του Μαξ Μπέργκμαν*
Τις τελευταίες δέκα ημέρες, η συνήθως ήρεμη διπλωματική σκηνή της ΕΕ αρχίζει να μοιάζει με την πολωμένη πραγματικότητα της Ουάσινγκτον. Μια τηλεδιάσκεψη των ευρωπαίων ηγετών εξελίχθηκε σε πεντάωρη μονομαχία. Ο ευρωπαϊκός Τύπος είναι τώρα γεμάτος με εμπρηστικές διαρροές, παθιασμένες εκκλήσεις και πικρές αναφορές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η σπίθα που άναψε αυτή τη φωτιά ήταν η πρόταση εννιά ευρωπαϊκών κρατών να εκδοθούν τα λεγόμενα «κορονο-ομόλογα», που θα δώσουν τη δυνατότητα στην ΕΕ να δώσει μια ισχυρή απάντηση στην κρίση. Η πρωτοβουλία αυτή προσέκρουσε στην αντίδραση των κρατών της βόρειας Ευρώπης, με επικεφαλής τη Γερμανία και την Ολλανδία.
Με μια πρώτη ματιά, η διαμάχη αυτή γύρω από ένα ομόλογο μοιάζει δευτερεύουσα. Αφορά όμως το ίδιο το μέλλον της Ευρώπης: ένα κοινό ευρωομόλογο θα καταστήσει ευρωπαϊκή ευθύνη το χρέος που φορτώνονται τώρα μεμονωμένα κράτη για να αντιμετωπίσουν αυτή την κρίση.
Το ζήτημα αυτό έχει ευρύτερες επιπτώσεις: η έκδοση ενός τέτοιου ομολόγου θα οδηγήσει σε δραστική αύξηση της δύναμης της ένωσης. Ο Τζέικομπ Φανκ Κίρκεγκορντ από το Peterson Institute το αποκαλεί «Στιγμή Χάμιλτον», μια αναφορά στην απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης του 1790 να αναλάβει όλο το χρέος των μεμονωμένων αποικιών κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Ηταν ένα αποφασιστικής σημασίας βήμα για τη δημιουργία μιας ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης στην Ουάσινγκτον.
Η κίνηση αυτών των εννιά χωρών για την έκδοση ενός ευρωπαϊκού ομολόγου ήταν στην πραγματικότητα μια εξέγερση κατά του ευρωπαϊκού στάτους κβο. Με άλλα λόγια, ήταν μια αντίδραση κατά της Μέρκελ και της λιτότητας που εφαρμόστηκε την περασμένη δεκαετία στην Ευρώπη.
Η Μέρκελ έχει επαινεθεί ξανά τον τελευταίο καιρό, τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό, με τους Financial Times να επισημαίνουν ότι έχει γίνει «το σύμβολο των δυτικών φιλελεύθερων αξιών τις οποίες περιφρονούν εθνικιστές όπως ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ».
Πολλοί Ευρωπαίοι όμως έχουν διαφορετική άποψη. Η Μέρκελ είναι και ο αρχιτέκτονας δέκα ετών καταστροφικής λιτότητας που έχουν προκαλέσει στερήσεις σε όλη την Ευρώπη και οδήγησαν στην άνοδο δεξιών λαϊκιστικών κινημάτων.
Τα τελευταία χρόνια, όσο οι συνέπειες της λιτότητας γίνονταν φανερές και τα εθνικολαϊκιστικά κόμματα υπονόμευαν την ΕΕ, ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες άρχισαν να ζητούν μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της ανάπτυξης. Η εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν το 2017 ερμηνεύτηκε ως σταθμός στην ευρωπαϊκή πολιτική, καθώς ο γάλλος πρόεδρος διατύπωσε μια σειρά από προτάσεις για το μέλλον της Ευρώπης. Αλλά η Μέρκελ τις απέρριψε όλες.
Όταν ξέσπασε η πανδημία, η Ευρώπη έδειχνε να έχει αντλήσει τα διδάγματά της από την προηγούμενη κρίση. Η ΕΕ ανέστειλε τους αυστηρούς κανόνες για τα ελλείμματα και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδειξε έναν δυναμισμό που δεν είχε δείξει το 2008. Στο ερώτημα όμως αν η Ευρώπη πρέπει να μοιραστεί την ευθύνη για τα χρέη που συσσωρεύονται, η απάντηση της Μέρκελ ήταν και πάλι ένα κατηγορηματικό «Nein».
Για να είμαστε τίμιοι, η Γερμανία δεν είναι το μοναδικό εμπόδιο. Μαζί της συντάσσονται και άλλες συντηρητικές κυβερνήσεις όπως εκείνη της Ολλανδίας. Αν όμως μετακινηθεί η Μέρκελ, θα μετακινηθεί και η Ευρώπη.
Λίγοι ευρωπαίοι ηγέτες στην ιστορία είχαν τη δύναμη να μετακινήσουν την Ευρώπη και έκαναν τόσο λίγα. Το ερώτημα είναι αν η ενότητα της Ευρώπης θα αντέξει μια τέτοια ισχυρογνωμοσύνη.
(*) Ο Μαξ Μπέργκμαν είναι senior fellow στο Center for American Progress και υπηρέτησε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ από το 2011 ως το 2017
ΑΠΕ