ΕλλάδαΚαστοριά

Αφοί Μανάκια: Στοιχεία για τη ζωή, την οικογένειά τους και τη σχέση τους με την Κλεισούρα

Θα μπορούσε ν’ αφηγηθεί κανείς τα «βιογραφικά στοιχεία» της οικογένειας ΜΑΝΑΚΙΑ, σαν ένα παραμύθι όμοιο με εκείνα που πολύ συχνά αφηγιόταν ο Μιλτιάδης Μανάκιας, τηρώντας το γλαφυρό ύφος της «παραμυθούς» γιαγιάς του, της Δέσπας.
Ηταν μια φορά κι έναν καιρό στην Αβδέλλα, ένα πανέμορφο και δουλευτάρικο παιδί, ο Γιάννης ή Γιαννούλης Μανάκιας, γιος μιας από τις παλιότερες κτηνοτροφικές και εμπορικές οικογένειες του χωριού. Δεν είναι γνωστή η χρονολογία και η ημερομηνία γέννησης του Γιαννούλη, μα είναι σίγουρο πως στα χρόνια της Επανάστασης του ’21 θα ήταν έφηβο παλικάρι, που όπως όλοι οι υπόδουλοι Ελληνες φλεγόταν από τον παλμό του μεγάλου Αγώνα.
Με τους γονείς του και άλλους συγγενείς κινιόταν και ανέπτυσσε τις δραστηριότητες του στο χώρο της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της δυτικής και μείζονος Μακεδονίας και ιδίως στους οικισμούς Δαμάσι, Δαμασούλι, Τύρναβο, Τσαρίτσανη, Ελασσόνα (της Θεσσαλίας), Βλαχοκλεισούρα, Γιάννινα, Μπίτολεα (Μοναστήρι) και στα γειτονικά προς τη γενέτεριά του χωριά: Περιβόλι, Σμίξη, Σαμαρίνα.
~ (Φωτο επάνω) 14 Απριλίου 1924. Από αριστερά: Γιάννης Μανάκιας, η σύζυγος του Αναστασία, ο πατέρας των Μανάκια Δημήτριος, ο Μίλτος Μανάκιας και ο γιος της αδελφής τους Βασιλικής, Γεώργιος. Η καρτ ποστάλ απευθύνεται στους Νάκο και Κιάουα Πολυαραίου, από τους Γιαννάκη, Αναστασία και Μίλτο με τις ευχές: «Χρόνια Πολλά για το Πάσχα, Χριστός Ανέστη».
Ιδιαίτερες σχέσεις είχε δημιουργήσει με ανθρώπους της Βλαχοκλεισούρας, όπου εκεί υπήρχε και κάποια παροικία Αβδελλιωτών, η οποία δημιουργήθηκε από οικιστές φυγάδες Αβδελλιώτες που αναζήτησαν σωτηρία και καταφύγιο σε παλαιότερες περιόδους, από τις επιδρομές ληστρικών συμμοριών Τουρκαλβανών.
Στη Βλαχοκλεισούρα, ο Γιαννούλης Μανάκιας έμαθε τα ελληνικά γράμματα, πλάι σε φωτεινούς δάσκαλους που δίδασκαν στο «ελληνικό σχολείο» του χωριού.
Εκεί ο Γιαννούλης γνώρισε τη ΔΕΣΠΑ κόρη του Μητρούση Μπουσμπούκη, με καταγωγή από την Αβδέλλα, η οποία είχε καταφύγει τότε στη Βλαχοκλεισούρα και που αργότερα μετεγκαταστάθηκε στο Ξηρολίβαδο της Ημαθίας, για να ριζώσει τελικά στην πόλη της Βέροιας.
~ (Φωτο) 30 Μαρτίου 1919. Κάρτα του Γιαννάκη Μανάκια προς την αδελφή του Βασιλική και τον γαμπρό του Ι. Πολυαραίο. Στην πίσω όψη γράφει: «Κιον Βασιλικέα και Νάκον Πολιαρέον εις Δαμασούλι. Ευρανθίτε ότι ο θεός με εχάρισε την ζωή ν μου, πολύ τυχερός καϊεγλίτοσα δίχος σακατλήκι όταν ανταμωθούμε θα τα πούμε. Ο αδελφός Γιαννάκης 30.3.1919 Ετι πολά το Μ. Πάσχα και το Χριστός Ανέστη. Ο θεός να μας ανταμόση με το καλόν. Τα δέοντα τον θείον μας Τόλη και άλλους τους συγγενείς, τον Ζ’ισι και Στέργιο ν. Σας είναι ακόμη αυτού. Τον Αχίλλη στα Γρεβενά την Αγία Τριάδα εις την Αβδέλλα Ελάβαμε και άλλην κάρταν την έχω εγώ είμεθα καλά όλοι Γεωργούλας».
Στα 1843 ο Γιαννούλης και η Δέσπα απέκτησαν τον Δημήτρη Μανάκια και, ενδεχομένως, άλλα δύο τρία παιδιά, ένα από τα οποία ονομαζόταν Μανούλης (πρέπει να πέθανε περί τα 1908) και είχε αποκτήσει κι αυτός ένα γιο, ονόματι Δημήτρης Μανάκιας.
Ο Δημήτρης Μανάκιας, γιος του Γιαννούλη και της Δέσπας, ήταν ζωηρό και ανήσυχο παιδί, και πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας παίζοντας με τους συνομηλίκους του στους πανέμορφους βοσκότοπους της Αβδέλλας. Κι όταν πια πήγε στο σχολείο, μεταμορφώθηκε ο χαρακτήρας του. Από ζωηρό και «ασυμμάζευτο» παιδί, έγινε μελετηρός μαθητής και φιλομαθής νέος, ένα παλικαράκι με άριστες επιδόσεις στα ελληνικά γράμματα.
Δεν πρέπει, ασφαλώς, να λησμονούμε ότι η Αβδέλλα βρισκόταν τότε εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκείνη την περίοδο όργωνε τα Βλαχοχώρια της Μακεδονίας και Ηπείρου, ο καλόγερος Αβέρκιος, ο οποίος φρόντιζε να προσηλυτίσει διάφορους Βλάχους στην ιδέα του νεοπαγούς «ρουμάνικου μεγαλοϊδεατισμού» (ιδεολογικό τέκνο των Φαναριωτών μπογιάρων και εξουσιαστών των λεγόμενων «ρουμανικών χωρών»: Μολδαβίας και Ολτένιας), ώστε να του εμπιστευτούν τα παιδιά τους τα οποία θα σπούδαζαν δωρεάν, ως οικότροφα, σε σχολεία στο Βουκουρέστι.
Είναι αλήθεια ότι μικρός αριθμός Βλάχων, ιδίως των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, «παρέδωσαν» τα παιδιά τους στον Αβέρκιο για να σπουδάσουν τη γλώσσα και τις επιστήμες στη «μητέρα πατρίδα»!
Το πρώτο βήμα αυτού του ιδιότυπου μεγαλοϊδεατισμού δεν οιωνιζόταν ιδιαιτέρως καλές προοπτικές, γι’ αυτό και έπρεπε να συνεχίσει υπό άλλο στρατηγικό σχεδιασμό και τακτική. Το Πατριαρχείο και το Φανάρι, αλλά και οι Τούρκοι και οι Ρουμάνοι ώς και οι Ιταλοί, οι Ρώσοι και οι Γάλλοι, μηδέ εξαιρουμένων των Αυστροούγγρων, ανακάλυψαν τον Απόστολο Μαργαρίτη (από τους διάφορους συγγραφείς παρουσιάζεται πότε σαν Βλάχος και πότε σαν Γραικός, πότε σαν Αβδελλιώτης και πότε σαν Βλαχοκλεισουριώτης και πότε με άλλον γενέθλιο τόπο), για να παίξει το… παιχνίδι όλων αυτών, ως διπλός και τριπλός πράκτορας, και με σταθερή κατεύθυνση την ίδρυση… ρουμανικών σχολείων, στα Βλαχοχώρια της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. (Στην Αβδέλλα ιδρύθηκε ρουμανικό σχολείο στα 1867).
Αυτή η προσπάθεια δημιούργησε ποικίλα προβλήματα στον πληθυσμό των Βλαχοχωριών, κορύφωση των οποίων ήταν ένας «βλάχικος εμφύλιος» στα χρόνια του Μακεδόνικου Αγώνα, με αντιπάλους τους «γραικομάνους» [ελληνικού φρονήματος] και τους «ρουμανιάτες» [ρουμανικού φρονήματος] Βλάχους.
Σ’ αυτό το «κλίμα» βρισκόταν και η Αβδέλλα τον καιρό που ο ώριμος πια Δημήτρης Γιαννούλη Μανάκιας γνώρισε και νυμφεύτηκε τη Λούτσια {Λούκια} ή Ρούσια Καραγιάννη από τη Βλαχοκλεισούρα με την οποία έφεραν στον κόσμο πέντε παιδιά: την Ευανθία, τη Βασιλική, τη Στεργιάνα, τον Γιαννάκη και τον Μιλτιάδη.
Η Ευανθία πέθανε νεότατη, στα 1910, στην Αβδέλλα.
Η Βασιλική παντρεύτηκε τον Νάκο (Γιάννη) Πολυωραίο (Πολιαρέου), διδάσκαλο της ελληνικής και από τους σπουδαιότερους Αβδελλιώτες Μακεδονομάχους, με πλούσια δράση στους εθνικούς αγώνες. Μάλιστα, συνελήφθη από τους Τούρκους για την εθνική του δράση, φυλακίστηκε στα Γιάννινα και στην πορεία τον μετήγαγαν στη Μπίτολεα, όπου τον καταδίκασαν σε θάνατο. Σώθηκε έπειτα από παρέμβαση του ελληνικού κομιτάτου και αποφυλακίστηκε την ημέρα που ήταν να τον εκτελέσουν. Επιστρέφοντας στην Αβδέλλα, κάλεσε και φιλοξένησε τον δεσπότη Γρεβενών Αιμιλιανό, με τον οποίο και προώθησε τις «εθνικές θέσεις» στην περιφέρεια Γρεβενών.
Ο Νάκος Πολυωραίος θεωρείται από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της Αβδέλλας. «Σύμφωνα δε με στατιστικά στοιχεία του 1910, ο Νάκος Πολυωραίος είχε αποφοιτήσει στα 1896 από το Β’ Γυμνάσιο Λάρισας και έκτοτε τη χρονιά 1912 διήγε τον 17ο χρόνο υπηρεσίας, όντας 40 χρόνων. Επίσης εκείνη τη χρονιά, καθώς και προηγούμενα χρόνια ήταν δάσκαλος στη δημόσια μικτή σχολή στο Δαμασούλι (τόπο χειμερινής διαμονής πολλών Αβδελλιωτών) που είχε τρεις τάξεις και 24 μαθητές (16 αγόρια και 8 κορίτσια). Την ίδια εποχή άλλοι Αβδελλιώτες δάσκαλοι τον καζά Ελασσόνας ήταν στην αστική μικτή σχολή Δαμασίου οι Γεώργιος Δ. Ρούσας και η Ασπασία Παπαγεωργίου (Τσακνάκη). Ο Γ. Ρούσας, 22 χρονών, εκείνη τη χρονιά είχε αποφοιτήσει από το γυμνάσιο Κοζάνης και είχε διοριστεί για πρώτη φορά διευθυντής του σχολείου Δαμασίου. (Ο Γ. Ρούσας είναι αυτός που σύνταξε στα 1914 τα Μητρώα Αρρένων της Αβδέλλας)…».
Ο Νάκος Πολυωραίος και η Κιάουα Μανάκια έφεραν στον κόσμο οκτώ παιδιά (2 αγόρια και 6 κόρες), από τα οποία έζησαν τα έξι: Δημήτριος (ελληνοδιδάσκαλος), Γεώργιος (φωτογράφος στη Θεσσαλονίκη), Ασπασία, Γλυκερία, Μακεδονία, Δέσποινα.
Η Στεργιανή Μανάκια παντρεύτηκε τον (αγνώστου μικρού ονόματος) Κώτσιο, έμπορο από το βλαχοχώρι Φούρκα της Κόνιτσας, που ζούμε μόνιμα στο Βουκουρέστι και ο οποίος είχε γιο εργαζόμενο ως αξιωματικός του ρουμανικού στρατού.
Τούτος ο Κώτσιος πρέπει να είναι ο άνθρωπος που θέλησε να μυήσει στη «ρουμανική προπαγάνδα» τους αδελφούς Γιαννάκη και Μιλτιάδη Μανάκια και θα υποστήριζα χωρίς να το κατορθώσει, αφού ο Μίλτος ουδέποτε ασχολήθηκε με τέτοια ζητήματα, ενώ ο Γιαννάκης για μικρό χρονικό διάστημα υπήρξε οπαδός του «ρουμανισμού».
Σύμφωνα με τα καταχωρισμένα στοιχεία στο Μητρώο Αρρένων της Αβδέλλας ο Ιωάννης (Γιάννης) Μανάκιας γεννήθηκε εκεί στα 1879 και είναι εγγεγραμμένος με το όνομα Ιωάννης Μανακάς.
Ο Γιάννης ή Γιαννάκιας, όπως τον αποκαλούσαν οι γονείς του Δημήτρης και Λούσια και οι άλλοι συγχωριανοί, ήταν μια γλυκιά και ασθενική φυσιογνωμία και σαν τέτοια παρέμεινε μέχρι το θάνατο του. Εξυπνος, ανήσυχος, με ποικίλα ενδιαφέροντα, με καλλιτεχνικές αγωνίες και κλίση προς τη ζωγραφική, θρήσκος και φιλότεχνος θαυμαστής των αγιογραφιών των εκκλησιών της ιδιαίτερης πατρίδας του, εσωστρεφής και μελετηρός, τέλειωσε το ελληνικό σχολείο της Αβδέλλας στα 1890, χρονιά κατά την οποία ο πατέρας του τον ενέγραψε στο ρουμανικό γυμνάσιο της Μπίτολιας (Μοναστηρίου).
Σ’ αυτήν την πόλη, την Μπίτολια, ο Γιαννάκης Μανάκιας γνωρίστηκε με πολύ κόσμο, χωρίς ν’ αμελεί διόλου τα μαθήματα του. Οργανωμένος και συστηματικός καθώς ήταν στις μελέτες του, αποφοίτησε και πήρε το «δίπλωμα» του με άριστα στις 21 Ιουνίου 1897, από το «Ρουμανικό Λύκειο» του Μοναστηρίου, σε ηλικία 18 ετών.
Εχοντας, λοιπόν, το απολυτήριο Λυκείου στα χέρια του ο Γιαννάκης επέστρεψε στην πατρίδα του Αβδέλλα, ασχολούμενος με την αγαπημένη του τέχνη, τη ζωγραφική.
~ Carte postale του Μίλτου Μανάκια προς τον γαμπρό του Νάκο Πολυαραίο στην Αδέλλα (26 Μαρτίου 1915).
Την άνοιξη του 1898 τον συνάντησε ο «επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων της οθωμανικής επιφάνειας» διαβόητος Απόστολος Μαργαρίτης, ο οποίος και του πρότεινε τη θέση δασκάλου της ζωγραφικής και της καλλιγραφίας σε σχολεία που επόπτευε ο ίδιος. Ο νεαρός Γιαννάκης άκουσε με προσοχή τις θέσεις και τις συστάσεις του πολυπράγμονα και πολλαπλού πράκτορα Απόστολου Μαργαρίτη, χωρίς ωστόσο να υιοθετήσει απόλυτα τις ιδεολογικοπολιτικές θέσεις του.
Χρονολογικά βρισκόμαστε στα 1898, δηλαδή ένα χρόνο μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο (1897), κατά τον οποίο και η οικογένεια Μανάκια έπαθε σχετικές ζημιές στο ζωικό της κεφάλαιο, στο Δαμασούλι της Ελασσόνας, όπου βρισκόταν εκείνην την περίοδο. Ετσι, ο Γιαννάκης δέχθηκε την πρόταση του Α. Μαργαρίτη και διορίστηκε δάσκαλος της καλλιγραφίας και της ζωγραφικής σε ηλικία μόλις 19χρόνων στο «Ρουμανικό Λύκειο» στα Γιάννινα, στις 10 Οκτωβρίου 1898.
Ο διορισμός του Γιαννάκη δεν έγινε αποδεκτός από τις τότε επίσημες κρατικές αρχές, γεγονός που ανάγκασε τον Α. Μαργαρίτη να τον διορίσει σε ρουμανικά σχολεία άλλων περιοχών, όπου ο νεαρός Γιαννάκης απέκτησε τη φήμη του καλού δάσκαλου της ζωγραφικής και της καλλιγραφίας, κάτι που τον έκανε αγαπητό και αξιοσέβαστο στους μαθητές του και τους γονείς τους.
Η καλή φήμη για το πρόσωπο του παιδαγωγού Γιάννη Μανάκια, αποτέλεσε την αιτία να τον διεκδικήσουν οι συνάδελφοι του στα Γιάννινα για δάσκαλο του εκεί «Ρουμάνικου Γυμνάσιου». Πράγματι διορίζεται εκ νέου, στις 10 Οκτωβρίου 1899, σαν δάσκαλος της ζωγραφικής και καλλιγραφίας στο εν λόγω γυμνάσιο στα Γιάννινα, θέση την οποία κατέχει μέχρι τις 31 Αυγούστου 1906.
Κατ’ αυτήν την περίοδο ο Γιαννάκης Μανάκιας ανοίγει φωτογραφείο στα Γιάννινα, χωρίς να γνωρίζουμε ωστόσο πού μαθήτευσε και σπούδασε την τέχνη της φωτογραφίας, στην οποία πολύ νωρίς απέκτησε μεγάλη και καλή φήμη, ως άριστος φωτογράφος.
Οι Βλάχοι κάτοικοι των Ιωαννίνων τον υποστήριξαν θερμά ως φωτογράφο και του προέβαλλαν συχνά εμπόδια στην άσκηση των εκπαιδευτικών του καθηκόντων, μιας και στη μέγιστη πλειονότητα τους αντιμάχονταν τους φορείς και τα όργανα του «ρουμουνισμού» στην πόλη τους. Πολλές φορές, με προσφυγές τους στις οθωμανικές αρχές και για να του ασκήσουν πιέσεις για αποχώρηση του από τη θέση του δασκάλου, τον απειλούσαν ότι θα του κλείσουν και το φωτογραφικό εργαστήρι. Δέχτηκε και απειλές ότι θα του κάψουν το σπίτι, κάτι που τελικά πραγματοποιήθηκε στα 1905, χρονιά που σκότωσαν και τους ομοϊδεάτες φίλους του στην Αβδέλλα, τον Τόλη Παπά και τον Γιώργη Πούπη.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Γιαννάκης εγκατέλειψε τα Γιάννινα και μετεγκαταστάθηκε στη Μπίτολια, όπου μετέφερε και το φωτογραφικό εργαστήριο του, στα 1906 , και όπου από την 1η Σεπτεμβρίου 1906 άρχισε να διδάσκει και πάλι ως δάσκαλος της ζωγραφικής και της καλλιγραφίας στο «Ρουμάνικο Γυμνάσιο» στο Μοναστήρι.
Ο 27χρονος Γιαννάκης θεωρεί τη δουλειά του δασκάλου πάρεργο και επιδίδεται με αφοσίωση στην τέχνη της φωτογραφίας, αλλά και στην τέχνη του κινηματογράφου, που διανύει εκείνη την περίοδο τα πρώτα βήματα.
Ηδη, στα 1905, ο Γιαννάκης έχει μάθει για την τέχνη των Λιμιέρ και έχει μεταβεί σε Βιέννη, Παρίσι και Λονδίνο, απ’ όπου έχει προμηθευτεί την πρώτη κινηματογραφική μηχανή λήψεως (εγγραφής) ταινιών, και ήδη το καλοκαίρι του 1905 έχει γυρίσει την πρώτη του ταινία, τις «Υφάντρες», στην Αβδέλλα, με πρωταγωνιστές τα βουβά πρόσωπα των στενότερων συγγενών του.
Η φωτοκάμερα «Bioscop 300», δηλαδή η πρώτη κινηματογραφική μηχανή λήψεως, που έφερε ο Γιαννάκης από το Λονδίνο, στα 1905, είναι αυτή με την οποία οι δύο αδελφοί, Γιαννάκης και Μίλτος, θα γυρίσουν 67 κινηματογραφικές ταινίες μικρού μήκους, μέγιστου εθνολογικού και εθνογραφικού ενδιαφέροντος.
~ (Φωτο) 22 Δεκεμβρίου 1918. Ο Μίλτος Μανάκις καβάλα σε άλογο. Παλιά του συνήθεια, από τα παιδικά του χρόνια. Η φωτογραφία είναι σταλμένη από τη Βέροια στον αδελφό του Γιαννάκη στο Μοναστήρι.
Η πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα βρίσκει το χώρο της Μακεδονίας να διανύει μια περίοδο με έντονη τη παρουσία των διαφόρων «εθνικών διεκδικήσεων». Ο Γιαννάκης θεωρείται από τα ελληνικά ανταρτικά σώματα «ρουμουνιστής», ενώ ο αδελφός του ο Μίλτος και ο γαμπρός του Νάκος Πολυωραίος είναι ενταγμένοι στα σώματα των Μακεδονομάχων. Οι Βούλγαροι θεωρούν τον Γιαννάκη «σερβόφιλο» και οι Σέρβοι «κρυφογραικομάνο». Και όλα αυτά έχουν ως συνέπεια, να υποστεί ο Γιαννάκης κατ’ επανάληψη διώξεις ή το να βρεθεί εξορία.
Οι Ρουμάνοι τον καλούν με διάφορες αφορμές να επισκεφτεί το Βουκουρέστι και τον θεωρούν «δικό τους άνθρωπο». Και στα Βαλκάνια διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση. Αποχωρούν οι Οθωμανοί, χαράσσονται νέα σύνορα, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είναι μια πραγματικότητα που έθεσε τη δική της σφραγίδα.
Ο Γιαννάκης, κινείται σε όλα τα πεδία των μαχών, φωτογραφίζει και κινηματογραφεί, μαζί με τον αδελφό του Μίλτο, όλα τα γεγονότα (πολιτικά, στρατιωτικά, κοινωνικά) και προσπαθεί να δώσει «εθνική ταυτότητα» στον βαλκανικό εαυτό του.
Τον Οκτώβριο του 1914 γράφει αγωνιωδώς στον πατέρα του Δημήτριο, στην Αβδέλλα Γρεβενών:
«Σεβαστοί μου γονείς. Να μας στείλετε όσον… πιστοποιητικά για τον Μιλτιάδη (από;) Αβδέλλα μαζί Γρεβενών για να (αποδείξωμεν;) ότι είναι επήκοος Ελλην. Το πιστοποιητικό θα είναι από τον δήμαρχο Γρεβενών… Θα ήρχο-ντο ο Μιλτιάδης αλλά δεν το αφήνουν., να μπει… οι Σέρβοι στρατιώτες. Σας ασπαζόμαστε την όεξιάν. Γιαννάκης και Μιλτιάδης».
Γράμματα και επιστολές, ταχυδρομικά δελτάρια και σημειώματα, κρύβουν τα σπαράγματα του ελληνόψυχου Βαλκάνιου καλλιτέχνη, που από τον τόπο της εξορίας του, την Φιλιππούπολη, γράφει στα 1917-18 προς το γαμπρό του Νάκο Πολυωραίο και την αδελφή του Βασιλική:
«Αγαπητέ μου Νάκου και Βασιλικέα. Υγιένω και υγ’ιαν πωθώ και δια σας. Χθες έλαβα μίαν επιστολήν από τον Γεωργούλα και μου γράφει την υγ’ιαν του και τα τεχόντα εντός 2 ετών. Είχα γράμμα και από τα Γρεβενά από τον πατήρ μου και μου γράφει ότι αι οικογένειαί μας είναι διασκορπησμέναι ε/ς Αλβανία και Θεσσαλία ένεκα τακ; επιδημίαις και ασθένιας. Εδωσεν ο Θεός ζωήν και ο ίδιος τα γράφω… Μόνον από τον Κότσιου και τον Μιλτιάδη δεν πήρα γράμμα. Τι συμβένη άραγε είναι θυμομένοι εναντίον εις ένα εξωρισθέν άνθρωπον μεγόλον πράγμα. Τέλος πόντων ας είναι καλό και άλλα περνάν. Τα δέοντα τον Νικολάκη και Ασπασία καθώς δε και τον θείον Τέλλη και… Την μητέρα και Αούσιαν και αδέλφια Δέσπαν… Πολύ περάσανε ολίγοι έμενε… ο Θεός να μας ανταμώσει με το καλόν. Γιαννάκης».
Στα 1922, και σε ηλικία 43 χρόνων, ο Γιαννάκης νυμφεύεται την Ανα-στασίαν Χατζή από τον Περλεπέ (Πρίλεπ), η οποία ήταν τότε 25 χρόνων. Καστανομάτα και λεπτός χαρακτήρας και ίσως το ίδιο ασθενική κράση, η Αναστασία έφερε στον κόσμο, στις 6 Μαΐου 1924, τον γιο του Γιαννάκη Μανάκια, τον Δημήτρη, που δεν ευτύχησε ιδιαίτερα στη ζωή του, αφού πολύ νωρίς η μητέρα του τον άφησε ορφανό, στις 16 Δεκεμβρίου 1926.
~ (Φωτο) Οικογένεια Μανάκια στη βρύση «Μανάκια» 1913. Ορθιοι (από αριστερά) Μιλτιάδης Μανάκιας, η αδελφή του, ο Γιάννης Μανάκιας, Καραγιάννης, Νικ. Μαχαίρας. Καθιστοί (από αριστερά) Κ. Σδούκας ή Σδουκοπούλος, η γυναίκα του Στεργιανή, οι μητέρα και πατέρας Μανάκια, η αδελφή των Μανάκια Βασιλική με το σύζυγο της Ιωάννη Πολυαραίο. Επίσης διακρίνονται τα τέκνα του Ι. Πολυαραίου, Δημήτριος, Ασπασία σύζ. Νικ. Μαχαίρα, Γεώργιος Πολυαραίος, Δεσπούλα Πολυαραίου και Μακεδονία Πολυαραίου.
Ο θάνατος της γυναίκας του συνέβαλε στο να κλειστεί ο Γιαννάκης Μανάκιας στον εαυτό του. Αποσύρεται από τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες, αφήνοντας τες κυρίως στον αδελφό του Μιλτιάδη και στους συνεργάτες βοηθούς τους. Και από το 1927 που η Σερβία απαγορεύει πια τη μετακίνηση των Βλάχων από τα δικά της εδάφη στις προγονικές τους εστίες νοτιότερα, στον ελλαδικό πλέον χώρο της Μακεδονίας, ο Γιαννάκης δυσφορεί με την κατάσταση που βιώνει και θέλει να φύγει από την Μπίτολια. Αν και υπάρχουν δελεαστικές προτάσεις από κυβερνητικούς κύκλους της Ρουμανίας να εγκατασταθεί εκεί, ο Μιλτιάδης αναζητεί ευκαιρία να κατέλθει στην Ελλάδα, στην πατρίδα του Αβδέλλα ή στη Θεσσαλονίκη, όπου έχουν εγκατασταθεί ήδη πολλά συγγενικά και φιλικά πρόσωπα.
Και φτάνουμε στην περίοδο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, που η Γιουγκοσλαβία και η Ελλάδα τελούν υπό την κατοχή των Γερμανών κ.λπ. και έτσι ο Γιαννάκης, άγνωστο πότε ακριβώς, μετοικίζει στη Θεσσαλονίκη, όπου η ασθενική του φύση τον καθηλώνει σε λιτό βίο, με δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του.
Στις 14 Ιανουαρίου 1948 χάνει τον ηλικίας 24 χρόνων μονάκριβο γιο του, στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που τον αναγκάζει να κλειστεί ερμητικά στον εαυτό του, βλέποντας λίγους στενούς συγγενείς του, μέχρι τις 19 Μαΐου 1954, που άφησε την πνοή του στην ελληνική μεγαλούπολη της Βόρειας Ελλάδας.
Οι συγγενείς του τον περιγράφουν σαν έναν άνθρωπο «χαμένο στον κόσμο του», όλα αυτά τα χρόνια που ο Γιαννάκης έζησε στη Θεσσαλονίκη. Δεν του έλειπαν οι ενοχές για τις «ιδεολογικές επιλογές» της νιότης του, μα αισθανόταν υπερήφανος για το σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο (φωτογραφικό και κινηματογραφικό) που είχε επιτελέσει μαζί με τον αδελφό του Μιλτιάδη.
Είχε σε αραιά διαστήματα επικοινωνία με τον Μίλτο, που ήδη ανέπτυσσε μόνος του πλούσια καλλιτεχνική δραστηριότητα στην Μπίτολια και εκφράζε την επιθυμία να βρεθεί τρόπος να μεταφερθεί το πλούσιο αρχείο τους στη Θεσσαλονίκη. Όμως οι μετεμφυλιακές εξελίξεις στην Ελλάδα και το τιτοϊκό καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας δεν επέτρεπαν τέτοιου είδους πολυτέλειες.
Ο δεύτερος γιος του Δημήτρη Μανάκια και της Λούσιας Καραγιάννη, ο Μιλτιάδης ή Μίλτος ή Μέλτης Μανάκιας, σύμφωνα με τα καταχωρισμένα στοιχεία στο Μητρώο Αρρένων Αβδέλλας, γεννήθηκε εκεί στα 1881 και είναι εγγεγραμμένος με το όνομα Μιλτιάδης Μανάκας.
Ο Μίλτος ήταν το «παραχαϊδεμένο παιδί» της γιαγιάς του Δέσπας, έξυπνος, ζωηρός, αντιρρησίας και αμφισβητίας στις θέσεις των μεγάλων, με κράση γερή, που εκτονωνόταν σε ζωηρά παιγνίδια με τους συνομηλίκους του, κυρίως την ιππασία αλόγων ελευθέρας βοσκής (ιργκιλέ), χωρίς ιδιαίτερη αγάπη προς τα γράμματα και το σχολείο και με ανεπτυγμένο το πνεύμα της κοινωνικότητας, γεγονός που τον οδηγούσε στο να δημιουργήσει εύκολα φιλίες με ανθρώπους όλων των ηλικιών και όλων των κοινωνικών στρωμάτων.
Τελειώνοντας το ελληνικό δημοτικό σχολείο της Αβδέλλας, ο πατέρας του τον ενέγραψε ως οικότροφο στο «ρουμάνικο γυμνάσιο» στα Γιάννινα, μα ο Μίλτος δεν το παρακολούθησε. Ατίθασος και ανυπάκουος καθώς ήταν και διαφωνώντας με το «πνεύμα του ρουμουνισμού» που διάφοροι κύκλοι τότε καλλιεργούσαν, παράτησε το γυμνάσιο στα Γιάννινα και επέστρεψε στην Αβδέλλα, αρνούμενος να μάθει και οποιαδήποτε άλλη τέχνη, όπως συνέβαινε με συνομηλίκους συγχωριανούς του που μάθαιναν τη ραφτική, τη σαμαρική κ.ά. τέχνες στα Γρεβενά.
Ετσι, αρκέστηκε στο να «κινείται ελεύθερα» πειράζοντας συχνά τα κορίτσια του χωριού του και στη συνέχεια μαθαίνοντας τάβλι, παιγνίδι στο οποίο κατανάλωνε πολλές ώρες της ζωής του.
Στα χρόνια της εφηβείας του «μεταμορφώθηκε» σε άλλον άνθρωπο και τον χαρακτήριζε η τιμιότητα και τα φίλα αισθήματα που εκδήλωνε προς τον κόσμο και ακόμη η διάθεση του να βοηθό και να συμπαραστέκεται στα προβλήματα των ανθρώπων, με μια διάθεση ενός ανοιχτόκαρδου «σκορποχέρη», αφού ο ίδιος κάνο ντας διάφορες δουλειές μπορούσε να εξασφαλίζει από μόνος του χρήματα.
Στα 1898 ο Μίλτος ξαναπηγαίνει στα Γιάννινα και γίνεται ο βοηθός του αδελφού του Γιαννάκη στο φωτογραφικό εργαστήριο. Σε πολύ σύντομο διάστημα γίνεται σπουδαίος μάστορας της φωτογραφίας και διανύει τις περισσότερες ώρες της ζωής του φωτογραφίζοντας ή εμφανίζοντας φιλμ ή κάνοντας κορνίζες ή παραδίδοντας τις φωτογραφίες στους πελάτες.
Η φωτεινή προσωπικότητα του Γιαννάκη ασκούσε μέγιστη γοητεία και επιρροή στον νεαρό Μίλτο, ο οποίος άκουγε με προσοχή τον «διανοούμενο» αδερφό του να του αποκαλύπτει τις διάφορες πτυχές της φωτογραφικής τέχνης, από γαλλόφωνα κυρίως βιβλία εκείνης της εποχής.
Δεν συμφωνούσε όμως ο Μίλτος στα «ιδεολογικά» με τον αδελφό του, γι’ αυτό και 20χρονος ακόμη εντάχθηκε σε αποστολές επικίνδυνες, μεταφέροντας όπλα από την «Παλιά Ελλάδα» στους αγωνιστές του Μακεδόνικου Αγώνα.
Πολλές φορές μετέφερε όπλα μέχρι την Μπίτολια, σε συνεργασία με τον γαμπρό του Νάκο Πολυωραίο και άλλους φίλους συναγωνιστές μακεδονομάχους.
Στα χρόνια του κινήματος των Νεότουρκων, με τη γνωστή «Χουριέτ» («Ελευθερία», στα 1908), ο Μίλτος συμμετείχε με τον Γιαννάκη σε όλα τα πεδία δράσης των επαναστατών, φωτογραφίζοντας και κινηματογραφώντας τους πρωταγωνιστές.
Στα χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων και του Πρώτου Παγκοσμίου, ο Μίλτος αποσύρθηκε διακριτικά στην Αβδέλλα, παρόλο που οι Σέρβοι τον στράτευσαν υποχρεωτικά τον Οκτώβριο 1914. Με προφάσεις τους διάφορους λόγους υγείας, οι Σέρβοι τον αποστράτευσαν και τον θεώρησαν ανίκανο για στρατιώτη, ενώ ο Μίλτος στην πραγματικότητα κατόρθωσε να μην παράσχει τις υπηρεσίες του στις ένοπλες δυνάμεις των Σέρβων.
Από επιστολή του Γεωργίου Πολυωραίου προς τον αδερφό του Δημήτριο (παιδιά του Νάκου Πολυωραίου και ανίψια του Μανάκια) στην Τσαρίτσανη Ελασσόνας, μαθαίνουμε σχετικά με το πιο πάνω γεγονός:
«Κύριον Δημήτριον Πολυαρέον. Μαθητήν ε/ς Τσαριτσάνη. Εις Τσαρίτσανη Νέα Ελλάς. Εν Βιτώλια τη 28101914, Μάθε ότι πηγένο εις το γυμνάσιον. Ετι πολλά το όνομα σου. Ο θείος σου Γιαννάκης και Μιλτιάδης. Και εγώ ο Αδελφός σου Γεώργιος σε εύχωμαι έτη πολό το όνομα σου. ΕτσακΊστηκε έτσι διότι την είχε ο Μιλτιάδης εις την τζέπην. Ο Μιλτιάδης είναι στρατιώτης έχει 20 25 ημέρες. Και άλλην φοράν θα σου στείλω όλα καλήτερα καρτποστάλ. Τα δέοντα τον Νικολάκη Λέντζαν. Σε έχω στείλει και όλα καρτποστάλ. Και μένο εις απόντησίν σου. Γεώργιος Πολυαρέος».
Όταν η Μπίτολια βρέθηκε από τα χέρια των Σέρβων στα χέρια των Βουλγάρων, ο Μίλτος και ο Γιαννάκης θέλησαν να μεταφέρουν όλη τους την περιουσία στη θεσσαλονίκη, μα κάτι τέτοιο δεν το κατόρθωσαν, αφού ο Γιαννάκης είχε σταλεί ήδη εξορία στην Φιλιππούπολη, ο δε Μίλτος κατέφυγε στην Αβδέλλα.
~ (Φωτο) Ο Μίλτος Μανάκιας Μακεδονομάχος (1900). Είναι ο πρώτος από αριστερά (φωτ.: από το βιβλίο του Χρίστου Χριστοδούλου «Τα φωτογενή Βαλκάνια των αδελφών Μανάκια»)
Αιτία της φυλάκισης (321916) και της μετέπειτα εξορίας του Γιαννάκη, ήταν το γεγονός ότι βρέθηκαν στο φωτογραφείο τους, στο Μοναστήρι, όπλα και πυρομαχικά, τα οποία ο Μίλτος εξήγησε στους στρατοδίκες ότι τα είχαν για να φωτογραφίζονται με αυτά οι πελάτες τους. Ο Γιαννάκης έμεινε στην εξορία τρία χρόνια, μέχρι το 1919.
Γλεντζές και γυναικάς ο Μίλτος, κοινωνικότατος και με πολλές σχέσεις με ανθρώπους όλων των επαγγελματικών τάξεων, ήταν εκείνος που μετέβαινε στα χωριά και τις πόλεις για να φωτογραφίσει γάμους, βαπτίσια, κηδείες, πανηγύρια, αθλητικούς αγώνες, επαναστατικά γεγονότα, μαθητές σχολείων, γλέντια που γίνονταν με διάφορες αφορμές, εκδηλώσεις συλλόγων και σωματείων, πολλών των οποίων ήταν και ο ίδιος μέλος.
~ (Φωτο) Νάκος Πολυαραίος, γαμπρός των Μανάκια, σύζυγος της αδελφής τους Βασιλικής. Ελληνοδιδάσκαλος και φλογερός Μακεδονομάχος, καταδικάσθηκε σε θάνατο από τους Τούρκους. Μαζί με τον κουνιάδο του Μίλτο Μανάκια, μετέφεραν όπλα από την «παλιά Ελλάδα» στους Μακεδονομάχους του Μοναστηρίου.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο σχεδόν 55άρης Μίλτος νυμφεύτηκε τη συγχωριανή του από την Αβδέλλα Βασιλική Νταούκα (Δαούκα), με την οποία ήταν σχεδόν 10 χρόνια αρραβωνιασμένος και με την οποία «απέκτησε» ένα γιο εξ υιοθεσίας, τον Λεωνίδα, στις 10 Μαΐου 1935, που ήταν πραγματικός γιος του κατοικούντος στη Λάρισα Αλέκου Δαούκα, εξάδελφου της Βασιλικής.
Ο Λεωνίδας Μανάκιας, δασολόγος στο επάγγελμα, νυμφεύτηκε στις 13 Ιανουαρίου 1965 τη γιατρό Βεσελίνκα Πέσιεβσκα από το Γκόστιβαρ, και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά, τη Μαίρη και τον Μίλτο και ζουν όλοι τους στο Κουμάνοβο την νυν ΠΓΔΜ.
Μετά την αναχώρηση του Γιαννάκη από τη Μπίτολια, ο Μίλτος συνέχισε μόνος τους τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες ως φωτογράφος, τιμηθείς επανειλημμένα από το τιτοϊκό καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας. Μάλιστα, τιμήθηκε με διάφορα παράσημα, χαρακτηρισθείς πρωτοπόρος στην τέχνη του κινηματογράφου και της φωτογραφίας, και ευτύχησε να ιδεί το πρόσωπο του σε γραμματόσημο που εκδόθηκε προς τιμήν του
Το γεγονός ότι ο Μίλτος συμβιβάστηκε με την ιδέα ότι το μετεμφυλιακο καθεστώς στην Ελλάδα και το τιτοϊκό καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας δεν του άφηναν πολλά περιθώρια ώστε να μεταφέρει το πλούσιο αρχείο τους και το πολύτιμο υλικό τους στη θεσσαλονίκη, οδήγησε τους Σλάβους των Σκοπίων και του Βελιγραδίου στο σημείο οικειοοίησης του πλούσιου δημιουργικού τους έργου και στο σημείο της διά μαγείας μετατροπής της φυλετικής τους και εθνοτικής τους ταυτότητας από Βλάχους της Ελλάδας, σε Σλάβους της Μακεδονίας!
Ταλαιπωρημένος από διαβήτη τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, ο Μίλτος Μανάκιας πέθανε στις 5 Μαρτίου 1964 στο Μοναστήρι, σε ηλικία 83 χρόνων, όπου και θάφτηκε με υψηλές τιμές που του απέδωσε το γιουγκοσλαβικό καθεστώς του Τίτο. Εξι χρόνια αργότερα, στις 6 Μαρτίου 1970, πέθανε και η γυναίκα του Βασιλική.
Γιώργος Έξαρχος
από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
02.06.1996

Back to top button