειες, διαστάσεις, που του διαφεύγουν· ή διότι λειτουργώντας αμφίδρομα (μίμηση πράξεως), τέλος, μετατρέπει το ατομικό σε κοινωνικό και το κοινωνικό σε οικουμενικό, παρέχοντάς μας τη δυνατότητα να καθαρθούμε, χωρίς να είμαστε αναγκαστικά εμείς οι ίδιοι πρωταγωνιστές του δράματος που συντελείται. “ο άνθρωπος παθαίνει παρακολουθώντας τα παθήματα των άλλων” (Αριστοτέλης). Οπότε, στο βαθμό που κατορθώνει να μας απαλλάξει από μια τόσο οδυνηρή, βιωματική εμπειρία, γίνεται θεραπαινίδα της ψυχής μας, δεδομένου ότι μας βοηθά να μετατρέψουμε το ερέθισμα σε συγκίνηση, το βίωμα σε μνήμη, την ανάμνηση σε έκφραση, την ύλη σε μορφή, τον πόνο σε αγαλλίαση, δαμάζοντας έτσι το κτήνος μέσα μας.
Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται, επίσης, είναι περί της αφετηρίας της τέχνης· πόσο παλαιά είναι η τέχνη!
Όσο και ο άνθρωπος φυσικά, δεδομένου ότι, η πρώτη μορφή έκφρασης άγει την καταγωγή της από την παλαιολιθική εποχή (εποχή του Ανιμισμού) ακόμη. Εποχή κατά την οποία, όντας σε πρωτόγονη κατάσταση, τελούσε σε πλήρη σύγχυση του περιβάλλοντος χώρου, και στην αδυναμία του να κατανοήσει, να δαμάσει, να ελέγξει τα φυσικά φαινόμενα, απέδιδε σε αυτά πνευματικές ιδιότητες, τα λάτρευε, με σκοπό να τα εξευμενίσει, να τα κάνει πιο οικεία, πιο φιλικά προς τον ίδιο και τη ζωή του.
Προέκταση του γεγονότος, της λατρείας αυτής ήταν η απεικόνισή τους στους χώρους που εμβιούσε σε μία πρωτόλεια, σημειολογική μορφή· για να τροποποιηθούν, ειρήσθω εν παρόδω, οι αρχέγονες απεικονίσεις και να πάρουν αισθητική, χρειάστηκε να αποκτήσει, όχι μόνο ολοκληρωμένη αντίληψη του περιβάλλοντος χώρου, αλλά και κοινωνικό περιεχόμενο η ζωή του. Μετατροπή που συντελείται, λαμβάνει χώρα, κατά τη νεολιθική εποχή –7000 – 3000 π.Χ– (αρχή της συλλεκτικής εποχής), κατά την οποία γίνεται ο πρώτος, δειλός διαχωρισμός, ανάμεσα θρησκείας και τέχνης.
Δειλός, γιατί παρά την χρονική απόσταση εκφράζεται μέσω της μαγείας ο άνθρωπος ακόμη. Απόδειξη το γεγονός ότι τα ευρήματα βρίθουν από στοιχεία της ύστερης παλαιολιθικής εποχής (εποχή του Τοτέμ). Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που δεν έχει και αυτή η περίοδος (πρώτη, νεολιθική), ολοκληρωμένη αισθητική, αλλά παραστατικό περιεχόμενο απλώς, καθώς η αισθητική είναι συνάρτηση του περισσεύματος (χρόνου, μέσων, αγαθών), και του προβληματισμού. Και ο προβληματισμός δεν έχει πάρει οντολογική μορφή ακόμη.
Θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να μετατραπεί η μαγεία σε θρησκεία, και ο πρωτόλειος συμβολισμός σε τέχνη. Μετατροπή που συντελείται κατά την ύστερη νεολιθική εποχή η οποία είναι συνυφασμένη με τον έλεγχο, την κατανόηση των φυσικών φαινομένων, τον διαχωρισμό των εννοιών και την κοινωνική συγκρότηση του ανθρώπου.
Τότε μόνο (μέση προς ύστερη νεολιθική, συλλεκτική, εποχή), χάνει, τον, καθαρά, παγανιστικό χαρακτήρα της η τέχνη και αποκτά έναν, αφαιρετικό μεν, κοσμικό χαρακτήρα δε, αρχής γενομένης από τους προϊστορικούς χρόνους (3ος αιώνας π.Χ – Γεωμετρική περίοδος). Ώσπου πολύ αργότερα, κατά τους Ιστορικούς χρόνους (800 – 600 π.Χ), αποκτά, ακόμα, πιο ολοκληρωμένη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης (αισθητική, εννοιολογική), για να φθάσει κατά τον 5ο– 4ο αιώνα π.Χ (κλασική εποχή) στον κολοφώνα της ολοκλήρωσής της σε όλες της τις εκφάνσεις –ποίηση, φιλοσοφία, γλυπτική, αρχιτεκτονική. Εποχή κατά την οποία συντελείται η μέγιστη οντολογική αναζήτηση, αλλά και η κορυφαία κοινωνικοποίηση –εποχή της άμεσης Δημοκρατίας.
Ένα τρίτο ερώτημα που τίθεται, συχνά, επίσης είναι η σχέση της τέχνης με τις θρησκείες.
Δεν κομίζει γλαύκαν κανείς αν ισχυριστεί ότι τέχνη και θρησκεία είναι οι δύο όψεις του αυτού νομίσματος.
Όταν ο πρωτόγονος, παλαιολιθικός άνθρωπος ζωγραφίζει στο σπήλαιο ένα ελάφι, μετέπειτα ένα καράβι, αργότερα μια παράσταση· όταν χορεύει ακόμη έως εξαντλήσεως, είναι βέβαιο ότι εκείνη τη στιγμή ασκεί, συγχρόνως, δύο διαφορετικές πνευματικές λειτουργίες. Της τέχνης και της θρησκείας. Με κυρίαρχη τη δεύτερη, καθώς αποσκοπεί στην ευμένεια των πνευμάτων που αποδίδει στα αντικείμενα και τα φυσικά φαινόμενα, όπως αναφέρθηκε, τα οποία στέκονται απειλητικά απέναντί του, δεδομένου ότι ο κόσμος μέσα στον οποίο ζει, είναι ένας κόσμος άγνωστος, αδίστακτα σκληρός και επικίνδυνος και το άγνωστο προκαλεί δέος, ως γνωστόν, η δε άγνοια πανικό, γι’ αυτό και λατρεύει, θεοποιεί άλλωστε τη φύση στο αρχικό στάδια (παγανισμός)· την εμπειρική γνώση στο δεύτερο στάδιο (ανθρωποθεϊσμός – σαμανισμός), τους Θεούς, τον θεό στο τρίτο στάδιο (πολυθεϊσμός – μονοθεϊσμός) κ.λ.π.
Υπόθεση εργασίας:
Αν για να μην βραχεί, παράδειγμα, κάποιος, καθόταν κάτω από ένα δέντρο και τον σκότωνε ο κεραυνός, η πρώτη πράξη μετά από αυτό ήταν να λατρέψουν το δέντρο, το πνεύμα του δένδρου, του κεραυνού, της βροχής οι απόγονοί του κατά την πρώτη περίοδο (παγανισμός). Τον γέροντα κατά τη δεύτερη περίοδο που είχε την εμπειρική γνώση (ανθρωποθεϊσμός). Τους Θεούς ή το θείον αργότερα (πολυθεϊσμός – μονοθεϊσμός)
Παγανισμός, ανθρωποκεντρισμός, πολυθεϊσμός, μονοθεϊσμός, ανάλογα με τις ανάγκες του, τον αγώνα επιβίωσής του.
Αγώνας προσαρμογής το πρώτο στάδιο· εξήγησης, ελέγχου, εξοικείωσης το δεύτερο· έλλογης γνώσης των φαινομένων το τρίτο, με έναν κοινό σκοπό όμως πάντα. Την αποκάλυψη του μυστηρίου και την προσέγγιση του θείου. Προσέγγιση, η οποία, ούτε ήταν, ούτε είναι δυνατή, τόσο διότι η ζωή του ανθρώπου είναι σύντομη· μια διαδικασία θανάτου κατά τον Επίκουρο, όσο και γιατί, δεν είχε, ούτε και έχει, θνητός ον, την δυνατότητα για κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι το θείον, όπως λέει και ο Μάξιμος ο Ομολογητής, είναι κάτι πέραν αυτού που είμαι· κάτι ανερμήνευτο, ασύλληπτο, υπερβατικό, και κάθε απόπειρα απόδειξης δυσεπίτευκτη, δεδομένου ότι το αρχαϊκό, ως «Όντως ον» κατά τον Παρμενίδη, είναι απροσπέλαστο, μακράν κάθε προσπάθειας.
Βάση αυτών, εύκολα γίνεται κατανοητό, ότι καμία μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης δεν αναπτύχθηκε αυτόνομα, παρά μόνο σε σχέση με κάποια θρησκεία (υπαρξιακή αγωνία), συνειδητά ή ασυνείδητα, γι’ αυτό και η εξέλιξη τους είναι αλληλένδετη. Απόδειξη αυτού οι απεικονίσεις, αλλά και τα γραπτά κείμενα (ιδιαίτερα αυτά) που έχουν διασωθεί από συστάσεως γραφής –Έργα και Ημέρες, Πεντάτευχος, Ζαρατούστρα, Βέδες, κλ.π–, τα οποία έχουν αναφορά τους το θείον.
Τί είναι όμως τέχνη;
Παρότι το ερώτημα αντιστέκεται δυναμικά σε κάθε προσπάθεια ορισμού της, ίσως είναι αποδεκτός ένας ορισμός βάσει της μορφής και της λειτουργικότητάς της.
Τέχνη είναι μίμηση· η αναζήτηση του αρχέτυπου, της έννοιας, της Ιδέας κατά τον Πλάτωνα. Του ποιητικού αιτίου κατά τον Αριστοτέλη. Η οδός προσέγγισης της ουσίας που ενυπάρχει, εν κρυπτώ, μέσα μας, γύρω μας, παντού, και την οποία καλούμαστε να ανακαλύψουμε, μήπως και προσεγγίσουμε, έτσι, τη θεϊκή μας υπόσταση κατά μία θεολογική άποψη. Η συνιστώσα που αναγάγει σε σκεπτόμενο υποκείμενο, ευαίσθητο δέκτη, μονάδα που αισθάνεται, που συμπάσχει, κατά μία άλλη, κοινωνικοποιημένη, αντίληψη τον άνθρωπο. Το απόλυτο πνεύμα, προϊόν του ιστορικού γίγνεσθαι κατά τον Αντόρνο και τον Χέγκελ. Η διαύγαση του κάλλους κατά τον Χάιντεγκερ. Ο χώρος ουσίωσης της αλήθειας κατά τον Νίτσε, κ.λ.π.
Τέχνη είναι η συνισταμένη, η δικαίωση της ύπαρξής μας.
Το γνήσιο αποτύπωμα της ζωής, απαλλαγμένο από τους συμβιβασμούς, την υποκρισία, την συναλλαγή. Ο κόσμος όπως είναι, πρέπει να είναι και όχι όπως φαίνεται, τον κάναμε να φαίνεται ότι είναι.
Αν η ζωή χωρίς το θείον είναι τραγική, η όψη του κόσμου είναι αδυσώπητα σκληρή χωρίς την τέχνη, τη φαντασία, την αισθητική, και τούτο, γιατί η τέχνη διευρύνει τον αισθητό μας κόσμο, καθώς μετατρέπει το ασήμαντο σε σημαντικό, το απόκρυφο σε ορατό, τη λεπτομέρεια σε ουσία, η απουσία των οποίων, μεταβάλλει τον άνθρωπο σε ανάπηρο της πραγματικότητας, του στερεί τη θεϊκή διάσταση, γιατί η τέχνη δεν είναι μόνο υπαρξιακή, αλλά και θεϊκή.
Υπαρξιακή, γιατί από την αρχική, ατομική – κοινωνική, συγκρότησή του ο άνθρωπος ορίζει τον εαυτό του με βάση την κουλτούρα του, τον πολιτισμό του, και θεϊκή, γιατί, θρησκεία και τέχνη σκοπεύουν στο βαθύτερο εγώ, στην εσωτερικότητα του ανθρώπου. Κι όπως η θρησκεία ασκεί την ψυχή, έτσι και η τέχνη ασκεί τις αισθήσεις, την ευαισθησία του ανθρώπου, με απώτερο σκοπό να τον κάνει «Καλό κ’ αγαθό» κατά τον Αριστοτέλη, ικανό να συλλαμβάνει υψηλά νοήματα, λεπτές ψυχικές καταστάσεις, μήπως και βρει, αν ποτέ βρει, το νόημα, την αλήθεια μέσα του, και τούτο, γιατί: Αγνωσία, γνώση, αλήθεια, είναι τα όρια μέσα στα οποία καλείται, είναι αναγκασμένος να κινηθεί, αν θέλει να κατακτήσει την ολοκλήρωσή του, να βρει την οντολογικό, υπαρξιακή του αλήθεια. Και ο χώρος αυτός, είναι βαθύς, επίμονος, ατέρμων, σκοτεινός. «εν βυθώ γαρ η αλήθεια» (Δημόκριτος).
Η μόνη διαφορά, πέραν της μεταφυσικής, που υφίσταται, ανάμεσα θρησκείας και τέχνης είναι το γεγονός ότι, η μεν τέχνη είναι διαλεκτική, η δε θρησκεία δογματική. Η μεν τέχνη δέχεται πολλαπλές ερμηνείες, αναγνώσεις, ενώ η θρησκεία μία, την οποία ή την αποδέχεται, την ασπάζεται κανείς ή όχι.
Ζούμε σε έναν κόσμο οδύνης, πόνου και βαρβαρότητας και μόνο μέσω της θρησκείας και της τέχνης, είμαστε σε θέση να απαλύνουμε την υπαρξιακή και μεταφυσική μας αγωνία, να αποκτήσουμε την πιο ελάχιστη αυτογνωσία· όσο πιο μεγάλη η γοητεία της ζωής, τόσο μεγαλύτερη η οδύνη και το παράλογο του θανάτου· γνωστόν τοις πάσι!
Ποιος αποτύπωσε καλύτερα αυτή την αγωνία όμως; Ο ποιητής βέβαια!
Ο Οιδίπους τύραννος, και ο Οιδίπους επί Κολωνό δύο τραγωδίες καθαρά υπαρξιακές (τραγωδία αυτογνωσίας η πρώτη, πορεία προς το επέκεινα, μεταφυσική η δεύτερη) είναι η μεγαλύτερη απόδειξη αυτού, για να αναφερθούμε σε έναν κλασικό, καθώς συνθέτουν με τον πιο τραγικό τρόπο, την ανθρώπινη μοίρα. Το ανθρώπινο άλγος η μία, και την μεταφυσική λύτρωση, την έσχατη πορεία προς τον θάνατο η άλλη. Δύο τραγωδίες που αποδεικνύουν ότι το δράμα του ανθρώπου, όπως και του Οιδίποδα, άλλωστε, είναι η αυτογνωσία. Το βάσανο δεν είναι να ζει κατά φύσιν, αλλά καθ’ ύπαρξη κανείς. Το ερώτημα, «Ποιος είμαι, τί είμαι, πού πορεύομαι;», είναι μέγιστο. Εμπεριέχει οδύνες. Οδύνες πνευματικές, ηθικές, ψυχικές. Ευεργετικές κατά βάθος βέβαια, δεδομένου ότι ο πόνος, η οδύνη, ο προβληματισμός είναι η δίοδος μέσω της οποίας διέρχεται της πλάνης του φυσικού κανείς. «Δεν είναι το έξωθεν το τραγικό, είναι το έσωθεν», διακηρύσσει ο Σοφοκλής.
Όποιος σκέφτεται, είναι γνωστό ότι υποφέρει (υποφέρει γιατί αισθάνεται, αντιλαμβάνεται), και άρα ευτυχής, καθώς το ουσιώδες δεν είναι η απώλεια φόβου, πόνου, προβληματισμού· η ευθεία οδός, η λεωφόρος, αλλά η αίσθηση, η βίωση, η γνώση, η τεθλασμένη, το πάσχειν και συμπάσχειν· η ατραπός. Μεγαλείο δεν είναι να πορεύεται μέσα στην παθητικότητα, στο λάθε βιώσας, κανείς. Μεγαλείο είναι να οδηγεί τον εαυτό του στα όρια κι εκεί να διαπιστώνει την πλάνη του, την ανεπάρκειά του. Να γίνεται καθημερινά ένας Σίσυφος, ένας Οιδίποδας, τραγικός. «Ό άνθρωπος, εν σκότει πορεύεται», λέει ο εκκλησιαστής, και το σκότος, μόνο η γνώση, το πνεύμα, η τέχνη μπορούν να το διαλύσουν.
Κι η ύπαρξη;
Ύπαρξη χωρίς καλλιέργεια, χωρίς ποίηση, χωρίς υπέρβαση του κατά φύσιν, χωρίς κοινωνία πληρότητας και αγάπης είναι κύμβαλο αλαλάζων, και ο άνθρωπος ως έλλογο ον, είναι επιφορτισμένος να γνωρίζει και όχι μόνο να αναγνωρίζει. Μόνο με το πνεύμα, τη γνώση, την αισθητική δοκιμάζεται η ύπαρξη, δαμάζονται τα ένστικτα. Χωρίς αυτά η ύπαρξη είναι χαμένη. «Εν αρχή ην ο λόγος», επισημαίνει και πάλι ο Ευαγγελιστής, «Ουκ εμοί αλλά του λόγου…» και ο Ηράκλειτος.
Αν αναφέρθηκε ο Οιδίποδας, αναφέρθηκε, αφενός, για να καταδειχθεί η τραγικότητα της ζωής του ανθρώπου, και αφετέρου η καθοριστική επίδραση της τέχνης, της δραματικής ποίησης συγκεκριμένα, πάνω στον Δυτικό πολιτισμό, δεδομένου ότι υπήρξε το μεγαλύτερο επίτευγμα, η πολυτιμότερη παρακαταθήκη της αρχαίας Ελληνικής σκέψης, καθώς, μέσω της τραγωδίας αναδύθηκε ο Πλατωνικός και Αριστοτελικός δυϊσμός και η αέναη σύγκρουση του ανθρώπου με το θείον. Αλλά και για να αναδειχθεί, έτι περαιτέρω, η σχέση του χριστιανισμού με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τα δάνεια στοιχεία που εμπεριέχει.
Η τραγωδία, δεν ήταν ένα κοσμικό γεγονός, για τους αρχαίους, όπως αυτό που βιώνουμε σήμερα. Ήταν κάτι πέραν αυτού. Κάτι ιερό. Ήταν μια θρησκευτική βίωση των εγκοσμίων. Ήταν ο χώρος όπου λάμβανε χώρα το υπαρξιακό γεγονός του ανθρώπου, η σύγκρουσή του με το θείον. Ήταν κάτι σαν κολυμπήθρα του Σιλωάμ, που μέσα της καθαίρονταν από το όνειδος, την ύβρη, την υπέρβαση των ορίων τους οι άνθρωποι της εποχής. Ήταν ο χώρος στον οποίο κατετίθετο, δραματοποιημένα, ο τότε θεολογικός λόγος, δεδομένου ότι εκεί λάμβανε χώρα η θεολογική και η πολιτική αγωγή των πολιτών.
Τί καταθέτει αντιστεκόμενη, με τίμημα ζωής, άλλωστε, η Αντιγόνη, στην του ενός ανδρός αρχή· τον Κρέοντα;
Δεν καταθέτει, την αντίστασή της στην κοσμική εξουσία; Δεν διαλαλεί, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, υπακούοντας στη φωνή της συνείδησής της, την προτεραιότητα που έχουν, πρέπει να έχουν οι άγραφοι θεϊκοί, συνειδησιακοί κανόνες; «Τούτων εγώ έμελλον, ανδρός ουδενός φρόνημα δείσασ’…[2]» (δεν είμαι εγώ αυτή που από φόβο ανθρώπου θα καταπατήσω τους άγραφους θεϊκούς νόμους), αναφωνεί. Αυτό δεν αναφωνούν, τηρουμένων των αναλογιών, και οι πρώτοι χριστιανοί;
Οφειλόμενη διευκρίνιση:
Μην εκληφθεί η σχέση αυτή ως σχέση ταυτολογίας, αλλά ως σχέση συναλληλίας, δεδομένου ότι υφίσταται μία θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα θρησκείας και τέχνης, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι, στη μεν τραγωδία έχουμε την αλήθεια μέσω του μυθοποιημένου λόγου, ενώ στη θρησκεία, μέσω της αποκαλύψεως.
Ταυτίσεις, αποκλίσεις, συγκλήσεις.
Έγιναν πολλές προσπάθειες, κατά καιρούς, να εξοριστεί η τέχνη, ο μύθος ιδιαίτερα, με πρώτη και καλύτερη αυτή του Πλάτωνα ο οποίος εξορίζει στην πολιτεία του, χάριν του έλλογου στοιχείου, τους ποιητές· εις μάτην!
Ίσως γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη το μυστήριο και θέλει να ζει ανάμεσα στο μυθικό και το πραγματικό, το έλλογο και το φανταστικό. Ίσως γιατί ο μύθος ως η έκφραση του κοσμικού δράματος, αίρει τον άνθρωπο από την έκπτωσή του. Σημαίνουσα, μάλλον, διάσταση για να την χρησιμοποιεί ως ποιητικό αίτιο και ο Πλάτωνας στην πολιτεία του. πιθανόν γιατί διέγνωσε, ότι το έλλογο στοιχείο, η μαρτυρία του φιλοσοφικού λόγου δεν αρκεί για να εδραιωθεί η μεταφυσική, η αθανασία της ψυχής. Χρειάζεται και ο μύθος, η ανθρώπινη μετά θάνατον μαρτυρία, γι’ αυτό και κλείνει την πολιτεία του με την προσωπική μαρτυρία του Ηρός του Αρμενίου.
Δεν είναι ο μυθοποιημένος λόγος μόνο που φανερώνει αυτή την σχέση όμως. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία που την ενισχύουν. Όπως, η ταυτολογία των χώρων (Ελληνικού θεάτρου και χριστιανικών ναών). Η σημειολογία των μύθων επίσης: (Θυσία του Ισαάκ – Θυσία της Ιφιγένειας. Κατακλυσμός του Νώε – Μύθος του Δευκαλίωνα. Πύρινο άρμα του Προφήτη Ηλία – Φτερωτό άρμα του Παρμενίδη. Θάνατος και ανάσταση του Λαζάρου – Θάνατος και επανάκαμψη του Ηρός του Αρμενίου, Δώδεκα Απόστολοι – Δώδεκα οι Θεοί του Ολύμπου, κ.λ.π). Το θεολογικό, φιλοσοφικό υπόστρωμα των νεοπλατωνιστών, χριστιανών, φιλοσόφων ακόμη (Πρόκλος, Φίλωνας και λοιποί), και των Πατέρων της εκκλησίας που συγκρότησαν όλο το θεολογικό οικοδόμημα του χριστιανισμού.
Σχέση, στοιχεία απολύτως φυσικά, εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο χριστιανισμός ανδρώθηκε στην προέκταση του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, κι ως εκ τούτου, ήταν επόμενο να υιοθετήσει στοιχεία του, μέρος του πολιτισμού του. Τόσο γιατί ήταν αναγκασμένος να απευθυνθεί σε λαούς, σε κοινωνίες που ζούσαν σε συγκεκριμένους γεωγραφικούς χώρους στους οποίους είχαν αναπτυχθεί όλοι σχεδόν οι μέχρι τότε μεγάλοι πολιτισμοί (Αιγυπτιακός, Ασσυρίων, Βαβυλωνίων, Αρχαίος Ελληνικός), και άρα είχαν πολιτισμική ταυτότητα και αναφορά, όσο και γιατί, όντας ένας ζωντανός οργανισμός πεπαιδευμένων ανθρώπων ο ίδιος (Επίσκοποι, Πατέρες της εκκλησίας, κ.λ.π, πολλοί εκ των οποίων είχαν κλασικές φιλοσοφικές σπουδές), ήταν φυσικό να υιοθετήσουν, μέρος της παιδείας τους, στοιχεία των πολιτισμών. Ιδιαίτερα του αρχαίου Ελληνικού, ο οποίος, όχι μόνο ήταν ζων και κυρίαρχος, αλλά και ο πιο ολοκληρωμένος σε φιλοσοφικό, θεολογικό επίπεδο.
Δεν είναι άμοιρο το γεγονός ότι ο Πλάτων χαρακτηριζόταν από τους πρώτους Χριστιανούς φιλοσόφους, διανοητές, ως, ο πρώτος, προ Χριστού, χριστιανός – Ευαγγελιστής.
Ως εκ τούτου, αντιλαμβάνεται κανείς την πολιτισμική συνέχεια, το πολιτιστικό βάρος που φέρει μέσα του ο Χριστιανισμός, αλλά και κάθε θρησκεία από τους προγενέστερους πολιτισμούς, προέκταση των οποίων υπήρξαν, δεδομένου ότι ο κόσμος, η ζωή, δεν είναι αυθύπαρκτη. Δεν είναι άθροισμα απλώς ανθρώπων, καταστάσεων, δραστηριοτήτων. Είναι μια συνεχής εξέλιξη. Υπόκεινται σε μια ιστορική, διαλεκτική σχέση. Όλοι είμαστε προέκταση, συνέχεια κάποιων. Όλοι έχουμε δάνεια στοιχεία, πόσο μάλλον ένας ζωντανός οργανισμός· όρα θρησκείες· πολλώ δε μάλλον ο χριστιανισμός του οποίου τα χωροταξικά δάνεια πέραν των άλλων (θεολογικών, φιλοσοφικών) είναι πολλά και εμφανή. Και προς επίρρωσιν:
Όλοι γνωρίζουμε τη λέξη εκκλησία, η οποία άγει την καταγωγή της από την αρχαία ελληνική λέξη εκκλησία γραμματολογικά και την εκκλησία του Δήμου λειτουργικά, το χώρο στον οποίο συναθροίζονταν οι αρχαίοι Αθηναίοι, σε μια συνάθροιση κοινωνίας, όπου συντελούνταν, ο, «Κατά πόλιν τρόπος του ζειν», πιστή αντιγραφή της οποίας είναι και η σημερινή εκκλησία (ναός) όπου λαμβάνει χώρα το θρησκευτικό (εκκλησιαστικό) γεγονός το οποίο συνιστά αντίστοιχα, τον, «Κατ’ αληθείαν Χριστού τρόπον του ζειν»
Όλοι εκκλησιαζόμαστε, όλοι έχουμε ακούσει, έχουμε διδαχθεί και πολλοί έχουμε δει επί σκηνής κάποια αρχαία ελληνική τραγωδία. Εάν ενσκήψει βαθύτερα στο χωροταξικό, τελετουργικό δρώμενο όμως κανείς –αρχαίο Ελληνικό θέατρο, χριστιανικοί ναοί, Εκκλησία, θα παρατηρήσει ότι υπάρχουν συγκεκριμένες αναλογίες, αν όχι λειτουργικές ταυτίσεις.
Συγκεκριμένα:
Η αριστερή πύλη ενός ναού, σηματοδοτεί την εισαγωγή από τον έξω χώρο, την προσκομιδή, στον κυρίως ναό. Η δεξιά πύλη, την είσοδο στο ιερό. Η κεντρική, Ωραία πύλη, ανήκει αποκλειστικά και απαραβίαστα στον ιερουργό. Η ίδια ακριβώς σημειολογία υπάρχει, αντιστοιχεί και στο χώρο όπου λάμβανε χώρα η αρχαία Ελληνική τραγωδία. Από την αριστερή πύλη του θεάτρου, τους αγρούς, εισέρχεται πάντα ο φύλακας στο προσκήνιο, την ορχήστρα, από τη δεξιά μπαίνει πάντα στο παλάτι, και από την κεντρική πύλη εισέρχεται και απέρχεται αποκλειστικά και μόνο ο βασιλεύς που ήταν, οιονεί, και αρχιερεύς.
Εύλογα θα αναρωτηθεί, γιατί το τοπογραφικό, το τελετουργικό του θεάτρου και όχι κάποιου ναού, κανείς, βέβαια, δεδομένου ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν περίλαμπρους ναούς; Γιατί, όντας μια μονοθεϊστική θρησκεία ο χριστιανισμός, ήταν επόμενο να βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το δωδεκάθεο των αρχαίων Ελλήνων και δύσκολα θα υιοθετούσε έναν χώρο λατρείας, αλλά και γιατί ο χώρος του θεάτρου προσφερόταν λόγω της δραματικής συγγένειας.
(Ο χώρος δεν είναι το σημαίνον. Σημαίνον είναι το συντελούμενο εις τον χώρο. Το συντελούμενο κάνει τους ναούς ιερούς).
Πέραν αυτών όμως, η σχέση θρησκείας και τέχνης ενισχύεται και από τη συμβολή των κοσμικών δημιουργών του παρόντος και του εγγύτερου παρελθόντος, γιατί, όσο επέδρασαν και επηρέασαν οι τέχνες τις θρησκείες κατά το πρώτο στάδιο, τόσο επέδρασαν και επηρέασαν και οι θρησκείες τις τέχνες, τον πολιτισμό κατά τα επόμενα στάδια, ιδιαίτερα ο χριστιανισμός μετά την ανακήρυξή του ως επίσημης θρησκείας της, Ανατολικής και Δυτικής, Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Δεν διαφεύγει της προσοχής κανενός, ότι ο Δυτικός πολιτισμός είναι χριστιανικός πολιτισμός, και ότι μέχρι το τέλος του 18ου, αρχές 19ου αιώνος, ήταν απόλυτα συνυφασμένος, εξαρτημένος σχεδόν, από την εκκλησία, δεδομένου ότι υπήρξε μετά την επικράτησή του ως επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, κυρίαρχη ιδεολογία και εκ της θέσεως αυτής επηρέαζε κάθε κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική έκφανση, έκφραση –ποίηση, μουσική, ζωγραφική, λογοτεχνία, «θέατρο!», γλυπτική, αρχιτεκτονική, πολιτική. Απόδειξη, το εύρος των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων του Δυτικού πολιτισμού που κοσμούν τους ναούς και τα δημόσια κτίρια Δύσης και Ανατολής.
Τί θα ήταν, άραγε, ο χριστιανισμός, και ο Δυτικός, Ορθόδοξος και μη, πολιτισμός, χωρίς τον Ρωμανό το Μελωδό, τον Δάντη, τον Αυγουστίνο, τον Παπαδιαμάντη, τον Κόντογλου, τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Νταβίντσι, τον Ρέμπραντ, τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο, τον Μπαχ, τον Χέντελ, κ.λ.π;
Συναλληλία.
Βάσει των ανωτέρω, εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα, ότι, η σχέση, θρησκείας και τέχνης, υπήρξε, ανέκαθεν, μια σχέση στενής συναλληλίας. Μια σχέση που ξεκίνησε, ασυνείδητα στην αρχή, για να γίνει συνειδητή και αμφίδρομη στη συνέχεια, καθώς εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί δύο βασικές ανάγκες. Την ανάγκη των δημιουργών να αποτυπώσουν το θρησκευτικό τους αίσθημα, και την ανάγκη της ίδιας της εκκλησίας να κάνει πιο άμεσο, πιο βιωματικό το συντελούμενο θρησκευτικό γεγονός. Για να εντυπωθούν καλύτερα οι έννοιες, άλλωστε, χρειάζονται παραστατική εκλαΐκευση, ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια, όπου το αλλόγλωσσο και η αμάθεια, επικρατούν. Και η εκλαΐκευση αυτή συντελέσθηκε και συντελείται μέσω της τέχνης, δεδομένου ότι η τέχνη με την σημειολογία της φέρνει στην επιφάνεια την Ιδέα, την ουσία του συντελούμενου γεγονότος. Απόδειξη αυτού, η τέχνη της αγιογραφίας, αλλά και της μουσικής και της υμνογραφίας, που σε συνδυασμό με τα δρώμενα, το τελετουργικό, αποδεικνύουν περίτρανα την ταυτολογία.
Πώς θα μπορούσε, αφού από τις απαρχές η τέχνη σκόπευε και σκοπεύει στην εντελέχεια της ψυχής, καθώς αναζητούσε και αναζητεί, όπως και η θρησκεία άλλωστε, την εσωτερικότητα των πραγμάτων. Αναζητούσε και αναζητεί να φέρει στην επιφάνεια το αρχέτυπο. Το πρόσωπο και όχι το προσωπείο. Να μας θυμίζει τον αρχέγονο πλούτο μας, το κάλλος του χαμένου παραδείσου· την μοναδικότητά μας. Την μοναδικότητα των στιγμών, των συναισθημάτων. Όχι γιατί έτσι, μέσω της τέχνης θα γνωρίσουμε, θα προσεγγίσουμε το θείον βέβαια, καθότι ως υπερβατικό και αρχέτυπο πάντα θα μας διαφεύγει, αλλά, με την ελπίδα, πως, ίσως δυνηθούμε, μέσω της υψηλής τέχνης, να φτάσουμε σε πιο λεπτές προσεγγίσεις που θα μας ανοίξουν ευκολότερα τις πύλες της γνώσης ή έστω της αυτογνωσίας.
Στο αειθαλές και πάντα αιωρούμενο ερώτημα: ποια είναι τα κριτήρια της υψηλής τέχνης, πολύ φοβάμαι ότι δεν υπάρχει σαφής, κατηγορηματική απάντηση, καθόσον τα κριτήρια δεν παρέχονται, αλλά κατακτώνται μέσα από την αέναη αναζήτηση, δεδομένου ότι η σπουδή της ανθρώπινης περιπέτειας είναι προσωπική υπόθεση του καθενός, το αποτέλεσμα της οποίας ποικίλει. Είναι συνάρτηση προτεραιοτήτων, σπουδής, τριβής, ευαισθησίας, αισθητικών δυνατοτήτων, ειλικρίνειας ακόμη με τον εαυτό μας, γιατί η τέχνη είναι, μια εκ βαθέων εξομολόγηση και στην εξομολόγηση –θρησκευτική ή κοσμική– βρίσκεται κανείς ενώπιος ενωπίω.
Επίλογος.
Όσο ο περιβάλλον κόσμος θα μας απογοητεύει, θα μας προδίδει, θα μας καταπιέζει· όσο η βαρβαρότητα θα απειλεί τον πολιτισμό μας· όσο οι θρησκείες θα χάνουν το εκκλησιαστικό, μεταφυσικό, θεολογικό τους περιεχόμενο και θα κοσμικοποιούνται, τόσο η τέχνη θα είναι, εκεί, παρούσα. Θα αγωνίζεται να κάνει τον κόσμο μας κόσμημα και τη ζωή μας, αν όχι άφθαρτη, τουλάχιστο υποφερτή. Θα δίνει ουσία και περιεχόμενο στην ενθαδικότητά μας, θα μας βοηθά στο μέτρο του δυνατού να ζούμε καθ’ ύπαρξιν και όχι μόνο κατά φύσιν. Θα απαλύνει ούτως ειπείν την αγωνία μας, την ένταση, το έρεβος του θανάτου. Θα μας κάνει, ολίγον τι, αθάνατους. Γιατί: «…με την τέχνη και το όνειρο, δεν γερνάει εύκολα κανείς…», λέει ο ποιητής[3], καθώς γίνεται μέτοχος αθανασίας. «Μνάσεσθαί τινά φα μι και ύστερον αμμέων», αναφέρει σε κάποιον στίχο της η Σαπφώ· (σε μελλούμενους καιρούς, κάποιος θα βρίσκεται να μας θυμάται· μετ: Οδ. Ελύτη)
Ως εκ τούτου:
Όσο θα εξορίζουμε την τέχνη από τη ζωή μας, τόσο πιο δυστυχείς, πιο μόνοι, πιο τραγικοί θα γινόμαστε, γι αυτό παράκληση θερμή, μην πυροβολείτε τους ποιητές, γιατί αν υπάρχει μια ελάχιστη ελπίδα ελευθερίας αυτή βρίσκεται στο φαντασιακό, διαφορετικά επίκειται το χάος*.
[1] Ζαν Κοκτώ.[2] Σοφοκλής: Αντιγόνη. στ. 458-459.
[3] Οδ. Ελύτης. Πίνακας: Μιχαήλ Άγγελος: La pieta
*Διάλεξη που δόθηκε μετά από παραγγελία του Μητροπολίτη κ. Σεραφείμ Παπακώστα.