Διάλεξα πρώτα το κοστούμι. Ήταν καφετί με ένα λεπτό καρώ. Και το πανταλόνι και το σακάκι έστεκαν καλοσιδερωμένα στην κρεμάστρα.
Πουκάμισο, όμως, δεν ταίριαζε κανένα. Ή μάλλον αυτό που ταίριαζε φαίνονταν πολυκαιρισμένο, από την έλλειψη χρήσης. Το κατέβασα, το έβαλα στο πλυντήριο και το έβγαλα αμέσως μετά στον αέρα για να στεγνώσει γρήγορα. Για την γραβάτα δεν δυσκολεύτηκα, εντόπισα μία με καφέ κυκλάκια που στόλιζαν ένα χρυσαφί φόντο. Ήταν ό,τι έπρεπε για την περίσταση.
Ο πατέρας μου συνήθως κοστούμι φορούσε, ήθελε να πηγαίνει περιποιημένος στην δουλειά του, δάσκαλος ήταν, έδινε το παράδειγμα, στα παιδιά, στους γονείς τους. Ψηλός άντρας δεν ήταν, αλλά είχε έναν αέρα κι ένα χαμόγελο στο βλέμμα που τον έκαναν ελκυστικό. Και χιούμορ είχε, που ήξερε να το χρησιμοποιεί και στις εύκολες και στις δύσκολες καταστάσεις.
Ήταν παιδί από γεωργική οικογένεια, στο Βογατσικό μεγάλωσε, και φύλαγε τα βιβλία του στο τρουβά, όπως έλεγε. Διάβαζε όσο έβοσκε τα πρόβατα, ανάμεσα από τα ποτίσματα του μπαχτσέ, όταν ξεκουραζόταν από το αλώνισμα.
Και η μεγάλη του αγάπη ήταν τα αρχαία ελληνικά, ιδίως τα ποιήματα του Ομήρου, η Οδύσσεια και η Ιλιάδα. Ήξερε ολόκληρα κατεβατά απ’ έξω. Τον ταξίδευαν στα πέρατα της γης, εκεί που δεν μπορείς να πας με κανένα άλλο μέσο παρά μόνο με το μυαλό. Σε κόσμους ένδοξους, άλλες φορές τραγικούς κι άλλες γεμάτους μύρα κι ομορφιές. Θυμάμαι που σήκωνε το χέρι του και φαινόταν η κολλαριστή μανσέτα. Κι εκεί στην προέκταση του δακτύλου του τους έβλεπα κι εγώ να σχεδιάζονται, γραμμούλα- γραμμούλα.
Προσπαθούσα να τον μιμηθώ ακόμα και στο ξύρισμα του προσώπου του και με δυσκολία με έπεισε ότι τα κορίτσια δεν ξυρίζονται. Ήμουν η πρωτότοκη, αυτή που πρωτοπήρε στην αγκαλιά του.
Κι αγαπούσε την δουλειά του με τα παιδιά, πάντα είχε να διηγηθεί κάτι από το σχολείο. Ένα έξυπνο σχόλιο που έκαναν, μια τους ενέργεια που τον έκανε περήφανο. Έβλεπε με συγκατάβαση τις αταξίες τους, ήξερε να ξεχωρίζει τα σημαντικά από τα ασήμαντα. Και με τους μεγάλους συγχωρητικός ήταν. Οι άνθρωποι έλεγε δεν κάνουν λάθη, μόνο αν δεν κάνουν τίποτα.
Έτσι κάπως συνεχίστηκε η ζωή με μικρές χαρές και μεγάλες χαρές. Με προβλήματα που μπορούσε να τα αφήσει πίσω του και με άλλα που ορθώνονταν κάθε μέρα μπροστά του και χρειάζονταν πίστη και θάρρος για να τα αντιμετωπίσει.
Μέχρι που ήρθαν τα γηρατειά και η άνοια της μαμάς. Έκλαψε πολύ γι’ αυτό, είναι ένα βάρος που δεν σηκώνεται εύκολα.
Νομίζω ότι έζησε ως τα 93 του για να την φροντίζει.
Σιδερώνω προσεκτικά το πουκάμισο, ιδίως τα μανίκια, αυτά που θα ντύσουν τα αλλοτινά δυνατά του χέρια.
Θα είναι το τελευταίο κοστούμι που θα φορέσει. Δεν θα του σιδερώσω άλλο πουκάμισο.
Η ηχώ της φωνής του συνεχίζει να με παρηγορεί με καρτερική ηρεμία: σώπα, καλό μου, σώπα, είμαι γέρος, θα πεθάνω.
Κι εγώ πρέπει να πάψω να κλαίω, θα συνεχίσω όμως να τον αγαπώ μέσα από τα μάτια των παιδιών μου και των δισεγγονιών του.
anixneuseis.gr