Ο άντρας περπατάει δίπλα στο ποτάμι. Είναι μια νύχτα κρύα, καθαρή, χωρίς σκοτάδι. Ένα τεράστιο φεγγάρι βάλθηκε να καθρεφτίζεται στα νερά και να συνομιλεί με τον ταξιδιώτη. Κάνουν σιωπηλή παρέα οι δυο τους, χωρίς να αναρωτιούνται για το παράδοξο, το πώς γίνεται δηλαδή να συνεννοούνται ένας άντρας και ένα φεγγάρι.
Περπατάει χωρίς σκοπό και χωρίς απορίες. Μπορεί να κάνει το πιο σημαντικό ταξίδι της ζωής του και να το αγνοεί. Τα σκούρα νερά, του δημιουργούν εσωτερική γαλήνη. Δεν τον απασχολεί που είναι νύχτα, που κάνει κρύο και που η σιωπή μοιάζει απόκοσμη. Η καθαρότητα της ατμόσφαιρας περνάει μέσα από την μύτη στους νευρώνες του εγκεφάλου του και κάνουν κρυστάλλινη την σκέψη του. Ξέρει πως κάπου φτάνει.
Καιρό πριν πέσει στο κρεβάτι και μείνει κατάκοιτος είχε αρχίσει να χάνει τις δυνάμεις του. Αντιστάθηκε με πείσμα, δοκίμασε όλων των ειδών τις ιατρικές διαγνώσεις , όλα τα φάρμακα που θα τον ξανά-στήνανε στα πόδια του. Μάταιος κόπος. Αργά και σταθερά η κατάστασή του επιδεινωνότανε. Δεν ήθελε να το δεχτεί και γι αυτό έπεφτε συνεχώς. Είχε γεμίσει μώλωπες και συνέχιζε να επιμένει. Τα ενενήντα τέσσερα χρόνια του ήτανε που είχανε αντίθετη γνώμη και αυτά κερδίσανε την μάχη τελικά.
Τώρα που πάει χέρι-χέρι με το φεγγάρι είναι είκοσι χρονών. Έχει πετάξει από πάνω του την σκόνη του χρόνου, το βαθύ σκοτάδι των μυστικών σελίδων της ζωής του, τις χαρές και τις λύπες, τον φόβο του θανάτου. Δεν έχει σύζυγο ούτε παιδιά. Αυτούς τους έχει ξεχάσει στο δωμάτιο με το ανήμπορο κρεβάτι. Σε κάθε του βήμα κάτι νέο ανακαλύπτει. Τα άσπρα βότσαλα που του δείχνουν τον δρόμο, την φωνή μιας κουκουβάγιας που δεν κοιμάται, την μορφή του νεκρού αδερφού του στην απέναντι όχθη. Χαμογελάει και όλα είναι στην θέση τους, όπως τότε που ήτανε μικρό παιδί και κολυμπούσε στο ποτάμι.
Και ξαφνικά ξέρει. Στο σπίτι που γεννήθηκε, εκεί πάει. Δίπλα στο ποτάμι είναι το σπίτι του, «πάμε στο σπίτι σου λέω, εδώ δεν είναι το σπίτι μας» έλεγε στην γυναίκα του τις νύχτες της μεγάλης αγωνίας. Και τότε βλέπει τον πατέρα του να του χαμογελάει στην άλλη άκρη της γέφυρας. Και τρέχει με όλη του την δύναμη να πέσει σε αυτήν την αγκαλιά, όπως τότε που ήτανε πιτσιρίκι και ο μπαμπάς του άνοιγε τα χέρια και τον σήκωνε ψηλά, πολύ ψηλά, ως τον ουρανό κι ακόμα πιο πέρα..