Τα τελευταία δέκα χρόνια η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη ανθρωπιστική κρίση η οποία δοκιμάζει τα αντανακλαστικά και τις ανθωποκεντρικές αξίες του ενωσιακού οικοδομήματος και εν γένει του δυτικού πολιτισμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν γίνονται διαρκώς συζητήσεις από δημοσιογράφους αλλά και απλούς πολίτες σχετικά με την ιδιότητα του πρόσφυγα, δηλαδή με το ποιος πρέπει να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας, ενώ ορισμένες ιδεοληπτικές και ακραίες φωνές δυστυχώς βρήκαν αφορμή να ρίξουν το ρατσιστικό τους δηλητήριο μιλώντας για απελάσεις όλων όσων εισέρχονται στην ελληνική επικράτεια.. Ας εξετάσουμε όμως τι ισχύει στην πραγματικότητα με βάση το διεθνές δίκαιο.
Iστορικά, η θεσμική προστασία των προσφύγων σε διεθνές επίπεδο άρχισε μετά το πέρας του Α Παγκοσμίου Πολέμου, με την Κοινωνία των Εθνών η οποία δημιούργησε την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες που στόχο είχε τον επαναπατρισμό περίπου 1.500.000 προσφύγων. Στη συνέχεια με τον τερματισμό του Β Παγκοσμίου Πολέμου και την ίδρυση του ΟΗΕ δημιουργήθηκε η Διεθνής Οργάνωση Προσφύγων που στόχο είχε την νομική και πολιτική προστασία των προσφύγων, η οποία Οργάνωση όμως, διαλύθηκε το 1952. Ήδη όμως από το 1950 είχε δημιουργηθεί η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR),η οποία εξοπλίσθηκε με ανθρωπιστικές κυρίως αρμοδιότητες και με κύριο έργο την παροχή διεθνούς προστασίας σε όσα άτομα διαθέτουν τα γνωρίσματα του πρόσφυγα. Ποιά όμως είναι τα γνωρίσματα αυτά που θα πρέπει να λάβει υπόψη του κάποιο κράτος προκειμένου να χαρακτηρίσει ένα πρόσωπο ως ”πρόσφυγα” και άρα ώς πρόσωπο που αξίζει προστασίας; Το ζήτημα αυτό είναι προφανές πως έπρεπε να λυθεί με μια διεθνή πολυμερή Σύμβαση κάτι το οποίο και έγινε το 1951 με την υπογραφή της Σύμβασης της Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων.
Αρχικά, θα πρέπει να τονίσουμε πως ο πρόσφυγας δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με την έννοια του «μετανάστη» ή του «αλλοδαπού». Και αυτό διότι κάποιος απλός αλλοδαπός πολίτης απολαμβάνει την διπλωματική προστασία της χώρας της ιθαγένειας του, σε αντίθεση με τον πρόσφυγα ο οποίος αν και αλλοδαπός δεν επιθυμεί να απολαύσει κάποια ευεργετική προστασία της χώρας καταγωγής του. Από την άλλη πλευρά, ο μετανάστης είναι κάποιο πρόσωπο που φεύγει από την χώρα του προς κάποια άλλη προκειμένου να εργαστεί και να βρει ένα καλύτερο επίπεδο ζωής, αλλά μπορεί να γυρίσει ανά πάσα στιγμή στην χώρα καταγωγής του .
Σε αντίθεση λοιπόν, με τις παραπάνω περιπτώσεις, τον ορισμό του πρόσφυγα μας τον δίνει το άρθρο 1 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στο άρθρο αυτό υπάρχουν οι λεγόμενες ρήτρες υπαγωγής, δηλαδή κάποιες προϋποθέσεις οι οποίες αν συντρέχουν αναγνωρίζεται κάποιος επίσημα ως πρόσφυγας. Πιο συγκεκριμένα, οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής: α) θα πρέπει να υφίσταται δικαιολογημένος φόβος δίωξης β) η δίωξη πρέπει να βασίζεται στην φυλή, την θρησκεία , την εθνικότητα , κοινωνική τάξη ή πολιτικές πεποιθήσεις γ) το πρόσωπο αυτό να βρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειας του ή της τελευταίας του διαμονής, δ) να μην μπορεί εξαιτίας του παραπάνω φόβου να επιστρέψει στην χώρα του.
Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, θα πρέπει το πρόσωπο που επικαλείται την ιδιότητα του πρόσφυγα να αποδείξει ότι έχει δικαιολογημένο φόβο να παραμείνει στη χώρα του εξαιτίας κάποιων γεγονότων τα οποία μπορεί να οδηγήσουν στη δίωξη, σύλληψη και φυλάκιση του, ενώ το στοιχείο αυτό διαφέρει από πρόσωπο σε πρόσωπο γι αυτό και λαμβάνονται υπόψη στοιχεία όπως η προσωπική του κατάσταση, το αν είναι μέλος σε κάποια θρησκευτική, πολιτική ή κοινωνική οργάνωση κλπ . Έτσι για παράδειγμα, το να φύγει κάποιο πρόσωπο από την χώρα του λόγω του ότι ανήκει σε μια θρησκευτική μειοψηφία και φοβάται επειδή δεν του αναγνωρίζονται τα αντίστοιχα δικαιώματα δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογημένο λόγο προκειμένου να του αποδοθεί η ιδιότητα του πρόσφυγα.
Αντίθετα, αν κάποιο πρόσωπο ανήκει σε μια θρησκευτική ή κοινωνική μειοψηφία τα μέλη της οποίας φυλακίζονται ή συλλαμβάνονται αυθαίρετα ώστε να είναι θέμα χρόνου να συλληφθεί και αυτός τότε προφανώς τα πράγματα αλλάζουν και δικαιολογείται η υπαγωγή του στην έννοια του πρόσφυγα. Όσον αφορά την δεύτερη προϋπόθεση θα πρέπει να ειπωθεί πως στην έννοια της δίωξης, περιλαμβάνεται η απειλή της ζωής και σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου, οι αυθαίρετες συλλήψεις και ανακρίσεις εις βάρος του, όπως και ο εκτοπισμός του μέσα στην ίδια του την χώρα κλπ. Συνέπεια λοιπόν, του παραπάνω φόβου, είναι ο αιτών να βρίσκεται εκτός της χώρας ιθαγένειας ή διαμονής του και να μην θέλει ή να μην μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Αν συντρέχουν σωρευτικά όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις, τότε το συμβαλλόμενο κράτος υποδοχής οφείλει να αναγνωρίσει την ιδιότητα του πρόσφυγα στο αιτούν πρόσωπο και να του παρέχει την ανάλογη προστασία, ενώ η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες έχει έναν ρόλο επιτηρητή παρεμβαίνοντας μόνο όπου δεν υπάρχει ορθή εφαρμογή της Σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το κράτος υποδοχής θα πρέπει να φροντίσει ώστε οι πρόσφυγες να απολαμβάνουν όλα τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες που τους εγγυάται η Σύμβαση όπως το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, της εκπαίδευσης, της αναφοράς στα δικαστήρια, της παροχής εργασίας και της κατοχής εγγράφων.
Σχετικά με το ζήτημα της απέλασης, το άρθρο 32 της Σύμβασης της Γενεύης αποτελεί την ομπρέλα προστασίας των προσφύγων, αφού τους διαβεβαιώνει, πως από τη στιγμή που διαμένουν νόμιμα στο συμβαλλόμενο κράτος απαγορεύεται να απελαθούν. Ως προς την έννοια της «νόμιμης διαμονής» θα μπορούσε κάποιος να αντιλέξει, πως δεν προστατεύονται όσοι αναμένουν την απόφαση της εθνικής αρχής για το αν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα ή όχι. Ωστόσο, με βάση το πνεύμα της Σύμβασης της Γενεύης, το άρθρο 32 προστατεύει και τα πρόσωπα που έχουν υποβάλλει αίτημα αναγνώρισης της ιδιότητας του πρόσφυγα και παροχής ασύλου, αλλά ακόμα δεν έχει κριθεί απο τις οικείες κρατικές αρχές. Και αυτό διότι αν δεν προστατεύονταν αυτά τα πρόσωπα, θα υπήρχε ο κίνδυνος να επιστρέψουν σε μια χώρα που κινδυνεύουν τα δικαιώματα ή και η ίδια τους η ζωή.
Βέβαια, το άρθρο 32 της Σύμβασης προβλέπει πως είναι δυνατή η απέλαση κάποιου πρόσφυγα για λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης. Ωστόσο, οι δύο αυτές έννοιες με βάση την Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες θα πρέπει να ερμηνεύονται πολύ στενά αφού μπορεί να ανοίξουν την πόρτα της αυθαιρεσίας και της συστηματικής παραβίασης θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι κυρίως οι Λατινοαμερικάνικες χώρες αλλά και κράτη με μη δημοκρατικά καθεστώτα επικαλούνται ως συνήθως τις παραπάνω έννοιες προκειμένου να δικαιολογούν την καταπάτηση των δικαιωμάτων στην οποία προβαίνουν, ενώ όσον αφορά τους πρόσφυγες οι περιπτώσεις που έχει απελαθεί κάποιος για τους λόγους αυτούς είναι ελάχιστες.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η Σύμβαση της Γενεύης, παρόλο που έχει τις ρίζες της σε μια άλλη εποχή με διαφορετικά δεδομένα και συνθήκες, ωστόσο αποδεικνύεται καθημερινά πως είναι ιδιαίτερα ευέλικτη μπροστά στις όλο και μεταβαλλόμενες εξελίξεις του αιώνα που διανύουμε(πχ τρομοκρατία). Σε κάθε περίπτωση η προστασία κάποιου προσώπου ως πρόσφυγα αποτελεί ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και όχι μια ”απειλή” όπως ορισμένοι κύκλοι θέλουν να παρουσιάζουν . Η μόνη απειλή για την πορεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα δυτικά κράτη, είναι ακριβώς αυτοί οι κύκλοι που ο ανθρωπισμός τους εξαντλείται στο χρώμα, τη θρησκεία και την εθνικότητα των συνανθρώπων τους.
Ο Κωνσταντίνος Παυλίδης κατάγεται από την Καστοριά και είναι φοιτητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ενδιαφέρεται έντονα για τα πολιτικά και τα νομικά δρώμενα και έχει ιδιαίτερη αγάπη για τα πανεπιστημιακά ζητήματα. Εδώ και μερικά χρόνια έχει αρχίσει να δραστηριοποιείται πιο ενεργά στον πολιτικό στίβο και η αρθρογραφία αποτελεί ένα νέο ξεκίνημα για αυτόν.
πηγές: Δικαιώματα του Ανθρώπου, Παρασκευή Νάσκου-Περράκη Β’ έκδοση, 2019,Εκδόσεις Σακκουλα