Ψάχνω τα καλοκαίρια όπως άλλοτε τα θυμάμαι να μυρίζουν.
Σε τσιτσιρίσματα λαδιού στο τηγάνι. Σε ιδρώτες ξεχασμένους που κανείς δε σκουπίζει από το μέτωπο.
Σε αμέτρητα κουκούτσια καρπουζιού παρατημένα σε λευκά πιάτα, που κανείς δε λέει να πλύνει.
Σε ανέμελα γέλια, δίχως ντροπή ,δίχως μια στάλα υποψίας για καμιά ενοχή.
Σε ευτυχίες άλλων καιρών, πιο εύκολων, πιο έτοιμων για καλοκαίρια.
Σε λαμαρίνες που καίνε και χέρια που κολλάνε γεμάτα σκόνη και βρομιά , μα κανείς δεν τα πλένει.
Σε χείλια που μόνο φιλούν χιλιάδες παραμελημένα μάγουλα, και προστατεύουν χιλιάδες ξεχασμένες ευτυχίες.
Σε σάπιες μαγείες αλλοτινών χρωμάτων που μόνο ο ουρανός φέρνει.
Σε ένα ζευγάρι χέρια που μόνο προσφέρουν. Που κόβουν φρούτα και τα αφήνουν αφάγωτα σε ξύλινα τραπέζια να τα κατασπαράζουν οι μύγες. Δε φεύγουν έτσι οι άνθρωποι.
Στη θυμηδία που με πιάνει από τα ξεδιάντροπα φλερτ , από λέξεις που αποσείουν γιατί φοβούνται να ξεστομίσουν.
Σε μεσημέρια γεμάτα ιλίγγους και υστερικά ξεσπάσματα. Λέξεις που ξεπλένονται στις θάλασσες και κανείς δεν τις θυμάται την επόμενη μέρα.
Σε υποσχέσεις που ξεχύνονται σε κύματα και στεριώνουν σε ξένες αμμουδιές. Τι να θυμάσαι πια;
Ψάχνω τα καλοκαίρια όπως άλλοτε τα θυμάμαι. Μα δεν τα μυρίζω πια.
1 λεπτό ανάγνωση