Παρόλο που έχει περάσει τόσος καιρός από την εμφάνιση του κορονοϊού, συνεχίζουν να γίνονται ορισμένα λάθη και συγχύσεις ορολογίας, όχι μόνο από το κοινό αλλά και από τα μέσα ενημέρωσης, ακόμη και από ορισμένους επιστήμονες.
Η συχνότερη παρανόηση αφορά τον όρο Covid-19 (σύντμηση της φράσης «Coronavirus Disease 2019», δηλαδή «Νόσος από κορονοϊό που εμφανίστηκε το 2019»). Η ορθή αναφορά είναι «η Covid-19» και όχι «ο Covid-19», εφόσον πρόκειται για τη -θηλυκού γένους- νόσο και όχι για το όνομα του κορονοϊού που είναι διαφορετικό. Ο -αρσενικού γένους- ιός λέγεται SARS-CoV-2.
Μία δεύτερη συχνή σύγχυση γίνεται ανάμεσα στους όρους θνητότητα (fatality) και θνησιμότητα (mortality) σχετικά με την Covid-19. Ο δείκτης θνητότητας (fatality rate) αφορά το ποσοστό των θανατηφόρων περιστατικών, με άλλα λόγια την αναλογία των θανάτων σε σχέση με τους νοσούντες.
Εδώ πρέπει να γίνει μία διάκριση στη θνητότητα με βάση τους διαγνωσμένους με τεστ νοσούντες (δηλαδή με βάση τα επιβεβαιωμένα κρούσματα), ένα ποσοστό που στην Ελλάδα είναι σήμερα περίπου 3%, και στην πραγματική θνητότητα με βάση το σύνολο των νοσούντων, το οποίο περιλαμβάνει επίσης τους ήπιους και ασυμπτωματικούς ασθενείς που δεν έχουν διαγνωσθεί με τεστ. Αυτό το ποσοστό θνητότητας στην Ελλάδα και σε κάθε άλλη χώρα θα παραμείνει άγνωστο, μέχρι να γίνουν στον πληθυσμό εκτεταμένα τεστ αντισωμάτων έναντι του κορονοϊού.
Από την άλλη πλευρά, ο δείκτης θνησιμότητας (mortality rate) αφορά το ποσοστό των θανάτων από ένα νόσημα στο σύνολο ενός πληθυσμού σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, π.χ. ενός έτους. Στην Ελλάδα και σε όποια άλλη χώρα είναι, επίσης, νωρίς ακόμη για να υπολογιστεί η θνησιμότητα της Covid-19.
Μία άλλη βασική επιδημιολογική έννοια είναι ο επιπολασμός (prevalence), δηλαδή ο αριθμός των περιστατικών ή κρουσμάτων που ήδη υπάρχουν στον πληθυσμό (ο πραγματικός αριθμός στην περίπτωση της Covid-19 παραμένει άγνωστος για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες). Ο επιπολασμός διαφέρει από την επίπτωση (incidence), που μετρά πόσο γρήγορα εμφανίζονται τα νέα περιστατικά στον πληθυσμό. Όσο μεγαλύτερη είναι η επίπτωση και η διάρκεια μίας νόσου τόσο μεγαλώνει ο επιπολασμός.
Διάκριση μπορεί, επίσης, να γίνει ανάμεσα στη νόσο και στο νόσημα. Η νόσος είναι η νοσηρή διαδικασία, ενώ το νόσημα είναι το αποτέλεσμα της νοσηρής διαδικασίας.
ΑΠΕ