Αύριο (Πέμπτη 11/6) αναμένεται να ανοίξει τελικά το data room για τους επενδυτές που ενδιαφέρονται για την ιστορική βιομηχανία «Μαλαματίνα», με στόχο οι μη δεσμευτικές προσφορές για την οινοποιία να κατατεθούν μέχρι το τέλος του Ιουνίου και να αξιολογηθούν άμεσα, ώστε να ακολουθήσουν οι δεσμευτικές ως το τέλος Ιουλίου ή τις αρχές Αυγούστου.
Τα παραπάνω γνωστοποίησε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο νομικός σύμβουλος της Μαλαματίνας, Κωνσταντίνος Μέλλιος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ernst & Young είχε απευθύνει σχετική πρόσκληση σε περίπου 20 δυνητικά ενδιαφερόμενους επενδυτές.
Όπως διευκρίνισε ο κ. Μέλλιος, μέχρι την Παρασκευή είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον οι 11-12, αλλά το τοπίο ως προς τον τελικό αριθμό των ενδιαφερόμενων -και κυρίως το ποιοι είναι αυτοί- αναμένεται να ξεκαθαρίσει περισσότερο μετά την κατάθεση των μη δεσμευτικών προσφορών.
Ξεκίνημα στην Τένεδο το 1860, ο ξεριζωμός του ’22 και η στροφή στη ρετσίνα
Η ρετσίνα «Μαλαματίνα» έχει μια ιστορία που λίγο πολύ ταυτίζεται με την ίδρυση και οικοδόμηση της νεότερης Ελλάδας. Ξεκινά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κάπου στο 1860, όταν την Τένεδο υπήρχε ακόμη μεγάλη και ακμάζουσα ελληνική κοινότητα. Το εύπορο τμήμα της τοπικής κοινωνίας καλλιεργεί και παράγει εξαιρετικά σταφύλια Τσαούσια, γνωστά εκείνη την εποχή για την ποιότητα και το άρωμά τους. Τσαούσια καλλιεργεί και ο Ευστράτιος Μαλαματίνας στα οικογενειακά αμπέλια και παράγει από αυτά ένα λευκό κρασί που γίνεται δημοφιλές στην τοπική κοινωνία της Τενέδου.
Τριάντα πέντε χρόνια μετά ο γιος του Ευστράτιου Μαλαματίνα, Κωνσταντίνος, λίγο πριν εκπνεύσει ο 19ος αιώνας έχει αρχίσει να χτίζει οικονομίες κλίμακας: ενισχύει την παραγωγή του οικογενειακού λευκού κρασιού και επεκτείνει σημαντικά την αγορά ξεκινώντας το εμπόριο με τα γειτονικά παράλια. Με ένα ιδιόκτητο καράβι, τη «Μερσίνη», στέλνει φορτία κρασιού στα κυριότερα λιμάνια της Βόρειας Ελλάδας. Το άνοιγμα αυτό πάει καλά και το 1895 ιδρύεται στην Αλεξανδρούπολη το πρώτο οινοποιείο της οικογένειας εκτός Τενέδου, με το όνομα «Η Τένεδος». Η απόφαση του Κωνσταντίνου Μαλαματίνα αγκαλιάζεται από την τοπική κοινωνία και την οικονομία της, αφού δίνει δουλειές, και ξεκινά η μεγέθυνση της επιχείρησης.
Το 1922, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια χάνει όλη της την περιουσία στην Τένεδο. «Μέχρι τότε, τα σταφύλια προέρχονται από τα οικογενειακά αμπέλια, λόγω της συνθήκης, όμως, ο Κωνσταντίνος Μαλαματίνας αναγκάζεται να αναζητήσει –πλέον– σταφύλια τοπικής παραγωγής», αναφέρει η εταιρεία σήμερα στην ιστορική αναδρομή που φιλοξενεί στο Διαδίκτυο. Ηταν την περίοδο που ο Κωνσταντίνος παίρνει την απόφαση να παράγει το «κρασί της Ελλάδος», τη ρετσίνα.
Η γεύση της ρετσίνας λέγεται ότι έχει προέλθει από την πρακτική της σφράγισης των αμφορέων, με ρετσίνι από πεύκα κατά τους αρχαίους χρόνους. Πριν από την εφεύρεση των στεγανών μπουκαλιών γυαλιού ή άλλου τύπου, το οξυγόνο αλλοίωνε τα κρασιά πολύ γρήγορα. Για να στεγανοποιήσουν το στόμιο, οι αρχαίοι προσέφυγαν στη χρήση της ρετσίνας των άφθονων στη χώρα πεύκων, η οποία συγχρόνως εμπλούτιζε με την πάροδο του χρόνου το κρασί με το χαρακτηριστικό της άρωμα. Αργότερα εφευρέθηκε και η πρακτική της προσθήκης της ρετσίνας στον μούστο για τον αρωματισμό του κρασιού και, κυρίως, την καλύτερη συντήρησή του.
Δώδεκα χρόνια μετά κατά τον Μεσοπόλεμο και συγκεκριμένα το 1934 ο Κωνσταντίνος ταξιδεύει πια σε όλα τα αμπελοχώραφα της Ελλάδας και «βάζει πόδι» στο Πόρτο Λάγος και στη Βοιωτία. Ιδρύει εκεί νέα οινοποιητική μονάδα και αξιοποιεί την τοπική παραγωγή σταφυλιών ποικιλίας «Σαββατιανό». Επιβιώνοντας τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, η επιχείρηση περνά στα χέρια της τρίτης γενιάς Μαλαματίνα και ειδικότερα στα χέρια του Βαγγέλη Μαλαματίνα, που έχοντας σπουδάσει χημικός οινολόγος θέλει να βελτιώσει και να σταθεροποιήσει την ποιότητα και το άρωμα της ρετσίνας. Στόχος του βέβαια οι πιο μακρινές αγορές και οι εξαγωγές. Και για να γίνουν αυτές πρέπει το προϊόν να μπορεί να ταξιδεύει αναλλοίωτο.
Το 1957 εμφιαλώνεται η ρετσίνα στο μπουκάλι τύπου «φούσκα» και ο Ευάγγελος Μαλαματίνας τριάντα χρόνια έπειτα από εκείνη τη στιγμή λαμβάνει το 1988, τιμητικό δίπλωμα από την Ενωση Ελλήνων Χημικών «για την καρποφόρα προσφορά στον κλάδο οινολογίας».
Λίγα χρόνια πριν, το 1980, η οικογένεια έχει ήδη επεκταθεί με νέα οινοποιεία στον Φάρο και στη Ριτσώνα Αυλίδας. Δημιουργείται αυτοματοποιημένο οινοποιείο στην Ασωπία Βοιωτίας με 4 πνευματικά πιεστήρια, ικανά να δεχθούν 700 τόνους σταφύλια την ημέρα. Εκσυγχρονίζεται και αυξάνεται η δυναμικότητα του εμφιαλωτηρίου στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης και ενδυναμώνεται το δίκτυο πωλήσεων & εξαγωγών.
Σύμφωνα με την εταιρεία στο ζενίθ της, πριν από λίγα χρόνια, έστελνε περίπου 50 εκατομμύρια φιάλες «Μαλαματίνα» στην εγχώρια αγορά και σε άλλες 37 χώρες.
ΑΠΕ, «Κ»