Το απόγευμα της παραμονής της εορτής του Γενεθλίου του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, δηλαδή την 23η Ιουνίου, όλες οι νιόπαντρες και οι ελεύθερες κοπέλες τραγουδώντας βγαίνουν σε παρέες στην άκρη του χωριού, όπου αρχίζει το δάσος, για να βρουν ένα βότανο που ονομάζεται cusitsa, κοτσίδα δηλαδή, γιατί το πλέκουν στις κοτσίδες τους ανάμεσα στα μαλλιά. Όποια βρει το βότανο αυτό το σημαδεύει δένοντάς το με μια κόκκινη κλωστή και στη συνέχεια το σκεπάζει με φύλλα για να μην το δουν και το συλλέξουν οι άλλες παρέες.
Στη συνέχεια όλες οι κοπέλες συγκεντρώνουν κάθε είδος λουλουδιού και κυρίως τη sulhina ή sulfina, το οποίο ονομάζεται και galiata, αφού προορίζεται για τον στολισμό του ομώνυμο δοχείου.
Ο στολισμός, που γίνεται σε κάποιο από τα σπίτια των κοριτσιών της παρέας και συνοδεύεται από γαμήλια τραγούδια, πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεγμένος, ώστε κάθε παρέα να είναι περήφανη για την γκαλιάτα της. Μέσα στις γκαλιάτες βάζουν τα σημάδια τους, δηλαδή κοσμήματα , δεμένα σε μικρά μπουκετάκια λουλουδιών.
Την γκαλιάτα την κρατούν ένα ή δυο ανύπαντρα κορίτσια και μαζί με την υπόλοιπη παρέα πηγαίνουν σε τρεις βρύσες, όπου θα πάρουν νερό τραγουδώντας Umpla sora, vearsa frate… ή Una lilitsi aroshi… ή Taγiani γianismatacia… ή Mults’ iram’… ή Suatsili. Η κοπέλα που κρατάει την γκαλιάτα δεν πρέπει να μιλάει όταν τη γεμίζει με νερό, γι’ αυτό και το ονομάζουν apa muta, αμίλητο ή άκριτο νερό , και του προσδίδουν θεραπευτικές ιδιότητες. Το κλεισουριώτικο τραγούδι Mults’ iram’…, που λέγεται στη γκαλιάτα, αναφέρει χαρακτηριστικά την αδυναμία της κοπέλας που μεταφέρει το αμίλητο νερό, να μιλήσει: «Πολλοί ήμασταν, πολλοί μαζευτήκαμε και για περίπατο ξεκινήσαμε. Την αγαπημένη στο δρόμο συναντήσαμε. Καλημέρα της “δώσαμε” και η αγαπημένη στράφηκε προς την άλλη πλευρά, δεν ήθελε να μας κάνει το χατίρι…». Τα μεσάνυχτα οι κοπέλες επιστρέφουν στο σπίτι και «πάνε την γκαλιάτα για κατάκλιση» κάτω από ένα δέντρο ή από μια τριανταφυλλιά, αφού την σκεπάσουν με ένα κόκκινο νυφιάτικο πέπλο, το zavon ή zvonlu, και την κλειδώσουν με κλειδαριά, έτσι ώστε να αστρονομιστεί όλο το βράδυ.
Πολύ νωρίς το πρωί της 24ης Ιουνίου οι κοπέλες και οι νύφες ντυμένες με τα γιορτινά ρούχα πηγαίνουν πάλι στο δάσος, όπου θα συλλέξουν τις κρυμμένες «κουσίτσες» τους και αν τα καταφέρουν και τις κουσίτσες των άλλων. Το κόψιμο της κουσίτσας πρέπει να γίνει ανάποδα, με τις πλάτες στραμμένες στην κουσίτσα. Στη συνέχεια οι νιόπαντρες την τυλίγουν γύρω από τη μέση τους για υγεία, για να έχουν εύκολη γέννα και για να μην αισθανθούν πόνους κατά τη διάρκειά της. Οι ανύπαντρες κοπέλες δένουν με την κουσίτσα το κεφάλι τους και την πλέκουν στις κοτσίδες τους για να μεγαλώσουν.
Τραγουδώντας γεμίζουν τις γκαλιάτες τους με νερό, ενώ συνοδεύονται από δυο αγόρια με ξύλινες σπάθες, τις hoarδi, που τις προφυλάσσουν από τα αγόρια άλλων παρεών, που συνήθως παραφυλάγουν στα σοκάκια για να τους «χαλάσουν» τις γκαλιάτες. Το «χάλασμα» της γκαλιάτας συνεπάγεται κακοχρονιά για όλες τις κοπέλες, καθώς η τέλεση του δρωμένου επέφερε κατά την πίστη τους εύνοια σε κάθε τομέα.
Στις οικίες που επισκέπτονται δίνουν λίγο νερό από τη γκαλιάτα τους και παίρνουν από ένα αργυρό νόμισμα και λίγο καθαρό νερό ως αντάλλαγμα. Με το νερό της γκαλιάτας βρέχουν τα μαλλιά για να μεγαλώσουν οι κοτσίδες τους και πλένουν το πρόσωπό τους για να ασπρίσει. Με τα χρήματα που θα συγκεντρώσουν, θα αγοράσουν διάφορα φαγώσιμα και υλικά για να κάνουν μια πίτα ή κουλουράκια, τα οποία και καταναλώνουν σε γλέντι, γνωστό ως beari (πιώμα), σε κάποια οικία. Κατά την αποχώρησή τους εύχονται «sh’ di var’ oara ma gini» (και του χρόνου καλύτερα).
Το δρώμενο κλείνει το απόγευμα με την εξαγωγή των κοσμημάτων από την γκαλιάτα στο μεσοχώρι. Αυτά πρέπει να είναι ασπρισμένα, γιατί αν έχουν μαυρίσει οι κάτοχοί τους θα πάθουν πολλές συμφορές κατά τη διάρκεια του έτους ή θα έχουν κακή παντρειά ή θα αργούσε το προξενιό. Από τα λουλούδια με τα οποία στολίζουν το γκιούμι, κρατούν και αποξηραίνουν μερικά για υγεία και τα τοποθετούν στο εικονοστάσι. Αυτά έβραζαν σε νερό και έλουζαν με το έγχυμα τους αρρώστους, αυτά έβαζαν στα προικιά για τον σκώρο, αυτά έφεραν πάνω τους οι γερόντισσες ως φυλαχτό, με αυτά θυμιάτιζαν τα σπίτια και για να αποτρέψουν την βασκανία, αυτά έκαιγαν για να θεραπεύσουν με τον καπνό τον πονοκέφαλο και για να αποκτήσουν παιδιά οι άτεκνες. Από τα λουλούδια, ως σύμβολα γονιμότητας της γης, οι κοπέλες και οι νιόπαντρες προσπαθούν με την τέλεση του δρωμένου να αποκομίσουν την γονιμότητα. Εδώ βλέπουμε να συμφύρεται ο αποτρεπτικός με τον γονιμικό χαρακτήρα του δρωμένου.