Καστοριά

Η ποίηση είναι στους δρόμους (του Στάθη Μασκαλίδη)

Όλα είναι δρόμος, πρώτα από όλα εκείνες οι ιδιαίτερες οσμές που σου τρυπάνε τη μύτη, οι εξερχόμενες από τα σπίτια όπου οι νοικοκυρές ετοιμάζουν τα καλούδια τους, από φούρνους όπου αγουροξυπνημένοι εργαζόμενοι επιδίδονται με μανία σε αρτοσκευάσματα εκλεκτά που αδημονείς να γευτείς, οι αδήωτες μυρωδιές της γης σαν βρέχει μετά από μακροχρόνια ανομβρία, τα ευωδιαστά αρώματα της φύσης, τα άνθη και τα φυτά που ξαγρυπνάνε και ειδικά το πρωί μοσχοβολάνε, το ίδρος του μόχθου που συγχρωτίζεται με τις οσμές της πόλης, είναι και οι άνθρωποι που με βήμα ταχύ κινούνται, καρυδότσουφλα στο έλεος του αγέρα ή απολειφάδια στο επιβλητικό πέρασμα του παγετού, είναι οι ίδιοι που ράθυμα βαδίζουν, γιατί τα χρόνια βαραίνουν τα πόδια τους, ίσως, πάλι να φταίνε και οι λιοπερίχυτες μέρες που θερμαίνουν τις καρδιές και λιώνουν το ηθικό, κάπου εκεί, ανάμεσα τους, αναμειγνύομαι και εγώ με τις αισθήσεις μου οξυμένες.

Λένε πως είμαι τραχύς στους τρόπους μα εγώ πιστεύω πως είμαι έξω καρδιά, πως παρεξηγημένο μ΄ έχουν και δεν καταλαβαίνουν. Ποιος είμαι στ’ αλήθεια; Είμαι αυτός που καθαρίζει τα στενοσόκακα, που κλαδεύει τα πλατάνια, πίσσα ρίχνω και τρύπες βουλώνω, και βάφω και τοίχους που έφαγε η υγρασία ή η αστοχία κάποιου επίδοξου, ακαλλιέργητου ακόμα, καλλιτέχνη. Φοράω ρούχα παλιά, κάποτε είχαν παίξει σημαντικό ρόλο και ίσως, ενστικτωδώς, να μην μπορώ να τα αποχωριστώ, κι ας τα ταλαιπωρώ κι αυτά μαζί με το σώμα μου. Ηλιοκαμένος είμαι μα και ο άνεμος δεν μου χαρίζεται, μαστιγώνει το πρόσωπο μου και χαρακιές σχηματίζονται, και είναι αυτές οι αυλακιές εμπειρίες μεγάλες. Στα ροζιασμένα χέρια μου, τα στιβαρά, κρατώ εργαλείο μπαρουτοκαπνισμένο, ξέπνοο καμιά φορά απ’ την πολύ την χρήση, μα και αναντικατάστατο, γιατί ο υπεύθυνος δεν έχει ποτέ δεήσει… με τα σίδερα εγώ τα βάζω, και κατασκευές κατά παραγγελία φτιάχνω, και καθώς γράμματα μοιράζω, μια καλημέρα με κόσμο γνωστό ανταλλάσσω. Μόνος δουλεύω, και με παρέα, συνήθεια μου έγινε αυτή ωραία. Κοιτάζω την δουλειά μου, προσέχω και του συναδέρφους μου, είναι από χρόνια το στόμα μου, είμαι τα μάτια τους!

Έχουν στο πέρασμα του χρόνου γίνει πολλά, και το ξέρω εγώ καλά, πως στα δύσκολα δεν θέλεις να είσαι μονάχος και το μόνο σου αποκούμπι είναι ο συνοδοιπόρος σου. Εκεί έξω, στην κοσμοχαλασιά, εγώ έχω αποκτήσει την ικανότητα να ξεχωρίζω τους ήχους, να διακρίνω το θρόισμα των φύλλων σαν αυτά σιγοψιθυρίζουν λόγια αγάπης, ξεχωρίζω τις εκκλήσεις των πτηνών να μαζευτούν, εκεί στην Λεωφόρο των κύκνων, σαν έρχεται το λιόγερμα και όλα μαζί αποσύρονται για να κουρνιάσουν μέσα στις καλαμιές, ακούω την μηχανή να δουλεύει, και γνωρίζω, σαν ο κινητήρας αρχίζει να αγκομαχά για να φέρει σε πέρας την αποστολή που το αναθέτω, πότε πρέπει να την ξεκουράσω, μα πιο πολύ ακούω τους ανθρώπους, τα νεαρά ζευγαράκια που φλερτάρουν φανερά, ανερυθρίαστα, με παλμογράφο τον έρωτα, την γριούλα που περιμένει τον παππού με το μπαστουνάκι να την φτάσει, και κάθε τόσο τον παροτρύνει να μην εγκαταλείψει την προσπάθεια, την μάνα που σιγοτραγουδάει στην κούνια, ένα μωρό, που από την χαρά του χτυπάει τα πόδια και βγάζει μικρές κραυγές ενθουσιασμού…η πεμπτουσία της ζωής!

Ακούω και κάποιους άλλους που δόλιους έχουν στοχασμούς, φθονούν και λοιδορούν και λέξεις φαρμακερές εκστομίζουν… Δεν τους θωρώ που με τηράνε, πίσω από την πλάτη μου μιλάνε, και λένε λόγια σκληρά, ατιμωτικά, με κρίνουνε οπτικά, απ’ τα ενδύματα μου τα φθηνά… χαμογελάω, με το κουτάλι τα έχω φάει όλα αυτά. Βλέπουν τους ώμους τους γυρτούς, τις πλάτες τις φαρδιές, τα μάτια τα μισόκλειστα τα χείλη τα σκασμένα, μα δεν βλέπουν την ψυχή. Και είναι αυτή που με κάνει διαφορετικό. Τι κρίμα που δεν βλέπουνε πως ποίημα είναι ο κόσμος μας και εμείς ένα στιχάκι; Πως στο αδράχτι της ζωής κάνουμε το μαλλάκι; Μα έτσι είναι η ζωή και ποιος να την αλλάξει; Άλλοι το νήμα πιάνουνε, το νόημα μαζί της και άλλοι σαράκι το έχουνε, να πλήξουν την τιμή της… μα τι είμαι τελικά; Είμαι ένας εργάτης των δρόμων…

 

Back to top button