Μας κλέψαν κι εμάς τα ωραία μιαν ημέρα,
βαλθήκαμε να πολεμήσουμε μα δεν είχαμε τα όπλα τα δικά τους!
Βρήκαν την Αχίλλειο πτέρνα μας και μας θανατώνουν με βέλος φαρμακερό πολεμώντας μέσα κι έξω μας τον Χριστό!
Ψάχνουμε να βρούμε την πατρίδα μας μα αυτή αγνώριστη όλο και ξεμακραίνει με παρελάσεις ντροπής θάβεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια!
Πληρώνει ένας ολόκληρος λαός για όσα οι λίγοι έκλεψαν από τους Κίκονες και θησαύρισαν παρανόμως πλούσιοι κι εφοπλιστές, που τα δάχτυλά τους δεν έφταναν για να μετρούν λεφτά!
Κι ύστερα οι Λωτοφάγοι ίσαμε τριακόσιους, που εμάς μας τάισαν σανό για να ξεχνούμε τα ατοπήματα τους!
Φύσηξε ο άνεμος και φτάσαμε στο νησί των Κυκλώπων μα τους τύφλωσαν κι αυτούς για να μην ιδούν τα φοβερά να έρχονται, να μην φυλακίσουν, να μην τιμωρήσουν τους ανόμους!
Κι εκεί που ο Αίολος μας έσπρωχνε στην Ιθάκη με την απληστία μας σπρώξαμε το καράβι της ζωής μας στο νησί των Λαιστρυγόνων. Πίσω από γυαλί και μικρόφωνα οι δικοί μας βυθίζουν πλοία, σπιτικά και τρώνε ανθρώπους με λίγες λέξεις, με δυο αράδες σε φημερίδες!
Κι ύστερα η Κίρκη δίνει ποτό μαγικό, άλλοτε χάπια, σκόνη και σύριγγες μετατρέποντας τα αθώα παιδιά σε χοίρους!
Σειρήνες ακούγονται παντού κι εμείς θέλουμε ελευθεριά απο το κατάρτι που’ μαστε δεμένοι και σαν να μην μας έφτανε αυτό έχουμε τους ξένους, την Σκύλα και την Χάρυβδη που θέλουν να μας λιώσουν, να μας πνίξουν, να μας αποτελειώσουν!
Εχει καιρό που φύγαμε από το νησί του Ήλιου που καλοφάγαμε δεν λέω, μα βολοδέρνουμε χρόνια σε μια σανίδα παλεύοντας με κύματα θεόρατα και δεν αντέχουμε άλλο. Οι δυνάμεις μας εξαντλούνται και έχουμε και την Καλυψώ που μας κρατάει δέσμιους παρά την θέλησή μας σε τόπους μακρινούς, μετανάστες μακριά από πατρίδα νοσταλγώντας τον γυρισμό που μοιάζει απίθανος!
Φαίακες ήμασταν για όλους, ανοίγοντας τα σπίτια μας, δίνοντας το ψωμί και το γλυκό κρασί μας μα οι εισβολείς δεν αποκοιμήθηκαν κουρασμένοι, άγρυπνοι και ζοφεροί μας χτύπησαν πισώπλατα, μας βίασαν και παρέλυσαν τα νιάτα μας που ατένιζαν την θάλασσα στην ήρεμη αμμούδα!
Όλοι έχουμε στα σπίτια μας τον γέρο Λαέρτη και την κυρά Αντίκλεια, που περιμένουν τα παιδιά τους απ’ τα ξένα, κλαίγοντας για την μοίρα την δική τους, που όσο σκληρά κι αν εργάστηκαν στην ζωή τους οι Λωτοφάγοι έκριναν πως μπορούν να ζουν με ψίχουλα διαγράφοντας πόνους και κόπους μιας ζωής, για την μοίρα των παιδιών που ανέθρεψαν και σπούδασαν με στερήσεις, μα αναγνώριση τούτος ο τόπος δεν τους προσφέρει καμία!
Μα ο Οδυσσέας μέσα μας σκαρώνει και οι μνηστήρες θα συναντήσουν την μοίρα που τους φυλάει το βέλος της δικαιοσύνης. Υπομονή και η Ιθάκη θα καθαρίσει από τα βδελυρά όντα που την βρωμίζουν και καπηλεύονται την περιουσία που άλλος μόχθησε να αποκτήσει!