Τι γνωρίζουμε για την πανδημία μέχρι σήμερα, τι έχει λειτουργήσει, τι έχουμε μάθει από τα λάθη που έγιναν και τι μπορούμε να κάνουμε για να την αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα
Dr. Δημήτρης Τσουκαλάς
Οι ιογενείς επιδημίες ακολουθούν ένα μοτίβο εξάπλωσης με εξάρσεις και υφέσεις, που ονομάζονται “κύματα”. Τα κύματα μπορούν να είναι 2, 3 ή και παραπάνω. Συχνότερα όμως, αυτού του είδους οι ιογενείς επιδημίες εμφανίζουν 3 κύματα, πριν υποχωρήσουν πλήρως.
- Ξεκίνησε με ένα μικρό πρώτο κύμα και αύξησε τη συνολική θνησιμότητα τον Ιούλιο του 1918.
- Εμφάνισε ένα δεύτερο κύριο κύμα, που ξεκίνησε το φθινόπωρο του ’18 και έφτασε σε κορύφωση το χειμώνα της ίδιας χρονιάς.
- Ολοκληρώθηκε με ένα τρίτο μικρότερο κύμα, την άνοιξη του 1919.
Εικόνα 1. Τα τρία κύματα της πανδημίας γρίπης στο Ην. Βασίλειο, το 1918. Το δεύτερο κύμα ήταν 5 φορές μεγαλύτερο από το πρώτο. Jeffery K. Taubenberger, David M. Morens. 1918 Influenza: the Mother of All Pandemics. CDC, 2006.
Χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης πανδημίας, ήταν ότι το δεύτερο κύμα προκάλεσε 5 φορές περισσότερους θανάτους από το πρώτο[1].
Αυτό που ανησυχεί του ειδικούς, είναι το ενδεχόμενο ένα επόμενο κύμα της τρέχουσας πανδημίας, να προκαλέσει περισσότερους θανάτους από το πρώτο. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που έχουν οδηγήσει στην αύξηση των μέτρων αυτή την περίοδο.
Υπολογίζεται ότι χωρίς τη λήψη μέτρων, το δεύτερο κύμα αναμενόταν να κορυφωθεί τον Δεκέμβριο του 2020 και ότι θα ήταν κατά 2-3 φορές μεγαλύτερο από το τρέχoν κύμα της πανδημίας[2].
Παρότι αυτό είναι το πιο επίφοβο σενάριο, δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί η πραγματική εξέλιξη της πανδημίας του SARS-CoV-2.
Προηγούμενες πανδημίες γρίπης, όπως αυτή των χοίρων του 2009 για παράδειγμα, είχαν διαφορετική πορεία, όπου η μεγαλύτερη διασπορά καταγράφηκε κατά το πρώτο κύμα[3].
Εικόνα 2. Τα τρία κύματα της πανδημίας της γρίπης των χοίρων (Η1Ν1) 2009. Shikha Garg et. al. 2014.
Θα μπορούσε επίσης, το κύμα που βιώνουμε σήμερα να είναι το δεύτερο και όχι το πρώτο και να οδεύουμε προς το τρίτο. Η πρώτη λοίμωξη ανθρώπου από τον SARS-CoV-2, εκτιμάται ότι μπορεί να συνέβη στις 6 Οκτωβρίου του 2019[4]. Έτσι ένα πρώτο κύμα θα μπορούσε να έχει ήδη εξελιχθεί, χωρίς να γίνει αντιληπτό το φθινόπωρο του 2019, όπου δεν είχε αναπτυχθεί ακόμη τεστ ανίχνευσης του ιού.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι δεν είναι εφικτή μια πρόβλεψη σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας, λόγω του σοβαρού δυνητικού κινδύνου, είναι αναμενόμενο τα μέτρα προστασίας να σχεδιάζονται λαμβάνοντας υπόψη την χειρότερη εκδοχή.
Πανδημία – Διαφορετική Θνησιμότητα ανά Χώρα
Η επίδραση του κορωνοϊού στην ολική θνησιμότητα του πληθυσμού, διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών. Ορισμένες χώρες εμφανίζουν σημαντικά αυξημένη θνησιμότητα, σε σχέση με τη μέση αναμενόμενη θνησιμότητα των προηγούμενων ετών, ενώ σε άλλες χώρες καταγράφεται πολύ χαμηλή ή και καθόλου αύξηση των συνολικών θανάτων.
Αυτό οφείλεται στη διαφοροποίηση των μέτρων κατά της διασποράς του ιού μεταξύ χωρών, την τοπική διαχείριση της πανδημίας (όπως η μεταφορά ασθενών με ήπια συμπτώματα στα γηροκομεία), την ικανότητα ανταπόκρισης των συστημάτων υγείας, τη μέση ηλικία και τη γενική κατάσταση υγείας του πληθυσμού, τη σύνδεση με περιοχές όπου ξεκίνησε η πανδημία (βλ. Γουχάν – Μιλάνο και Γουχάν – Νέα Υόρκη), και άλλους παράγοντες που δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί πλήρως.
Περιοχές όπου η θνησιμότητα παραμένει αυξημένη
Περιοχές στις οποίες η πανδημία έχει συμβάλει στην αύξηση των θανάτων και όπου αυτοί παραμένουν αυξημένοι μέχρι σήμερα, είναι οι ΗΠΑ, το Μεξικό, το Περού, η Βραζιλία, το Εκουαδόρ, η Ρωσία (Μόσχα), η Χιλή και η Νότια Αμερική, μεταξύ άλλων.
O υπολογισμός των επιπλέον θανάτων σε αυτές τις χώρες, έγινε συγκρίνοντας τους θανάτους του 2020 με τη μέση θνησιμότητα των προηγούμενων ετών[5].
Χώρες όπου η θνησιμότητα αυξήθηκε και στη συνέχεια επέστρεψε σε κανονικά επίπεδα
Κατά την κορύφωση της πανδημίας τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, σε πολλές χώρες καταγράφηκε σημαντική αύξηση της συνολικής θνησιμότητας. Τις τελευταίες εβδομάδες ωστόσο, η θνησιμότητα σε αυτές τις χώρες έχει επιστρέψει σε κανονικά επίπεδα. Χώρες που ακολούθησαν αυτήν την πορεία, είναι η Αγγλία, η Σουηδία, η Γερμανία, η Ελβετία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία και άλλες.
Χώρες όπου η πανδημία δεν προκάλεσε αύξηση της θνησιμότητας
Σε ορισμένες χώρες, όπως στη Φιλανδία, στο Ισραήλ, στη Νορβηγία, στη Δανία, στην Ιαπωνία και άλλες, δεν έχει προκύψει μέχρι σήμερα αύξηση της ολικής θνησιμότητας λόγω της πανδημίας. Τα αίτια διαφέρουν ανά χώρα και αναμένεται να κατανοηθούν καλύτερα κατά τους επόμενους μήνες, καθώς αυτές οι χώρες θα επεξεργαστούν τα στοιχεία των καταγεγραμμένων αιτιών θανάτου.
Θάνατοι που Προέκυψαν ως Συνέπεια των Λοκντάουν
Το λοκντάουν και τα συνοδά μέτρα, υπολογίζεται ότι απέτρεψαν 3.1 εκατομμύρια θανάτους από COVID-19[6].
Σε πολλές χώρες όμως, κυρίως στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ένα μεγάλο μέρος των θανάτων προέκυψε κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της πανδημίας, ως ακούσια συνέπεια ή έμμεσο αποτέλεσμα του ίδιου του λοκντάουν, για δύο κυρίως λόγους.
Ο πρώτος λόγος, αφορά σε θανάτους που προέκυψαν λόγω μειωμένης πρόσβασης σε ιατρικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα μέχρι σήμερα στοιχεία, αλλά και στοιχεία από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η πανδημία και τα λοκντάουν επηρέασαν σημαντικά τη λειτουργία των συστημάτων υγείας στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Επείγοντα καρδιολογικά περιστατικά, ασθενείς με απορρύθμιση του διαβήτη, ασθματικοί ασθενείς, καρκινοπαθείς και γενικά ασθενείς με χρόνια νοσήματα, στους οποίους καθυστέρησε η διάγνωση και η έγκαιρη θεραπεία, ήταν από τα κύρια αίτια αύξησης της θνησιμότητας (30% περίπου), κατά τη διάρκεια του πανδημίας [7][8][9][10][11]
Ο δεύτερος λόγος, αφορά στους θανάτους που προέκυψαν στα γηροκομεία και παρόμοιες δομές. Οι μισοί περίπου από τους θανάτους από COVID-19, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Αγγλία, Ισπανία, Ιρλανδία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία και άλλες) και το 40% στις ΗΠΑ, συνέβησαν στα γηροκομεία[12]. Στην Ισπανία αυτό το ποσοστό ξεπέρασε το 70%[13]. Στην προσπάθεια να δημιουργηθούν διαθέσιμες κλίνες στα νοσοκομεία, ώστε να υποδεχθούν βαριά νοσούντες από COVID-19, κρούσματα θετικά στον κορωνοϊό, που είχαν ήπια συμπτώματα νόσου ή ήταν ασυμπτωματικά, μεταφέρθηκαν σε οίκους ευγηρίας και παρόμοιες δομές αυξημένης φροντίδας. Παρά τις οδηγίες για απομόνωση αυτών των περιστατικών, ο ιός διαδόθηκε στα ευπαθή άτομα που φιλοξενούνται στα γηροκομεία.
- 50% θνησιμότητας στα γηροκομεία.
- 30% θνησιμότητας λόγω μειωμένης πρόσβασης σε ιατρικές υπηρεσίες (έμφραγμα, απορρύθμιση διαβήτη, ασθματικοί ασθενείς, μειωμένη διάγνωση καρκίνων).
- 20% των θανάτων οφείλονται αμιγώς σε περιστατικά COVID-19 που έπληξαν το γενικό πληθυσμό.
Στη χώρα μας, δεν έχουν γίνει λάθη διαχείρισης παρόμοια με αυτά που παρατηρήθηκαν στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών και στις ΗΠΑ. Κάποια μεμονωμένα περιστατικά COVID-19 που καταγράφηκαν σε οίκους ευγηρίας, προέκυψαν από κρούσμα στο προσωπικό του γηροκομείου[14] και όχι από μεταφορά ατόμων που είχαν διαγνωστεί με λοίμωξη SARS-CoV-2.
Τα λάθη διαχείρισης και η αποτυχία να προστατευτούν οι ευπαθείς ομάδες σε πολλές χώρες, έδειξαν ότι ο SARS-CoV-2 είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος και προκαλεί αυξημένη θνησιμότητα σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Λάθος εκτίμηση ή λάθος διαχείριση του, μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλο αριθμό θανάτων σε άτομα με αυξημένο κίνδυνο.
Η αύξηση στον αριθμό κρουσμάτων δεν είναι ανησυχητική από μόνη της, το αντίθετο μάλιστα, καθώς όσο αυξάνεται ο αριθμός των κρουσμάτων και μειώνεται ή παραμένει σταθερός ο αριθμός των θανάτων, φαίνεται ότι υπάρχει μειωμένη επικινδυνότητα για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Αυτό όμως που ανησυχεί τους ειδικούς, είναι ότι η αυξημένη διασπορά θα αυξήσει την πιθανότητα έκθεσης των ευπαθών ομάδων στον ιό και επομένως τους θανάτους σε αυτό το κομμάτι του πληθυσμού.
Ευπαθείς Ομάδες
Στις ευπαθείς ομάδες, ανήκουν πρωταρχικά άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Όσο αυξάνεται η ηλικία, τόσο αυξάνεται και ο κίνδυνος εκδήλωσης σοβαρής νόσου COVID-19[15].
Άτομα στη δεκαετία των πενήντα ετών, έχουν για παράδειγμα αυξημένο κίνδυνο, σε σχέση με άτομα που βρίσκονται στη δεκαετία των σαράντα ετών. Ομοίως, άτομα στα εξήντα τους ή στα εβδομήντα τους, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από άτομα που ανήκουν στις ηλικιακές ομάδες των πενήντα.
Αυξημένο κίνδυνο έχουν επίσης άτομα οποιασδήποτε ηλικίας, που πάσχουν από συγκεκριμένα υποκείμενα νοσήματα[16]:
- Καρκίνο
- Σοβαρά καρδιολογικά νοσήματα (καρδιακή ανεπάρκεια, στεφανιαία νόσο)
- Διαβήτη τύπου 2
- Παχυσαρκία (ΒΜΙ >30)
- ΧΑΠ (Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια)
- Χρόνια Νεφρική Νόσο
- Κατεσταλμένο ανοσοποιητικό σύστημα λόγω μεταμόσχευσης συμπαγούς οργάνου
- Δρεπανοκυτταρική αναιμία
Με βάση τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία, είναι πιθανόν να βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για σοβαρή νόσο από COVID-19, άτομα με τα παρακάτω νοσήματα και παράγοντες κινδύνου[16][17][18][19]:
- Υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση)
- Μεταβολικό σύνδρομο
- Άσθμα (μέτριο ή σοβαρό)
- Διαβήτη τύπου 1
- Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο
- Ηπατική νόσο (κίρρωση, λιπώδης διήθηση)
- Κατεσταλμένο ανοσοποιητικό (μεταμόσχευση μυελού των οστών, HIV, λήψη κορτιζόνης, ανοσοκατασταλτική φαρμακευτική αγωγή)
- Νευρολογικά νοσήματα (Alzheimer, άνοια)
- Κάπνισμα
- Αυτοάνοσα νοσήματα (ρευματοειδής αρθρίτιδα, λύκος, ψωρίαση)
- Εγκυμοσύνη
- Κυστική ίνωση και Πνευμονική ίνωση (βλάβη στους πνεύμονες από ουλώδη ιστό)
- Μεσογειακή αναιμία
Μεταβολικοί Παράγοντες Κινδύνου
Ένα μεγάλο μέρος του ενήλικου πληθυσμού διατρέχει αυξημένο κίνδυνο, λόγω υποκείμενων νοσημάτων και προδιαθεσικών παραγόντων. Ο κοινός παρονομαστής των παραγόντων που αυξάνουν τον κίνδυνο σοβαρής νόσου COVID-19, είναι διαταραχές στη μεταβολική λειτουργία του οργανισμού[20][21][22].
Μεταβολισμός, είναι το σύνολο των χημικών διαδικασιών που διατηρούν στη ζωή τον ανθρώπινο οργανισμό. Ο τρόπος ζωής, η επάρκεια ή οι ελλείψεις του οργανισμού σε ζωτικά συστατικά, η διατροφή, το στρες και η επιβάρυνση από τοξικές ενώσεις είναι οι βασικοί παράγοντες που διαμορφώνουν τη φυσιολογική ή την παθολογική λειτουργία των μεταβολικών διαδικασιών.
Διαταραχές του μεταβολισμού, οδηγούν σε δυσλειτουργία του ορμονικού και του ανοσοποιητικού συστήματος και συνδέονται με την ανάπτυξη χρόνιων παθήσεων και λοιμώξεων[18-22].
Γνωρίζουμε ότι αλλοιώσεις που επηρεάζουν τη μεταβολική λειτουργία του οργανισμού αυξάνουν τον κίνδυνο της νόσου λόγω:
- Εξασθένησης του ανοσοποιητικού συστήματος.
- Επιδείνωσης της εικόνας της πορείας της νόσου με παθολογική ενίσχυση της φλεγμονής (καταιγίδα κυτταροκινών).
Όπως αναφέρεται σε σχετική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, η πρώτη αντίδραση σε κάθε επιδημία είναι η αξιολόγηση της κατάστασης από τη σκοπιά του παθογόνου μικροοργανισμού[21]. Αυτό συμβαίνει γιατί υποθέτουμε ότι η σοβαρότητα της νόσου είναι άμεσο αποτέλεσμα της επιθετικότητας του μικροοργανισμού.
Ωστόσο, τα περισσότερα άτομα βιώνουν μια ήπια νόσο, ενώ σε ένα μικρό ποσοστό περιπτώσεων, η νόσος εξελίσσεται σε μια βαριά και σοβαρή ασθένεια. Αυτές οι σοβαρές περιπτώσεις, καθορίζονται από την ανταπόκριση του οργανισμού στη λοίμωξη. Μια βίαιη παθολογική ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος, αντί να καταπολεμήσει τον ιό, μπορεί να προκαλέσει βλάβες σε πολλαπλά όργανα και βαριά νόσο.
Σύμφωνα με την Ζανέλ Άιρες, ανοσολόγο δ/ντρια στο ινστιτούτο βιολογικών ερευνών Σάλκ των ΗΠΑ, «Οι παθολογικές εκδηλώσεις που βλέπουμε στους ασθενείς με COVID-19, δεν είναι νέες σε επίπεδο λοιμώξεων. Για παράδειγμα, η εκτεταμένη θρόμβωση και η βλάβη σε πολλαπλά όργανα, παρατηρούνται σε σοβαρές λοιμώξεις και από άλλους μικροοργανισμούς. Αντιθέτως [αντί να εστιάσουμε μόνο στην επικινδυνότητα του ιού], η τρέχουσα πανδημία έχει αναδείξει την ανάγκη να αλλάξουμε οπτική σχετικά με τις λοιμώδεις ασθένειες και να κατανοήσουμε πώς να επιβιώνουμε από αυτές.»
Η επιβίωση των ασθενών με COVID-19 και η ικανότητα τους να ξεπεράσουν επιτυχώς τυχόν συνέπειες που μπορούν να εμφανιστούν και μετά την ανάρρωση από τη νόσο, εξαρτάται από τη μεταβολική κατάσταση του οργανισμού τους.
Μεταβολικές διαταραχές, όπως:
- Η δυσλειτουργία στη διαχείριση του ζαχάρου και η αντίσταση στην ινσουλίνη (μεταβολικό σύνδρομο).
- Η διαταραχή του μικροβιώματος.
- Ελλείψεις σε ζωτικά συστατικά όπως η βιταμίνη D, η βιταμίνη C, ο ψευδάργυρος, η γλουταμίνη, ωμέγα 3 λιπαρά οξέα, μεταλλικά στοιχεία και αμινοξέα όπως η γλουταμίνη.
Παίζουν κεντρικό ρόλο στην ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού και στην ταχεία αποκατάσταση μετά από νόσο[23][24][25][26].
Μεταβολικά νοσήματα, όπως ο διαβήτης, η στεφανιαία νόσος, η υπέρταση, η παχυσαρκία, αλλά και παράγοντες όπως το κάπνισμα, η διατροφή[27][28], η κατανάλωση αλκοόλ[29] και η ατμοσφαιρική ρύπανση[30][31], είναι από τους κύριους παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσο COVID-19.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ίδιοι παράγοντες κινδύνου, βρίσκονται ανάμεσα στα κύρια αίτια θανάτου και ανάπτυξης χρόνιων νοσημάτων, στην Ελλάδα και στις ανεπτυγμένες χώρες[32][33].
Κάποιοι από τους παράγοντες κινδύνου, όπως η ηλικία, δεν μπορούν να αλλάξουν. Για παράδειγμα ασθενείς άνω των 80 ετών, έχουν 30 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν, σε σχέση με ασθενείς που είναι 50 ετών και εκατοντάδες φορές μεγαλύτερο κίνδυνο, σε σχέση με ασθενείς που είναι 30 ετών.
Το φύλο επίσης παίζει ρόλο, οι άντρες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τις γυναίκες.
Οι μεταβολικοί παράγοντες κινδύνου είναι στην πλειοψηφία τους διαχειρίσιμοι και η βελτίωση τους συνδέεται με[16-23]:
- Βελτίωση των υποκείμενων νοσημάτων.
- Βελτίωση της ικανότητας του οργανισμού να αμυνθεί από μια λοίμωξη.
- Μείωση του κινδύνου νόσου από COVID-19 και άλλους μικροβιακούς παράγοντες.
- Μείωση των μακροχρόνιων επιπτώσεων από τη νόσο COVID-19.
Σύμφωνα με ειδικούς, η ανθρωπότητα αυτή τη στιγμή βιώνει δύο πανδημίες ταυτόχρονα. Η μια αφορά στον κορωνοϊό και η άλλη αφορά στα μεταβολικά νοσήματα που συνδέονται με το σύγχρονο τρόπο ζωής και διατροφής. Mε βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, οι δύο πανδημίες αλληλοεπιδρούν[34].
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παρατηρήθηκε επιδείνωση του μεταβολικού προφίλ ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, με πιο ανθυγιεινές διατροφικές επιλογές, αύξηση της κατανάλωσης χαμηλής ποιότητας τροφών και μείωση της πρόσληψης θρεπτικών συστατικών (Κρυμμένη Πείνα), αύξηση του καθιστικού τρόπου ζωής, αύξηση της κατανάλωσης αλκοόλ και αύξηση του στρες.
Η διαβίωση σε ένα περιβάλλον που καθιστά πιο εύκολο έναν ανθυγιεινό τρόπο ζωής, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κινδύνου ασθενειών όπως ο διαβήτης, η παχυσαρκία, η στεφανιαία νόσος, ο καρκίνος, τα αυτοάνοσα νοσήματα και τώρα της νόσου COVID-19.
Η συγκεκριμένη συγκυρία μπορεί να λειτουργγήσει ως μια ευκαιρία, σε δημόσιο και ατομικό επίπεδο, λόγω αυξημένης ευαισθητοποίησης, ώστε να γίνουν αλλαγές που θα βελτιώσουν την κατάσταση υγείας του πληθυσμού και θα μειώσουν τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα από χρόνια νοσήματα, από COVID-19 και από τυχόν μελλοντικές πανδημίες[16,28].
Συμπερασματικά
Η διατήρηση των μέτρων υγιεινής και αποστασιοποίησης, το πλύσιμο των χεριών και η προστασία των ευπαθών ομάδων, είναι βήματα που έχουν βοηθήσει στη μείωση της διασποράς του ιού. Μας έδωσαν επίσης χρόνο να συγκεντρώσουμε περισσότερα στοιχεία για την αντιμετώπιση του SARS-CoV-2, ενώ παράλληλα επιτρέπουν τη συνέχιση της πλειοψηφίας των κοινωνικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Είναι σημαντικό να συνεχίσουν να εφαρμόζονται, μέχρι την πλήρη εξάλειψη του κινδύνου.
Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες κινδύνου τους οποίους δεν μπορούμε να αλλάξουμε, όπως η επικινδυνότητα ενός μικροβίου, η ηλικία μας ή το φύλο μας. Μπορούμε όμως με ιατρικές παρεμβάσεις και αλλαγές στον τρόπο ζωής, να βελτιώσουμε το μεταβολικό μας προφίλ, την υγεία μας και την ανταπόκριση του οργανισμού μας σε μικρόβια και ιούς. Γνωρίζουμε ότι όσο καλύτερη είναι η κατάσταση της υγείας ενός ατόμου, τόσο μικρότερες είναι οι πιθανότητες να νοσήσει από COVID-19, αλλά και από τα περισσότερα χρόνια νοσήματα.
Η βίαιη αλλαγή της καθημερινότητας μας, αυξάνει τα επίπεδα στρες και συχνά μας οδηγεί σε πιο ανθυγιεινές επιλογές. Είναι όμως επιτακτική ανάγκη το επόμενο διάστημα, να συνεχίσουμε με τις ενέργειες που μειώνουν τη διασπορά του ιού και να δούμε την συνολική κατάσταση ως μια ευκαιρία για να ενισχύσουμε την υγεία μας και τη φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού μας συστήματος.
Βιβλιογραφία
[1] Jeffery K. Taubenberger, David M. Morens. 1918 Influenza: the Mother of All Pandemics. CDC, 2006.