Καστοριά

Παλιό Κωσταράζι Απρίλης 1905: Πώς ένα ψέμα έσωσε το χωριό και 250 Μακεδονομάχους από τους Τούρκους

Μία ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη του 1905 στο Κωσταράζι, τότε σωστή αετοφωλιά. Πολλοί νόμιζαν πως πάει το ”Τούρκικο” και ήρθε το ”Ελληνικό”

Το κομμάτι που παρουσιάζουμε αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου ”Μακεδονικές ιστορίες – Τα δύο στρατόπεδα”, Αθήναι 1958 και έχει τίτλο ”Ο Μουχτάρης” και αποτελεί ένα σημαντικότατο και σπάνιο κομμάτι που καταγράφεται από την ιστορία του χωριού.

Το χωριό ξεφάντωνε. Πολλά σώματα και κάπου 250 αντάρτες είχαν συγκεντρωθεί μία ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη του 1905 στο Κωσταράζι, τότε σωστή αετοφωλιά. Πολλοί νόμιζαν πως πάει το ”Τούρκικο” και ήρθε το ”Ελληνικό”.

Ενθουσιασμένοι ήταν και οι νεόβγαλτοι αντάρτες.

Ήταν το πρώτο χωριό απ’ τα θεσσαλικά σύνορα όπου στάθηκαν ύστερα από ατελείωτες νυχτερινές πορείες και έβλεπαν με πόση λαχτάρα τους υποδέχονταν το πλήθος.

Η Επιτροπή, οι αγγελιοφόροι και οι άλλοι αρμόδιοι του χωριού ήταν στο πόδι.
Εκατό αρνιά ψήνονταν στις σούβλες. Θα φεύγαν όλοι το βράδυ, οι περισσότεροι για το Λέχοβο και έπειτα για τη Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο. Απ’ εκεί, κάθε σώμα θα τραβούσε για τον προορισμό του, το Βίτσι, τα Κορέστια, το Περιστέρι και το Μορίχοβο. Έπρεπε να ‘χουν τα παιδιά για καλό και για κακό στα σακίδιά τους κρέας, τυρί ψωμί για 24 τουλάχιστο ώρες.
Έγινε και η απαραίτητη δοξολογία. Η εκκλησία της Γέννησης Της Θεοτόκου γέμισε από κόσμο όσο καμιά άλλη φορά. Κωσταραζινοί και Κωσταραζινές, επηβλιτικοί άντρες με χακί στολές και ποδήματα ή με ντουλαμάδες και τσαρούχια, φορτωμένοι όλοι με άρματα, φυσιγκιοθήκες, μερικοί με ασημικά, οι παλαίμαχοι, αποτελούσαν το παράξενο εκκλησίασμα.
Λειτούργησε ο ίδιος ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης. Είχε βγει τη νύχτα με μια βάρκα απ’ την Καστοριά, παρ’ όλες της αντιρρήσεις της εκεί Επιτροπής. Εκύρηξε και τον θείον λόγο.
Και ήταν ο λόγος του, πολεμικό σάλπισμα. Με μάτια που έβγαζαν σπίθες και πρόσωπο που έλαμπε περισσότερο και από τα χρυσαφικά του, έλεγε:
 
”Ευλογημένοι οι ερχόμενοι εν ονόματι Κυρίου. Είσθε οι εκλεκτοί στρατιώται του Γένους και της Εκκλησίας, οι ιδανικοί σταυροφόροι της ελευθερίας, οι άσπιλοι λυτρωταί των δεδουλωμένων. Η Παναγία υπέρμαχος στρατηγός είναι μαζί σας.”
Συνέχισε στο ίδιο υψυλό τόνο και είπε:
”Ανεβαπτίσθητε ήδη εις την κολυμβήθραν του Γένους και της θυσίας, εις νέα Σιλωάμ. Όλα τα παραπτώματά σας, τα οποία ως άνθρωποι είχατε, εξαλείφθησαν και διεγράφησαν. Αφίενατι αι αμαρτίαι σας πάσαι παλαιαί και μέλλουσαι.”
Μα ξαφνικά ακούσθηκε η κραυγή ”Τούρκοι, Τούρκοι!!!”.
Το ”καραούλι” έφερε λαχανιασμένο την είδηση πως έρχονταν Τούρκοι. Ήταν ένα απόσπασμα από 70-80 κυνηγούς. Η εκκλησία δια μιας άδειασε πατείς με πατώ σε. Οι αντάρτες έτρεξαν να βρουν τα σώματά τους και οι Κωσταραζινοί τα παιδιά τους.
Ο Μητροπολίτης αναγκάσθηκε να κόψει το κήρυγμα. Κατέβηκε απ’ τον πρόχειρο θρόνο, έκαμε το σταυρό του, είπε βιαστικά‘Κύριε ελέησον” και δυνατότερα‘Κύριε, Κύριε, βοήθει ημίν. Γίνου ίλεως και αρωγός” και βγήκε επίσης έξω.
Ο Βάρδας συζητούσε με τους οπλαρχηγούς και έδινε τις τελευταίες οδηγίες. Γύρισε έπειτα στον Μητροπολίτη.
– Πήραμε την απόφαση μας Σεβασμιώτατε. Δεν είναι δυνατόν να φύγουμε χωρίς να μας ιδούν και να μας πάρουν καταπόδι. Το βουνό είναι γυμνό και όχι μεγάλο. Να κρυφθούμε μέσα στα σπίτια είναι ακόμα λιγότερο δυνατόν. Είμεθα πολλοί. Είναι και οι φωτιές με τ’ αρνιά στη σούβλα. Θα τους κτυπήσουμε ξαφνικά και άσχημα μέσα στο χωριό για να τους διαλύσουμε, θα το βάλομε έπειτα στα πόδια, άλλοι για το Βίτσι και άλλοι για το Μουρίκι και το Σνιάτσκο. Και ο Θεός βοηθός. Θα την πάθει το χωριό. Μα τι να γίνει;
– Πού καλά, πολύ ωραία, είπε ο Μητροπολίτης.
Δεν ήταν όμως καθόλου καλά, ούτε ωραία τα πράγματα. Παντού ολόγυρα υπήρχαν στρατιωτικοί σταθμοί και φρουρές. Η Καστοριά δεν ήταν μακριά. Με τις τουφεκιές θα εξορμούσαν πολλά στρατεύματα και το χωριό θα το πλήρωνε πολύ άσχημα.
Τσόντος Βάρδας: Με σας, Σεβασμιώτατε, τι θα γίνει; Αυτό μ’ ενοχλεί, ήθελα να πω με στεναχωρεί περισσότερο.
Γερμανός Καραβαγγέλης: Α, για μένα στεναχωρήσθε; Είναι απλούστατο.
Τσόντος Βάρδας: Πως είναι τόσο απλό, Σεβασμιώτατε;
Γερμανός Καραβαγγέλης: Θα ρθω μαζί σας.
Τσόντος Βάρδας: Μαζί μας; Σεις! Είναι δυνατόν;!
Ο Καραβαγγέλης απ’ το θάνατο του Μελά έτρεφε τ’ όνειρο να βγει στο κλαρί. Μα δεν τον άφηναν. Τώρα έβρισκε την ποθητή ευκαιρία.
– Δεν υπάρχει πλέον άλλη διέξοδος. Έννοια σας, αρχηγε. Βαστούν τα κότσια μου. Είπε απευθυνόμενος στον Βάρδα.
Τσόντος Βάρδας: Και τι θα ειπούν οι Τούρκοι, ”οι Ευρωπαίοι”, το Πατριαρχείον;
Γερμανός Καραβαγγέλης: Αν γυρίσω στην Καστοριά μετά την συμπλοκή, θα φυλακισθώ, θα ρεζιλευθώ κι εγώ στο Πατριαρχείον.
Τσόντος Βάρδας: Και άμα αρχίσει η συμπλοκή;
Γερμανός Καραβαγγέλης: Θα δράξω κι εγώ το τουφέκι. Ξέρω από όπλα. Είμαι κυνηγός.
Τσόντος Βάρδας: Σεβασμιώτατε, με φέρνετε σε δύσκολη θέση. Δεν ξέρω τι να πω. Η ευθύνη είναι μεγάλη. Το πολύ να σας βοηθήσω κι εγώ να φύγετε κάτω στη Θεσσαλία.
Γερμανός Καραβαγγέλης: Αυτό θα το δούμε αργότερα. Είναι ζήτημα του μέλλοντος. Προέχει τώρα η σωτηρία των σωματων. Ξέρω πόσο πολύτιμα είναι και με τι καρδιοχτύπι τα περιμένουν.
Στο μεταξύ, τα σώματα έπιαναν θέσεις μέσα στα σπίτια και πίσω από τους τοίχους ολόγυρα απ’ το μεσοχώρι. Θα βρισκαν καλή υποδοχή οι αυτζήδες οι Τούρκοι… Άλλο το ζήτημα αν το χωριό θα περνούσε έπειτα πολύ χειρότερα…
Οι χωρικοί έτρεχαν αλαφιασμένοι. Γυναίκες ζητούσαν τα παιδιά τους. Οι άντρες έβγαζαν έξω παιδιά και ζώα. Τα σπίτια άδειασαν.
Ο Μητροπολίτης είχε απομείνει στην πλατεία έρημος, βαρύς και μόνος. Έβλεπε ότι ο Βάρδας δε έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό για την αρματωλίτικη προσφορά του. Δεν ήταν εύκολο να γίνει ”ιδανικός σταυροφόρος της ελευθερίας”. Άρχισε ν’ ανησυχεί και ν’ αμφιβάλει. Ίσως είχε δίκαιο η Επιτροπή που τον ξόρκιζε να μείνει στο γραφείο του.
Πέρασε βιαστικά ‘κείνη τη στιγμή ο Πρόεδρος της Επιτροπής του Κωσταραζίου.
– Που είναι ο παππάς, τον ρώτησε ο Καραβαγγέλης
– Χαθ’κι. Μην παθ’ η παπαδιά!
– Και ο μουχτάρης ο Κυρ-Ζήσος;
– Χαθ’ κι κι αυτούνος. Ιέχασε σήμερα η μάνα του πιδί. Κι μας χρειάζιτι σήμερα ο γουρσούζης. Ποιός θα καλωσορίσ’ τσ’ Τούρκους;
Ο Καραβαγγέλης κούνησε το κεφάλι.
– Ετσι πως ήρθαν τα πράγματα! Είτε πάει είτε δεν πάει κανείς… το ίδιο είναι. Στείλε μου τους, σε παρακαλώ, τους θέλω.
– Ου Θιός να βαλ’ το χέρι τ’. Μα τι τους χαλεύ’ς Δέσποτα;
– Θέλω ένα καλό τουφέκι με πολλά φυσέκια.
 – Τουφέκ; Να σι δώσω το θ’κομ Δέσποτα. Θα καεί που θα καεί μαζί με το σπιτ’, είναι λιγάκι σκουριασμένο, μα καλό.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής, πήγε να ξεθάψει το όπλο του που θα γινόταν στάχτη μαζί με το σπίτι του, βρίζοντας το μουχτάρη.
Ο κυρ-Ζήσος, δεν είχε χαθεί, ούτε είχε χάσει την ψυχραιμία του. Κατέβηκε κάτω χαμηλά στην είσοδο του χωριού και μπήκε στο πρώτο ακριανό σπίτι που είχε αδειάσει. Φώναξε δύο γειτόνισσες και τις δασκάλεψε.
Δεν άργησε να προβάλει ο Τούρκος αξιωματικός με τους πρώτους ”κυνηγούς”.
Ο μουχτάρης βγήκε τότε βιαστικός,με ένα μεγάλο μπουκάλι ρακί στα χέρια. Έκαμε πως ξαφνιάστηκε σαν τους αντίκρισε.
– Mπα! Πως βρεθήκατε εδώ μπέη μου; Δεν το πήραμε είδηση, είπε στα τούρκικα του αξιωματικού, τα οποία μιλούσε λόγω ότι είχε δουλέψει για χρόνια στην Πόλη.
– Δεν συνηθίζω να βαράω σάλπιγγα όταν βγαίνω έξω, αποκρίθηκε ο υπολοχαγός.
– Α! Με συγχωρείτε μπέη  μου. Καλώς ήρθατε στο χωριό μας, είμαι ο μουχτάρης. Μόνο που διαλέξατε άσχημη μέρα.
– Δεν τη διάλεξα εγώ, σεις μας ξεποδαριάζετε. Τρώτε το ψωμί του Πολυχρονεμένου Σουλτάνου μας και το πατάτε με τους λησταντάρτες σας.
– Λησταντάρτες στο χωριό μας;! Όχι πασά μου, σας γέλασε όποιος σας το ‘πε.
– Θέλεις να πεις πως δεν έχουν πατήσει λησταντάρτες στο χωριό;
– Δεν ξέρω πως είναι τα μούτρα τους. Δεν τους έχω ιδεί, σ’ το ορκίζομαι.
– Μωρέ σας ξέρω εγώ τι κουμάσι είστε.
– Α! με συγχωρείς, είμαι ζαλισμένος. Πιαστήκαμε και στην κουβέντα, ξέχασα να σας κεράσω. Ορίστε! Πάρτε ένα ποτηράκι ρακί, θα σας κάνει καλό, είσθε κουρασμένοι. Να πιουν και να ξαποστάσουν και οι στρατιώτες, θα ειδοποιήσω αμέσως τους αζάδες και τον παπά.
Ο υπολοχαγός ήπιε ένα ποτηράκι.
– Μα τι συμβαίνει; ρώτησε με απορία. Δεν βλέπω ψυχή στο χωριό. Ερημώθηκε;
– Αχ, πασά μου. Μας βρήκε μεγάλο κακό! Έχομε να θάψουμε σήμερα τρεις νεκρούς.
– Τρεις νεκρούς;
– Άλλους τρεις θάψαμε χθες.
– Τι λέτε; Τόσοι θάνατοι δια μιας σε ένα χωριό;! Από τι πέθαναν;
– Μήπως ξέρουμε και μεις; Έτσι σε λίγες ώρες πάει ο άνθρωπος…
– Αλλάχ, Αλλάχ.
– Στα χέρια του Αλλάχ είμαστε. Τι είναι ο άνθρωπος; Πέθανε σήμερα και ο κουνιάδος μου (είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια). Ήρθα σ’ αυτό το σπίτι να πάρω ρακί να μοιράσουμε στην κηδεία. Έτσι έχουμε συνήθεια.
– Είχαν πλησιάσει πολλοί στρατιώτες και άκουγαν με προσοχή τα λόγια του.
– Πάρετε και σεις από ένα ποτηράκι παιδιά, τους είπε. Για την ψυχή του πεθαμένου, κάνει καλό και στην αρρώστια. Όσοι βέβαια πίνετε.
Πήραν όλοι και οι φανατικότεροι μουσουλμάνοι.
– Μα δεν φέρατε γιατρό; ρώτησε ο αξιωματικός. Δεν ειδοποιήσατε την Καστοριά;
– Χτες ξέσπασε το κακό πασά μου, λογαριάζω να κατέβω αύριο στη Καστοριά και να πάω και στο χοκιουμάτι (τη Διοίκηση). Αν θέλει ο Αλλάχ και μ’ έχει καλά.
Βγήκαν τότε απ’ το σπίτι οι δύο γυναίκες με καρέκλες, που τις έβαλαν κάτω στον ίσκιο ενός δέντρου. Έφεραν και κάμποσους καφέδες.
Ο αξιωματικός κάθισε σε μια καρέκλα σκεπτικός, λίγο παραπέρα τρεις υπαξιωματικοί. Οι στρατιώτες στρώθηκαν καταγής με τα μάτια και τ’ αυτιά τεντωμένα στο στόμα του μουχτάρη.
– Δεν πάμε τώρα και μέσα στο χωριό; τους είπε. Να ιδείτε και τους νεκρούς;
– Τι να τους κάμω; δεν είμαι γιατρός.
– Μα να σας φιλέψουμε. Μια που κάματε τόσο κόπο και μας ήρθατε, θα ‘ταν ντροπή μας να μείνετε εδώ έξω.
 – Όχι, όχι δεν χρειάζεται.
– Το σωστό είναι να ‘ρθετε. Έχομε την αρρώστια, μα ο Αλλάχ είναι μεγάλος.
Ο επιλοχίας Σελήμ μπάστσαούς έσκυψε στο αυτί του υπολοχαγού και του είπε: Ανυσηχούν οι νεφέρηδες (στρατιώτες), καλύτερα να φύγουμε γρήγορα.
Γύρισε ο αξιωματικός στον μουχτάρη.
– Για πες μου τώρα καθαρά. Δεν έχετε λησταντάρτες στο χωριό;
– Ποιοι θα ήταν τόσο τρελοί πασά μου, να έρθουν σήμερα στο χωριό με τέτοια φωτιά; Φεύγουν και οι κάτοικοι.
– Φεύγουν; Έφυγαν πολλοί;
– Άδειασαν έως τώρα είκοσι σπίτια. Γι’ αυτό δεν βλέπετε κόσμο. Θα είχα φύγει κι εγώ αν δεν ελιχα τον πεθαμένο κουνιάδο.
– Άκου μουχτάρη! Υπογράφεις ότι δεν υπάρχουν λησταντάρτες και ύποπτα ξένα πρόσωπα στο χωριό;
– Και με τα δυο τα χέρια πασά μου!
– Σκέψου καλά. Θα τα μάθουμε. Το χέρι του χακιουμάτι είναι μεγάλο, το λέει και η παροιμία και αλίμονό σου.
– Έννοια σου πασά μου. Ξέρω εγώ την δουλειά μου.
Ο αξιωματικός είχε έτοιμα κάμποσα πανομοιότυπα έγγραφα που έλεγαν:
”Ο υπογεγραμμένος μουχτάρης του χωριού …………………………. του Καζά Καστοριάς, ότι δεν υπάρχουν λησταντάρτες ή ύποπτα ξένα πρόσωπα στο χωριό μας ……………………… υπευθύνως και εν πλήρη γνώσει των συνεπειών, βεβαιώ και προσυπογράφω.”
 
Έγραψε στα κενά με το ”καλέμι” το όνομα του χωριού και ο κυρ Ζήσος, έβαλε ευθύς αδίστακτα την υπογραφή και την μουχταρική σφραγίδα.
– Φεύγετε κιόλας; είπε. Μα κάτι έπρεπε να φάτε, είναι ντροπή να φύγετε έτσι.
– Όχι, όχι, δεν θέλουμε τίποτα.
– Ώρα καλή πασά μου! Να μας ξανάρθετε με το καλό άλλη μέρα!
* O μουχτάρης του Κωσταραζίου, (ετυμολογία: μουχταρ στα τούρκικα muhtar) ήταν ο αιρετός δημοτικός ή κοινοτικός υπάλληλος, ο κοινοτάρχης, κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα ήταν ο Ζήσης Ευθυμιάδης και αυτός είναι ο πρωταγωνιστής στο παραπάνω περιστατικό.

 kostarazi24.blogspot.com

 

 

Back to top button