Τα αντιυπερτασικά φάρμακα δεν αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου, σύμφωνα με τη μεγαλύτερη και πιο λεπτομερή έως τώρα μελέτη πάνω στο ζήτημα, η οποία έρχεται να διασκεδάσει τις σχετικές ανησυχίες.
Μια τέτοια πιθανή συσχέτιση των εν λόγω φαρμάκων και του καρκίνου είχε αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης εδώ και δεκαετίες, όμως μέχρι σήμερα τα ευρήματα δεν είχαν οδηγήσει σε κάποιο οριστικό συμπέρασμα.
Η νέα έρευνα, με επικεφαλής την επιδημιολόγο δρα Έμα Κόπλαντ του βρετανικού Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η οποία παρουσιάστηκε στο διεθνές (ηλεκτρονικό λόγω κοροναϊού) συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, ανέλυσε και αξιολόγησε στοιχεία από 31 κλινικές δοκιμές φαρμάκων για την υπέρταση, που χορηγούνταν συνολικά σε περίπου 260.000 ανθρώπους σε διάφορες χώρες.
Η μελέτη επικεντρώθηκε ξεχωριστά σε πέντε φάρμακα για την υψηλή αρτηριακή πίεση: τους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, τους αποκλειστές του υποδοχέα της αγγειοτασίνης-2, τους β-αποκλειστές, τους αποκλειστές διαύλων ασβεστίου και τα διουρητικά.
Στόχος ήταν να εκτιμηθεί η επίπτωση καθεμιάς κατηγορίας αυτών των φαρμάκων πάνω στον κίνδυνο εμφάνισης οποιουδήποτε είδους καρκίνου, καθώς και θανάτου από καρκίνο.
Το συμπέρασμα ήταν πως δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι οποιοδήποτε από τα ανωτέρω φάρμακα αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου, και αυτό άσχετα με την ηλικία του ανθρώπου, το φύλο του, το βάρος του ή το αν καπνίζει.
Επίσης, δε διαπιστώθηκε αύξηση του κινδύνου καρκίνου σε πιο μακροχρόνια λήψη αντιυπερτασικών φαρμάκων.
«Τα ευρήματά μας θα πρέπει να καθησυχάσουν το κοινό σχετικά με την ασφάλεια των αντιυπερτασικών φαρμάκων αναφορικά με τον καρκίνο, κάτι που έχει ζωτική σημασία με δεδομένο το αποδεδειγμένο όφελος προστασίας αυτών των φαρμάκων έναντι των εμφραγμάτων και των εγκεφαλικών» δήλωσε η δρ Κόπλαντ.
ΑΠΕ