του Janan Ganesh (*)
Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτοί είναι οι τελευταίοι μήνες του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ο αμερικανός πρόεδρος μπορεί πάντα να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Ο αντίπαλός του, ο Τζο Μπάιντεν, έχει επωφεληθεί από μια διακριτικότητα που δεν θα κρατήσει μέχρι τις εκλογές. Μια στρατιωτική αψιμαχία, ένα εμβόλιο για τον κορονοϊό, και η προεκλογική εκστρατεία μπορεί να αλλάξει ριζικά, άγνωστο υπέρ ποίου.
Τούτων λεχθέντων, δεν είναι αδύνατο να εκτιμήσει κανείς το μέλλον του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος μετά τον Τραμπ. Και να αντιληφθεί ότι η απειλή του για τον φιλελευθερισμό είναι μια ερασιτεχνική εκδοχή αυτών που θα ακολουθήσουν.
Το ότι οι διάδοχοι του Τραμπ θα διατηρήσουν την ουσία των απόψεών του, αν δεν τις καταστήσουν ακόμη πιο ακραίες, είναι προφανές. Η εκλογική βάση που έχει διαμορφωθεί από τον νατιβισμό του αμερικανού προέδρου θα τιμωρήσει οποιαδήποτε παρέκκλιση. Αν προκύψει κάτι καινούργιο, θα είναι η έμφαση στις ικανότητες της κυβέρνησης. Η απουσία αυτού του σημείου βοηθούσε ιδιαίτερα τους φιλελεύθερους τα τελευταία χρόνια.
Πριν από την πανδημία, η αλλεργία του Τραμπ με τις λεπτομέρειες και τις γραφειοκρατικές διαδικασίες είχε θετικά αποτελέσματα. Τον εμπόδισε να χτίσει τείχος στα σύνορα με το Μεξικό, να ανατρέψει το Obamacare και να καταργήσει το δικαίωμα ιθαγένειας εκ γεννήσεως. Ετσι, με εξαίρεση την εξωτερική πολιτική όπου ο πρόεδρος έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, ο λαϊκισμός του δεν μπόρεσε να νικήσει την Ουάσινγκτον. Η τετραετία του σημαδεύτηκε περισσότερο από προθέσεις παρά από αποτελέσματα.
Αυτό που πρέπει να ανησυχήσει τους Δημοκρατικούς είναι η επόμενη δόση λαϊκισμού. Οι Ρεπουμπλικανοί πολιτικοί που αναμένεται να θέσουν υποψηφιότητα για την προεδρία το 2024 (ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, οι γερουσιαστές Τομ Κότον και Τζος Χόουλι, ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο) είναι πολιτισμικά πιο συντηρητικοί από τον Τραμπ και ικανότεροι από αυτόν να μετατρέψουν τα ένστικτά τους σε νόμους.
Αυτός είναι ο εφιάλτης των φιλελευθέρων: μια λαϊκιστική ατζέντα στα χέρια των insiders. Οσο τις απόψεις αυτές τις εξέφραζαν εκκεντρικοί και ερασιτέχνες, όπως η Σάρα Πέιλιν, τα πράγματα ήταν ελεγχόμενα. Αδυνατώντας να τα βγάλουν πέρα με τα δημοκρατικά αντίβαρα της Ουάσινγκτον, οι λαϊκιστές είχαν την κυβέρνηση αλλά όχι την εξουσία.
Το πρόβλημα αρχίζει όταν υιοθετούν το ίδιο πρόγραμμα άνθρωποι με θεσμικές γνώσεις. Οι γερουσιαστές Κότον και Χόουλι, οι νεότεροι σε αυτόν τον θάλαμο της γεροντοκρατίας, αποτελούν την εμπροσθοφυλακή. Το γεγονός ότι ο Χόουλι, που θέλει να καταργήσει τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, θεωρείται ο ηπιότερος εκ των δύο, λέει πολλά. Ο Κότον δεν θέλει κινέζους φοιτητές να σπουδάζουν θετικές επιστήμες στα αμερικανικά πανεπιστήμια.
Οι άνθρωποι αυτοί πέρασαν από το κατεστημένο (ένοπλες δυνάμεις και νομικές επιστήμες) προτού γίνουν πολιτικοί. Ξέρουν να συντάσσουν νόμους εκτός από το να γράφουν tweets. Γνωρίζουν τους θεσμούς που θέλουν να μεταμορφώσουν. Οι αμερικανοί φιλελεύθεροι δεν είχαν ως τώρα να αντιμετωπίσουν ένα μίγμα λαϊκιστικών ιδεών και επιχειρησιακών ικανοτήτων. Αλλά αυτό τελειώνει.
Η ιστορία ίσως καταγράψει ότι ο ρόλος του Τραμπ ήταν να ενσταλάξει στο κόμμα του ένα σύνολο ιδεών για μια γενιά. Η εφαρμογή τους στην πράξη θα ήταν έτσι κι αλλιώς έργο ανθρώπων με μεγαλύτερη πειθαρχία. Δυστυχώς για τους φιλελεύθερους, αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν.
(*) Ο Τζάναν Γκάνες είναι αρθρογράφος των Financial Times
AΠΕ