του Tζαμίλ Αντερλίνι (*)
Όταν ο Ρότζερ Ροθ έλαβε ένα email από την κινεζική κυβέρνηση που του ζητούσε να προωθήσει ένα νομοσχέδιο στη Βουλή του Ουισκόνσιν με το οποίο θα εγκωμιαζόταν η στάση της κινεζικής κυβέρνησης απέναντι στον ιό, νόμιζε ότι ήταν φάρσα. Ο αποστολέας είχε επισυνάψει και ένα έτοιμο ψήφισμα το οποίο ο πρόεδρος της γερουσίας της πολιτείας θα έθετε σε ψηφοφορία.
«Δεν έχω ξανακούσει για μια ξένη κυβέρνηση να προσεγγίζει μια Βουλή και να ζητά την ψήφιση ενός νομοσχεδίου», μου είπε την περασμένη εβδομάδα ο Ροθ. Το email όμως είχε πράγματι σταλεί από τον πρόξενο της Κίνας στο Σικάγο.
Είναι αδύνατον να μη δει κανείς αυτό το επεισόδιο ως άλλο ένα καταστροφικό αυτογκόλ του Πεκίνου στην προσπάθειά του να αυξήσει το κύρος του στην εποχή του κορονοϊού.
Από την άθλια μεταχείριση αφρικανών πολιτών στη νότια Κίνα μέχρι την εξαγωγή ελαττωματικού ιατρικού εξοπλισμού ή την υιοθέτηση θεωρών συνωμοσίας που επιρρίπτουν την ευθύνη στις ΗΠΑ για την εξάπλωση του ιού, οι περισσότερες προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος να ελέγξει το διεθνές αφήγημα έχουν αποτύχει.
Μερικοί θεωρούν ότι η χαώδης απάντηση της Δύσης επιτρέπει στην Κίνα να εκμεταλλευθεί το κενό στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Αν και αμφισβητούνται τα στοιχεία της, η Κίνα έχει ανακοινώσει μέχρι τώρα κάτω από 5.000 θανάτους, έναντι 30.000 στις ΗΠΑ και 20.000 στην Ιταλία και την Ισπανία. Οι προσπάθειες του Πεκίνου όμως να εκμεταλλευτεί την κατάσταση μάλλον θα το αφήσουν απομονωμένο και εκτεθειμένο όταν υποχωρήσει η κρίση.
Ο Ουανγκ Τζισί, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, επισημαίνει ότι οι αμερικανοκινεζικές σχέσεις βρίσκονται σήμερα στο χειρότερο επίπεδο από τότε που αποκαταστάθηκαν οι επίσημες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, τη δεκαετία του 1970. Οι σχέσεις του Πεκίνου έχουν επιδεινωθεί και με τη Βρετανία, όπου πολλοί Συντηρητικοί πολιτικοί ζητούν από τον πρωθυπουργό να κρατήσει σκληρή στάση απέναντι στην Κίνα, ο βρετανικός Τύπος είναι πολύ επικριτικός και οι υπηρεσίες αντικατασκοπείας έχουν δεσμευτεί να δώσουν έμφαση στην κινεζική απειλή. Στην Ευρώπη και την Αυστραλία, οι κυβερνήσεις εμποδίζουν κινεζικές εταιρείες να αγοράζουν σε χαμηλή τιμή επιχειρήσεις εν μέσω της κρίσης. Και το Τόκυο θα διαθέσει 2,2 δισεκατομμύρια δολάρια για να βοηθήσει ιαπωνικές εταιρείες να απεμπλακούν από την Κίνα.
Δεν έχουν απομακρυνθεί όμως μόνο οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους από το Πεκίνο. Η Βόρεια Κορέα ήταν η πρώτη χώρα που έκλεισε τα σύνορά της στην αρχή της κρίσης, παρά τις αντιρρήσεις του Πεκίνου στις απαγορεύσεις ταξιδιών. Ακολούθησε γρήγορα η Ρωσία. Ακόμη και ιρανοί αξιωματούχοι επέκριναν την Κίνα επειδή απέκρυψε την έκταση της επιδημίας.
Ένα μέρος της κριτικής είναι σίγουρα άδικο. Λαϊκιστές πολιτικοί όπως ο Ντόναλντ Τραμπ επιτίθενται στο Πεκίνο για να συγκαλύψουν τις δικές τους ευθύνες. Υπάρχει επίσης κι ένας ρατσισμός στις φωνές να κλείσουν οι «αηδιαστικές υγρές αγορές». Το Πεκίνο θα μπορούσε όμως να έχει αποσπάσει μεγαλύτερη συμπάθεια αν είχε στραφεί εγκαίρως σε μια στρατηγική διαφάνειας και συνεργασίας. Αντί γι’αυτό, συνέλαβε τους ανθρώπους που επέκριναν τη συγκάλυψη και ξεκίνησε μια παγκόσμια προπαγάνδα με σκοπό να δημιουργήσει αμφιβολίες για την προέλευση της επιδημίας και να προβάλει την υπεροχή του αυταρχικού του συστήματος.
Πολλές πολυεθνικές εταιρείες έχουν καταστραφεί από τότε που το Πεκίνο σφράγισε τα σύνορά του και κατήργησε τις βίζες. Η απέλαση πολλών αμερικανών δημοσιογράφων από το Πεκίνο δεν βοηθά στη βελτίωση της κατάστασης. Η Κίνα απειλεί όμως και να απαγορεύσει την εξαγωγή ιατρικού εξοπλισμού στις ΗΠΑ ώστε η χώρα αυτή «να ζήσει την κόλαση του ιού», όπως αναφέρουν τα όργανα της κινεζικής προπαγάνδας.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη κρίση που αντιμετωπίζει ο πρόεδρος Σι από τότε που ανέλαβε την εξουσία, το 2012. Το κύρος του κόμματος έχει πληγεί λόγω των λαθών του και της καταστολής που ακολούθησε. Ο Σι γνωρίζει ότι η επερχόμενη κρίση θα έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί ακόμη περισσότερο η υποστήριξη των πολιτών στο πρόσωπό του. Κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, το Πεκίνο είχε υπολογίσει ότι απαιτείται ανάπτυξη τουλάχιστον κατά 8% ώστε να αποτραπεί η κοινωνική αναταραχή. Το πρώτο τρίμηνο αυτού του χρόνου, η οικονομία της χώρας σημείωσε κάμψη κατά 6,8%.
Η στροφή στον εθνικισμό μπορεί να αποπροσανατολίσει την πληθυσμό, έστω κι αν μεσοπρόθεσμα πλήξει το παγκόσμιο κύρος της Κίνας. Αυτός είναι ο λόγος που οι διπλωμάτες διακινδύνευσαν τη μετατροπή ενός ουδέτερου πολιτικού σαν τον Ροθ, που θα μπορούσε να είναι σύμμαχος της Κίνας, σε εχθρό της. Ο τελευταίος θα καταθέσει πράγματι ένα νομοσχέδιο στη Βουλή – το οποίο θα εκθειάζει τον κινεζικό λαό, αλλά θα αποκαλύπτει τον ρόλο του κόμματος στη συγκάλυψη της επιδημίας.
(*) O Tζαμίλ Αντερλίνι είναι αρχισυντάκτης των Financial Times για την Ασία
ΑΠΕ