Τα νεαρά βλαστάρια που από Καστοριά μετοικούσαν στην Πόλη, ασχολούνταν αποκλειστικά σχεδόν με τη γούνα και όχι με τόσα άλλα επαγγέλματα
Αφήγηση γερόντων όπως την παραθέτει ο δάσκαλος μου Ακαδημαϊκός Νικόλαος Μουτσόπουλος στο « ΚΑΣΤΟΡΙΑ τα αρχοντικά», Εκδόσεις Αρχιτεκτονικής, Αθήνα, 1962, σ.18 :-
«…..το γουναράδικο, συνήθως βρίσκονταν στο μεσοπάτωμα. Εκεί υπήρχαν δυο σειρές τεζιάχια, χαμηλά τραπέζια που κάθονταν σταυροπόδι και δούλευαν τις γούνες, οι χρωματιστάδες, κόφτες, ραφτάδες και μαδιστάδες. Τις μπάλες τού χορδά (γουνοφόρων αποκομμάτων σ.σ.) τις ξεχώριζαν στις αυλές, κομματάκια νούρκα, σκούνξ, σιντζιάπι, αστρακάν, γοραντούρα, κότσια και μηλόγουνες. Τα άχρηστα κομματάκια, τα μπουκλούκια, τα πετούσαν σε μια άκρη πέρα στο βουνό. Τα τσιράκια σέβονταν πάντα τον γέρο γουναρά.
Και όπως αφηγείται η Ιφ. Διδασκάλου ««Όταν έβγαινε το πρώτο ώριμο ροδάκινο τό ’φερναν τα παιδιά στο μαγαζί, τό’ βαζαν πάνω στο τεζιάχι για σημάδι πως αρχίζαν τα νυχτέρια. Όταν πάλι άνθιζε το πρώτο ζουμπούλι τό’ βαζαν σε ένα ποτήρι μπροστά στο αφεντικό, σημάδι πως το καλοκαίρι ερχόταν πια και θα σταματούσαν τα νυχτέρια»». (…..) Τα παλιά τα χρόνια πριν βγουν οι μηχανές όλη η δουλειά πέρναγε απ’ τα χέρια των φημισμένων καστοριανών τεχνιτών…».
Πώς να ξεκίνησε άραγε η γουνοποιία στην Καστοριά. Ήρθε από αλλού και πότε. Θα βρείτε δεκάδες ερμηνείες. Βλέπετε η φυσική γούνα «εξαϋλώνεται» σε μερικές δεκαετίες και δεν βρίσκεται στις ανασκαφές τάφων, μαζί με άλλα κτερίσματα, για να μπορεί κανείς να υποστηρίξει εάν λ.χ. και οι Μακεδόνες τού Φιλίππου φορούσαν επεξεργασμένες γούνες.
Ευκαιρία, να πω δυο λόγια και στους φίλους μου οικολόγους. Οικολογική γούνα είναι μόνον η φυσική γούνα από ζώα φάρμας και όχι άγριας πανίδας (ακριβώς γιατί λιώνει με τον καιρό) και δεν είναι η συνθετική, το υποπροϊόν πετρελαίου, που μένει αναλλοίωτη. Αν υποστηρίζετε τη δεύτερη εν αγνοία σας, έχει καλώς, διορθώστε το. Αν όχι, τότε έχετε τόση σχέση με οικολογία όσην έχω εγώ με αεροναυτική τού διαστήματος.
Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε κέντρο διακίνησης γουναρικών προερχόμενων από Σαμαρκάνδη, αργότερα Αρμενία και Ρωσία , πολύ πριν εμφανιστούν αυτές οι κρατικές οντότητες , όταν ακόμη ονομάζονταν Βυζάντιον, ως αποικία των Μεγαρέων, περί το 657 π.Χ. Όντας η Πόλη το εμπορικό κέντρο γιατί άραγε να επιλέξει την Καστοριά ως συνεργάτιδα στην επεξεργασία και διακίνηση γουναρικών και όχι κάποια από τις τόσες άλλες πόλεις της Μακεδονίας. Μήπως λόγω της στρατηγικής θέσης στη παλιά Εγνατία, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Βέροια , Καστοριά, Δυρράχιο ; Ενδεχομένως.
Πηγές αναφέρουν πως η επεξεργασία δερμάτων καστόρων της λίμνης είχε ξεκινήσει από τα χρόνια που η Καστοριά ονομάζονταν Κήλητρον (κηλέω = θέλγω) γύρω στο 700π.Χ. ;
Πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω, μήπως θά ’πρεπε να ασχοληθούμε συστηματικότερα με τον Νεολιθικό Λιμναίο Οικισμό τής Καστοριάς ( 5500 π.Χ.) ;
Πάσσαλοι εδράσεως βρέθηκαν από τα βόρεια άκρα του Δισπηλιού, μέσω Μαυροχωρίου, έως τα βόρεια άκρα της Πολυκάρπης. Εμβαδομετρώντας επιφάνεια, πυκνότητα τών οικίσκων, με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, και υπολογίζοντας 4 – 6 άτομα ανά οίκημα έχουμε έναν οικισμό 4000 – 6000 κατοίκων. Σε μια εποχή που ο πληθυσμός τών οικισμών κυμαίνονταν μεταξύ 100 και 300 κατοίκων.
Μήπως σε τούτη την περιοχή έχουμε τη συγκέντρωση παραπίνδιων φύλων (άφθονη τροφή από τη λίμνη και διαθέσιμος κάμπος) χιλιετίες προ των καθόδων νοτιότερα ;
Επιπλέον, στις ανασκαφές βρέθηκαν κοκάλινες βελόνες πολύ μεγαλύτερες τού συνήθους μεγέθους τις οποίες ερευνητές θεωρούν εργαλεία συρραφής γουνοφόρων δερμάτων, εφόσον οι κλιματικές συνθήκες της μέσης και ύστερης νεολιθικής εποχής προσομοιάζουν με τις σημερινές.
Μήπως εδώ αναπτύχθηκε μια παράδοση χιλιετιών στην επεξεργασία γουνοφόρων δερμάτων ; Από τα κατοικίδια και άγρια έως τα επεξεργασμένα τών κλασσικών χρόνων και τα πολυτελή τού μεσαίωνα ;
Βέβαιον είναι, και αναπαρίσταται σε ξυλογραφίες και χαλκογραφίες της εποχής, πως η γουνοποιία οργανώνεται σε συντεχνίες μετά το 10ο αιώνα και ανθεί μετά τον 13ο με τους Παλαιολόγους, οπότε καθιερώνεται ως πανευρωπαϊκή μόδα από την Βασιλεύουσα των πόλεων έως τα βασίλεια τής κεντρικής και βόρειας Ευρώπης.
Νομίζω λοιπόν πως είναι αμφίδρομη η σχέση Καστοριάς Κωνσταντινούπολης. Η Πόλη βρίσκει στο Κάστρο τής Εγνατίας μιαν έτοιμη παράδοση επεξεργασίας γουνοφόρων και την αξιοποιεί. Τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας που είθισται να διοικούν την Καστοριά βρίσκουν εδώ συνεργεία άριστων τεχνιτών για τις επιδιορθώσεις των ακριβών πολυτελών γουναρικών τους. Κάπως έτσι παγιώνεται η αμφίδρομη σχέση.
Έτσι εξηγείται γιατί τα καστοριανά βλαστάρια ( Βλαστός και το επίθετο τού κυρ Μανωλάκη, κατ’ άλλους Φιλίππου τού Πέτρου, προσωπικά επιλέγω το Βλαστός (βλέπε σελ. 26 των «Επιστολών Ευγενίου του Αιτωλού», Έκδοση Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1992) , γιατί λοιπόν τα νεαρά βλαστάρια που από Καστοριά μετοικούσαν στην Πόλη ασχολούνταν αποκλειστικά σχεδόν με τη γούνα και όχι με τόσα άλλα επαγγέλματα.
Άρα κάτι συνδέει Πόλη και Καστοριά στη γουνοποιία , η οποία κυριολεκτικά εκτινάσσεται μετά τις Συνθήκες τού Πασάροβιτς (1715) και Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1768) με τις οποίες η Αυστρία και η Ρωσία αντιστοίχως επιβάλλουν στους Οθωμανούς πολιτικές ανοιχτών συνόρων και προστασίας τών Χριστιανών εμπόρων απογειώνοντας έτσι το εμπόριο γενικά και το εμπόριο γούνας ειδικότερα.
Και να κλείσω με μιαν ευχή για το σήμερα. Η σημερινή κατάσταση του κλάδου δεν οφείλεται «στην κακή διαιτησία ή στους κακούς ξένους» αλλά στα μυαλά μας, στις άλογες πολιτικές τών ανοιχτών πιστώσεων, στις νεοπλουτίστικες συμπεριφορές μας που κόστισαν ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ δισεκατομμύρια και στην έλλειψη επιχειρηματικότητας (ασφαλώς με υπαρκτές φωτεινές εξαιρέσεις), Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτά. Το οφείλουμε στους ευκλεείς προπάτορες, στους προπάππους μας που μεγαλούργησαν και στα παιδιά μας που αγωνιούν στην ανεργία. Δεν αξίζει η πόλη με το υψηλότερο κάποτε κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα να είναι σήμερα ουραγός.