Πριν από μερικές μέρες γίναμε για άλλη μια φορά θεατές ενός ρατσιστικού οχετού, ο οποίος αυτή τη φορά δεν προήλθε από κάποιον πολιτικό πρόσωπο ή Μητροπολίτη αλλά από έναν σύμβουλο του Υπ. Παιδείας ο οποίος δεν δίστασε να αποκαλέσει τον Έλληνα πρωταθλητή του ΝBA Γιάννη Αντετονκούμπο, ως “μαϊμού” και “αράπη”. Άμεση ήταν η αντίδραση της Υπουργού Παιδείας, η οποία πράττοντας το αυτονόητο απέπεμψε από την θέση του το εν λόγω άτομο, ενώ σύσσωμα τα πολιτικά κόμματα του δημοκρατικού τόξου καταδίκασαν τις δηλώσεις αυτές.
Δυστυχώς, όμως το συμβάν αυτό έρχεται να μας υπενθυμίσει για άλλη μια φορά ότι το δηλητήριο του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και σήμερα σε ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της κοινωνίας. Είναι το κομμάτι αυτό της κοινωνίας που ζητοκραυγάζει ακούγοντας τον Άνθιμο και τον Αμβρόσιο να μεταδίδουν το “μήνυμα αγάπης τους” αφορίζοντας και υποκινώντας την βία εναντίον μειονοτήτων… Είναι το ίδιο κομμάτι της κοινωνίας που αφορίζει τους “ξένους” ως κλέφτες, εγκληματίες και αχάριστους αλλά τα ΣΚ πηγαίνουν σε γειτονικές χώρες να αγοράσουν φθηνότερα προϊόντα.
Ναι, είναι το κομμάτι της κοινωνίας που ζητούσε δημοψήφισμα για την μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, που θεωρεί τις γυναίκες που κάνουν άμβλωση ως “ξεδιάντροπες” και που ονειρεύεται να στείλει τους πρόσφυγες στον αγύριστο, λες και ξεχνά ότι πριν χρόνια και οι Έλληνες γνώρισαν την προσφυγιά. Πέρα όμως από αυτό το ακραίο κομμάτι του πληθυσμού, γενικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η ελληνική κοινωνία και ιδίως οι μεγαλύτερες ηλικίες έχουν αρκετά συντηρητικές απόψεις για ορισμένα ζητήματα -ταμπού, ενώ οι όποιες αλλαγές νοοτροπίας απαιτούν χρόνο και προσπάθεια. Μολονότι, λοιπόν, τα τελευταία 40 χρόνια στην Ελλάδα έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμα υστερούμε κατα πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ζητήματα που αφορούν μια σειρά από θεσμούς με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον γάμο μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών και της δυνατότητας τους να γίνουν γονείς.
Όσον αφορά γενικά τα δικαιώματα των ομόφυλων προσώπων στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι απογοητευτική, αφού το υπάρχων θεσμικό πλαίσιο δεν είναι αρκετό για την προάσπιση και προστασία βασικών ατομικών τους δικαιωμάτων. Γενικά το ΣτΕ όσον αφορά το ζήτημα αυτό, δέχεται ορθώς ότι από το Σύνταγμα συνάγεται “η κατοχύρωση του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, στον πυρήνα της οποίας ανήκει η ερωτική ζωή και ο σεξουαλικός προσανατολισμός, ο οποίος ως βασικό στοιχείο της προσωπικότητας και της ελευθερίας αυτοπροσδιορισμού του ατόμου, πρέπει σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία να είναι απολύτως σεβαστός και να μην αποτελεί αιτία διακρίσεων από την πλευρά της κρατικής εξουσίας”.
Παρόλο όμως που ο σεξουαλικός προσανατολισμός αναγνωρίζεται ως αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, εντούτοις το ίδιο το κράτος δεν έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εγγυηθεί την απόλαυση όλων των ατομικών δικαιωμάτων Χαρακτηριστικά μέχρι το 2015, η Ελλάδα ήταν μαζί με την Λιθουανία οι μόνες χώρες της ΕΕ που δεν προέβλεπαν κανέναν θεσμό νομικής αναγνώρισης ενός ομόφυλου ζευγαριού, αφήνωντας εκτεθειμένα τα πρόσωπα αυτά ακόμα και σε απλές καθημερινές υποθέσεις (πχ κληρονομικά ζητήματα,υποβολή κοινής φορολογικής δήλωσης κλπ).
Μετά από προσφυγή 6 προσώπων στο ΕΔΔΑ κατα της Ελλάδος, το Δικαστήριο του Στρασβούργου ήρθε το 2013 στην περίφημη ”Υπόθεση Βαλιανάτος και λοιποί κατά Ελλάδος” και δέχτηκε ότι η επιλογή της χώρας μας να μην νομοθετήσει το σύμφωνο συμβίωσης και για τα ομόφυλα ζευγάρια συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και παραβιάζει τα άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ. Πέρα όμως από το σύμφωνο συμβίωσης ήρθε η ώρα επιτέλους να ανοίξει η συζήτηση και να θεσμοθετηθεί και στην Ελλάδα ο πολιτικός γάμος και η υιοθεσία(ή γενικά η τεκνοθεσία) από ζευγάρια του ίδιου φύλου.
Όσον αφορά τον γάμο, ακούγεται συχνά το επιχείρημα της προστασίας της οικογένειας, ότι ο νομοθέτης δηλαδή πρέπει να προστατεύσει την “οικογένεια ως παράγοντα συντήρησης και προαγωγής του Έθνους”, όπως υποχρεούται με βάση το Σύνταγμα. Και όμως το επιχείρημα αυτό σήμερα μπορεί να καταρριφθεί αν ερμηνεύσει κανείς το Σύνταγμα με βάση την νομολογία του ΕΔΔΑ και την αρχή της αναλογικότητας. Πιο συγκεκριμένα, η προστασία της οικογένειας είναι ένας νόμιμος και θεμιτός στόχος που θέλει να εξυπηρετήσει ο Έλληνας νομοθέτης.
Ωστόσο, με το να απαγορεύει σε συγκεκριμένα άτομα να συνάπτουν γάμο λόγω διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού, σε καμία περίπτωση δεν προστατεύει την οικογένεια, ιδίως μάλιστα όταν με βάση το ΕΔΔΑ (υπόθεση Schalk εναντίον Αυστρίας) η σταθερή συμβίωση προσώπων του ίδιου φύλου συνιστά πλέον “οικογενειακή ζωή”. Έτσι, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ενόψει αυτής της ερμηνείας η άρνηση του κράτους να αναγνωρίσει το δικαίωμα στον γάμο μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου, δεν είναι ούτε πρόσφορο ούτε όμως και κατάλληλο μέτρο για την προστασία της οικογένειας, η οποία με τα χρόνια και την αλλαγή των κοινωνικών αντιλήψεων μεταρρυθμίζεται ώστε πλέον να θεωρείται ως μορφή οικογένειας- η οποία χρήζει συνταγματικής προστασίας- και αυτή που αποτελείται από δύο πρόσωπα του ίδιου φύλου.
Εκτός αυτού, με το να μην αναγνωρίζεται το δικαίωμα αυτό στα πρόσωπα που έχουν γεννηθεί με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, συνιστά αυθαίρετη διάκριση και προσβολή της προσωπικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας τους, οι οποίες είναι βασικές αρχές κάθε πολιτισμένου κράτους. Βέβαια, αξίζει να επισημάνουμε πως σε αντίθεση με την νομολογία του Soupreme Court των ΗΠΑ που αναγνώρισε πως το δικαίωμα στον γάμο μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου πηγάζει απευθείας από το αμερικάνικο σύνταγμα, το ΕΔΔΑ ήταν φειδωλό στο να υιοθετήσει αντίστοιχη πρόταση αφήνωντας πάντως το ζήτημα ανοιχτό να επανέλθει στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση 16 χώρες έχουν νομοθετήσει το αντίστοιχο δικαίωμα, το οποίο δεν έχει να κάνει με κομματικές ιδεολογίες αλλά με την ανάγκη απόλαυσης ενός ατομικού δικαιώματος από όλα τα άτομα μιας κοινωνίας χωρίς διακρίσεις. Χαρακτηριστικό είναι εξάλλου, πως σε όλες τις χώρες που θεσμοθετήθηκε το παραπάνω δικαίωμα, υποστηρίχθηκε σθεναρά απο όλα τα πολιτικά κόμματα, αριστερά, κεντρώα και δεξιά, ενώ κατάφερε να συσπειρώσει και όχι να διχάσει τις εκάστοτε κοινωνίες.
Όσον αφορά το δικαίωμα υιοθεσίας ή τεκνοθεσίας, στην Ελλάδα τουλάχιστον είναι απαγορευμένο ακόμα και να το σκεφτεί ένα ζευγάρι του ιδίου φύλου, ενώ παγκοσμίως υπάρχουν πάνω από 30 κράτη που αναγνωρίζουν και επιτρέπουν το αυτονόητο αυτό δικαίωμα. Εξάλλου, με βάση μελέτες και αναφορές από τον Αμερικάνικο Ψυχολογικό Σύλλογο, την Αμερικάνικη Παιδιατρική Εταιρεία και την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία (american psychological association) αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει κανένα δεδομένο που να δείχνει ότι η γονεϊκή αποτελεσματικότητα εξαρτάται απο τον σεξουαλικο προσανατολισμό των γονέων.
Στην ίδια ακριβώς άποψη μάλιστα, κατέληξαν και 55 Έλληνες Καθηγητές Ψυχολογίας, Παιδοψυχολογίας και Κοινωνικής Ψυχολογίας με κείμενο που είχαν συνυπογράψει την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου περί αναδοχής παιδιών. Εκτός αυτού, με το να απαγορεύεται σε ένα ζευγάρι γυναικών ή ένα ζευγάρι αντρών να υιοθετήσουν κάποιο παιδί, είναι σαν να αναγνωρίζεται ένα τεκμήριο ορθότητας για την ανατροφή ενός παιδιού σε συγκεκριμένες μόνο οικογένειες, κάτι το οποίο κοινωνικά έχει καταρριφθεί.
Όλες οι παραπάνω αλλαγές βέβαια, δεν μπορούν να έρθουν απο τη μια μέρα στην άλλη αλλά χρειάζεται χρόνος και ευαισθητοποίηση της κοινωνία πάνω στα συγκεκριμένα ζητήματα, μέσω της εκπαίδευσης. Διότι αν ένα παιδί από μικρή ηλικία μάθει να αγαπάει και να σέβεται τον συνάνθρωπό του ανεξαρτήτως θρησκείας, χρώματος, φυλής και σεξουαλικού προσανατολισμού τότε δεν θα υιοθετήσει ποτέ του το μίσος και τον ρατσισμό που θα προσπαθήσουν να του μεταλαμπαδεύσουν οι ”Αμβρόσιοι” αυτής της κοινωνίας. Διότι αν ένα παιδί λάβει σεξουαλική εκπαίδευση στο σχολείο μαθαίνοντας, πως κάποια πρόσωπα γεννιούνται με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, δεν θα του κάνει εντύπωση όταν δεί στο δρόμο ένα ζευγάρι του ίδιου φύλου να κρατιέται χέρι χέρι ή να παντρεύεται ή να έχει παιδιά.
Ο καθένας λοιπόν, καλείται να αποφασίσει σε ποια κοινωνία θέλει να ζει και ποια κοινωνία ονειρεύεται για τα παιδιά του. Μια κοινωνία, όπου ένα άτομο θα ντρέπεται για κάτι με το οποίο γεννήθηκε και θα δέχεται την κοινωνική απομόνωση και στιγματισμό ή μια ελεύθερη κοινωνία όπου όλα τα άτομα θα απολαμβάνουν τα ατομικά τους δικαιώματα χωρίς καμία αυθαίρετη διάκριση. Μια κοινωνία όπου ένα μέρος του πληθυσμού θα ζει καταπιεσμένο και θα φοβάται, ή μια κοινωνία όπου κάθε πρόσωπο θα μπορεί ελεύθερα και χωρίς φόβο να μιλήσει για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό.
Αυτά είναι βασικά ερωτήματα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ως ελληνική κοινωνία προκειμένου να αποφασίσουμε αν θα είμαστε ένα σύγχρονο και προοδευτικό κράτος δικαίου ή “το Ιραν της Ευρώπης”. Επιτέλους, ας καταλάβει αυτή η κοινωνία ότι ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία δεν είναι ιδεολογία αλλά ένα καρκίνωμα που φαλκιδεύει την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση…
Ο Κωνσταντίνος Παυλίδης κατάγεται από την Καστοριά και είναι φοιτητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ενδιαφέρεται έντονα για τα πολιτικά και τα νομικά δρώμενα και έχει ιδιαίτερη αγάπη για τα πανεπιστημιακά ζητήματα. Εδώ και μερικά χρόνια έχει αρχίσει να δραστηριοποιείται πιο ενεργά στον πολιτικό στίβο και η αρθρογραφία αποτελεί ένα νέο ξεκίνημα για αυτόν.