Καστοριά

“Πικραλίδες Κεφάλαιο 1: Απομεινάρια παρελθόντος” του Στάθη Μασκαλίδη

Λατρεύω το διάβασμα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου διαβάζω, και διαβάζω και διαβάζω. Όταν, λοιπόν, έκανα λογαριασμό στο fb μπήκα σε κάποιες ομάδες που ασχολούνται με το βιβλίο, μεταξύ αυτών και στις Ιστορίες Βιβλίων. Τελικά, δεν ξέρω πως, ούτε γιατί, κόλλησα περισσότερο με αυτή την ομάδα και ήρθα και κοντά με κάποια από τα μέλη της. Είχαμε κοινά ενδιαφέροντα, βλέπεις, αλλά μου άρεσαν και άλλα τους χαρακτηριστικά γνωρίσματα (έτσι συμβαίνει πάντα, κάποιους ανθρώπους τους συμπαθείς περισσότερο).
Στην ομάδα μπορείς να κάνεις κριτική, παρουσίαση, να πεις την γνώμη σου ελεύθερα αλλά να ανεβάσεις και θέματα που δεν έχουν άμεση σχέση με το βιβλίο (κάποια αστεία δημοσίευση για παράδειγμα). Κάπου κάπου κατέθετα και εγώ την γνώμη μου, αλλά κυρίως διάβαζα τις απόψεις των άλλων. Περνούσα καλά με την παρέα τους και άφηνα τον χρόνο να κυλάει όμορφα και απλά. Επέλεξα ή και με επέλεξαν κάποιοι από αυτούς να γίνουν και φίλοι μου.
Και κάπου εδώ αρχίζει η ιστορία με τις πικραλίδες. Μια ανάρτηση, ενός μέλους της ομάδας, καλούσε όσους θέλανε να γράψουν ένα διήγημα για το περιοδικό Maxmag. Θα έγραφαν ένα κεφάλαιο και εφόσον το ενέκρινε η συντακτική ομάδα θα ξεκινούσε η συνεργασία με το διαδικτυακό αυτό περιοδικό. Δεν το πολυσκέφτηκα, έπλασα μια ιστορία και την έστειλα (το πρώτο κεφάλαιο). Να σημειώσω εδώ πως δεν έχω άγχος όταν κάνω κάτι που μου αρέσει (και μου αρέσει να γράφω), το αποτέλεσμα, στην χειρότερη των περιπτώσεων, θα ικανοποιεί εμένα, σκέφτομαι και πάντα συνηθίζω να το προχωράω. Δεν είναι άγνοια κινδύνου, είναι αποφασιστικότητα.
Τελικά οι Πικραλίδες (έτσι λέγεται το διήγημα) βρήκαν τον χώρο τους και πήραν την ευκαιρία που επιζητούσαν. Γιατί όμως ο τίτλος να είναι πικραλίδες; Μικρός αναρωτιόμουν για εκείνο το παράξενο φυτό που σαν το έπιανες τα χέρια σου, με το παραμικρό φύσημα σκορπούσε στους πέντε ανέμους. Είναι απίθανο να ζεις στην ύπαιθρο και να μην το έχεις δει ή και να μην το τυραννήσεις με ένα σου και μόνο ξεφύσημα. Ε λοιπόν αυτό το τόσο ευάλωτο φυτό, που παράσιτο χαρακτηρίζεται, με τους θυσανωτούς καρπούς στο χρώμα του ασημιού, μπορεί, αν χρησιμοποιηθεί σωστά, να έχει ευεργετικές ιδιότητες. Κι όπως συμβαίνει συχνά με μένα, ξεκίνησα τους συνειρμούς. Σκέφτηκα πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι δύστροποι, δύσκολοι ή και παρεξηγημένοι αν θες, που κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, ενδεχομένως, να αλλάξουν συμπεριφορά. Αρκεί να δοθεί το έναυσμα και ο ζωτικός χώρος για να συμβεί αυτό. Στο διήγημα οι πικραλίδες θα δώσουν χρώμα και θα σπείρουν… αλλά αυτό μένει να το διαβάσεις!
Γιατί όμως στο Maxmag; Ήταν μια σύμπτωση ( σύμπτωση, όμως, επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση). Η επαφή με το συγκεκριμένο περιοδικό δεν είναι η πρώτη μου. Είχε μάλιστα το Maxamag την δική του συμβολή για να ανοίξω λογαριασμό στο fb. Αλλά αυτή είναι μια ιστορία που ενδεχομένως να γίνει γνωστή άλλη φορά (μπορεί και ποτέ). Σήμερα, όμως, η μέρα ανήκει στις Πικραλίδες και όποιος από εσάς θέλει μπορεί να διαβάσει το πρώτο κεφάλαιο. Και αν δεν του αρέσει, ε γρήγορα θα το ξεχάσει. Αν πάλι του αρέσει, θα περιμένει 15 μέρες για να μάθει την συνέχεια της ιστορίας. Στο εγχείρημα του περιοδικού συμμετέχουν αρκετοί συγγραφείς, οπότε, μπορείτε να διαβάσετε και τα δικά τους πονήματα (όλα σε συνέχειες με συγκεκριμένη συχνότητα), και ποιος ξέρει, ίσως κάποιο από όλα να το βρείτε του γούστου σας και να σας κρατήσει μέχρι το τέλος. Καλή ανάγνωση!

Κεφάλαιο 1: Απομεινάρια παρελθόντος

Ήτανε μια εποχή που κυλιόμουν σε άσπιλα (από τα πατήματα ανθρώπων) λιβάδια, που ξάπλωνα ανάσκελα σε στρώμα χλοερό κοιτάζοντας τον ουρανό, εκστασιασμένος από τα τιτιβίσματα των πουλιών και τις όμορφες τρίλιες που σκαρφίζονταν οι πετούμενοι αοιδοί.

Ενώ παρατηρούσα τα σύννεφα να ζωγραφίζουν με πινελιές γκριζαρισμένες ή και λευκές αριστοτεχνήματα καλύτερα και από έργα των πιο φημισμένων εικαστικών, έβανα στο νου μου ονείρατα μεγάλα, μόνο που ποτέ δεν τα πραγματοποιούσα γιατί πιότερο μου άρεσε να τα φαντάζομαι παρά να πασχίζω να τα υλοποιήσω.

Είναι και που μέσα μου εμφώλευε η αναβλητικότητα, αυτή που έκανε τα ποθητά μου να ματαιώνονται. Θαρρείς και με έπνιγε το βουνό σαν κοιτούσα στου Γράμμου τις κατάφυτες κορυφές, που ολόλευκες παραμένανε για τρεις από τις εποχές του χρόνου. Ίσως να φταίει που με ψυχοπλάκωνε ο φόβος του αγνώστου, ίσως πάλι να σκιαζόμουνα από τον τρόμο του γνώριμου, κατά πως φαίνονταν, ριζικού μου.

Έδινα, όμως, υπόσχεση νοερή -για να μην μ΄ ακούσει η παρέα μου- πως κάποτε θα φτάσω σε κείνη την κορυφή για να ανασάνω τον καθάριο αέρα της απελεύθερης από ηθικές δεσμεύσεις, φύσης. Και εξεγείρονταν το μέσα μου και ένιωθα τις φλέβες στους κροτάφους μου να ηχούν δυνατά, και την ώρα που ερινύες ακάλεστες με ζώνανε, υποσχόμουν, χωρίς να το πολυπιστεύω, πως καλύτερη συμπεριφορά θα έχω με τα πλάσματα που αδύναμα γεννιούνται στον γεμάτο ανισότητες ετούτο κόσμο.  Οι φίλοι μου καπνίζανε τσιγάρα camel και σχηματίζανε με των χειλιών τα επιδέξια γυρίσματα, τολύπες, καθώς εγώ μασούσα τον μίσχο από τα στάρια, λίγο πριν κιτρινίσουν και ετοιμαστούν να παραδοθούν για τον θερισμό.

Μου άρεσε πολύ η αίσθηση της ανωτερότητας, λάτρευα να διασχίζω την χλόη και να λυγάνε οι θαλλοί μπρος στο διάβα μου, κι αν απαντούσα στο πέρασμα μου κανένα έντομο μικρό και αδύναμο, δεν το είχα σε τίποτα να το συνθλίψω με το παπούτσι μου. Μα από όλα πιο πολύ μου άρεσε να τυραγνάω τις πικραλίδες. Θαρρώ πως πιο αδύναμο και φοβισμένο δημιούργημα από δαύτες δεν έπλασε η φύση. Στα χέρια μου τις έπιανα, κόβοντας με ευκολία τον ευαίσθητο τους βλαστό, και στη στιγμή τις έβλεπα να εξανεμίζονται μπρος στα μάτια μου, με ένα μου μονάχα ξέπνοο φύσημα.

Τότε ήταν που αναρωτιόμουν: Ποια θα μπορούσε να είναι άραγε η χρησιμότητα τους; Αλήθεια πως επιβίωσαν στο πέρασμα του χρόνου με τόσο εύπλαστη δομή; Με αφορμή αυτά τα ερωτήματα ήταν που ανέτρεχαν στην ταξιδιάρα μνήμη μου οι εικόνες από το παρελθόν, οι στιχομυθίες των μεσοκαιριτών στα καφενεία με τις ξύλινες καρέκλες και τα μεταλλικά ορθογώνια τραπέζια -τα ανοιχτόχρωμα και σε μεριές, μεριές ξεθωριασμένα- που οι πιο πολλοί αγρότες γεννηθήκανε και τέτοιοι θα πεθάνουν. Όλοι τους υποστήριζαν ομόθυμα πως τις πικραλίδες δεν τις θέλουν στους αγρούς, μήτε και στους κήπους τους, γιατί εμποδίζουν τα φυτά να αναπτυχθούν και το κακό που κάνουν μεγάλο είναι.

Ύστερα, έτσι στα ξαφνικά, συνειρμικά, από τη λήθη ξυπνάγανε τα λόγια της προγιαγιάς μου -που τυχερός στάθηκα και την πρόλαβα- να λέει με φωνή μπάσα και κάπως διακεκομμένη από την (αδύναμη να αρθρώσει καλά) γλώσσα της. Το ΄΄ταραξάκο΄΄ (που αργότερα έμαθα πως είναι η άλλη ονομασία της πικραλίδας) είναι θαυματουργό φυτό, με ιδιότητες ξεχωριστές. Βάλσαμο για πολλές αρρώστιες.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ

 

 

Back to top button