Εξήντα πέντε και πλέον χρόνια ακάματης ποιητικής δραστηριότητας έχει συμπληρώσει ο Τίτος Πατρίκιος, που επανέρχεται τώρα στην εκδοτική επικαιρότητα με μια καινούργια συλλογή, υπό τον τίτλο «Ο δρόμος και πάλι» (κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη).
Ενταγμένος από τα νιάτα του στην Αριστερά (με την ηγεσία της οποίας θα διαφωνήσει αργότερα ποικιλοτρόπως), ο Πατρίκιος, που γεννήθηκε το 1928, αρχίζει να γράφει ποίηση από τα στρατόπεδα της εξορίας στα οποία βρέθηκε λίγο μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου, και κατόπιν από το Παρίσι της δεκαετίας του 1960, όπου πήγε αργότερα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Κι αν στα πρώτα βιβλία του ο ποιητής καταπιάστηκε με τα πάθη της πολιτικής και της Ιστορίας, που αποτέλεσαν σάρκα εκ της σαρκός του (τα βίωσε στο πετσί του), γρήγορα θα καταφέρει να απομακρυνθεί από αυτά προκειμένου να στραφεί σε πιο εσωτερικές περιοχές, σε τόπους όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο διεκδικεί ο έρωτας.
Ερωτικά ποιήματα, βεβαίως, ο Πατρίκιος δεν θα πάψει να γράφει ποτέ, αλλάζοντας, φυσικά, με την παρέλευση των χρόνων, το ύφος και την αρχιτεκτονική της έκφρασής του. Έτσι, από τους ρεμβαστικούς τόνους οι οποίοι θα επικρατήσουν κατά τη διάρκεια της νεανικής του ηλικίας, με ένα ανάμεικτο αίσθημα απογοήτευσης και πλησμονής να κρύβεται πίσω από την κάθε του σχεδόν λέξη, ο Πατρίκιος περνά, ωριμάζοντας, σ’ ένα ρεαλιστικό και ταυτοχρόνως στοχαστικό τοπίο, πλημμυρισμένο, όμως, από μυρωδιές και χρώματα: μυρωδιές και χρώματα που θα εξακολουθήσουν να δίνουν στον έρωτα μια μοναδική δύναμη αναζωογόνησης και ανάτασης.
Ο έρωτας, αν και μόνο στο μνημονικό επίπεδο, δεν λείπει και από το πρόσφατο βιβλίο του, που αποτελείται από έντεκα ποιήματα, γραμμένα κατά τη διάρκεια της καραντίνας της περασμένης άνοιξης. Κι ενώ οι ημέρες της καραντίνας έχουν ξεκινήσει ξανά, ο Πατρίκιος θέλει να μας συντροφέψει με ποιήματα που μιλούν όχι τόσο για τον έρωτα όσο περισσότερο για την καθημερινότητα ενός ποιητή ο οποίος από τη μια πλευρά ανακαλεί τον παλαιότερο επαναστατημένο εαυτό του (ο τίτλος της σημερινής συλλογής παραπέμπει στον «Χωματόδρομο» του 1954, το πρώτο ποιητικό του βιβλίο) ενώ από την άλλη ανακινεί μια σειρά από θέματα της ώριμης ηλικίας, που συνοψίζουν μια κατασταλαγμένη φιλοσοφία ζωής – θέματα όπως η πάλη ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, η επίγνωση πως κανένα τέλος δεν είναι οριστικό και πως τα πάντα μπορούν ανά πάσα στιγμή να προχωρήσουν από την αρχή, η σύγκρουση του φωτός με το σκοτάδι, η μόνιμη ανησυχία του θανάτου (χωρίς να υποβιβάζεται κανένας ζωτικός πόρος), η ερωτική μνήμη και η μνήμη της αγάπης (αμφότερες δυναμώνουν όσο ενισχύεται η αίσθηση της απουσίας του άλλου), η προσδοκία του ταξιδιού και της διαφυγής, η πίστη σε όσα πρόκειται να έρθουν, αλλά και η αναπόληση των στιγμών της ευτυχίας. Αυτή τη βεντάλια ανοίγει μπροστά μας ο ποιητής, που βασισμένος στην πολύχρονη εμπειρία του και τη μακρά του πείρα, στέλνει το μήνυμα, όπως το είδαμε κιόλας, πως όλα μπορούν (όπως ένας νόμος της φύσης ή ένας απαρέγκλιτος κανόνας του βίου) να θεμελιωθούν σε μια νέα αφετηρία:
Ό, τι κι αν λέμε, ό,τι κι κάνουμε,
ό,τι κι αν σιωπηλά ή φωναχτά αναψηλαφούμε
κάποιοι άλλοι μικρά παιδιά ακόμα
θα ζήσουν τα ίδια χιλιοειπωμένα βάσανα
τις ίδιες απρόσμενες χαρές, θα προσπαθήσουν
ν’ ανοίξουν καινούργιους δρόμους, ξεκινώντας όμως
από έναν που δεν διαφέρει και πολύ απ’ τον δικό μας
κάποτε αλλάζοντας, κάποτε ταλαιπωρώντας
κάποτε ομορφαίνοντας τη ζωή
ζωή με χίλια πρόσωπα, ζωή μοναδική
ζωή δική μας και των άλλων.
Εξαιρετικά σύντομοι, άκρως πυκνοί, και με τη δύναμη που προσφέρει το βάθος του επιγράμματος (κάτι σαν δοκίμια που αναπνέουν με την ελευθερία της ποίησης ή σαν ποιήματα που παράγουν το αναλυτικό απόσταγμα του δοκιμίου), οι στίχοι του Πατρίκιου συνιστούν κάτι παραπάνω από παρακαταθήκη, προσφέροντας μια ζωηρή και ταυτοχρόνως ψιθυριστή (όπως η εξομολόγηση) συνομιλία με τον αναγνώστη κάθε εποχής και κάθε γενιάς για τις δυσκολίες, αλλά και για τις δυνατότητες και το μέλλον της καθημερινής πραγματικότητας.
Όπως έλεγε ο ίδιος ο ποιητής πριν από καιρό, σε συνέντευξη που έδωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την ποιητική του συλλογή «Σε βρίσκει η ποίηση» (το βιβλίο από το οποίο επελέγη φέτος το θέμα για το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στις Πανελλαδικές Εξετάσεις): «Η ποίηση μπορεί να είναι τα πάντα: φίλτρο ζωής, φόβος θανάτου, άσκηση εξουσίας, πηγή ματαιοδοξίας, κοινωνική στράτευση, καθαρή τέχνη, αντίδοτο για τη μοναξιά, τρόπος απομόνωσης από την κοινότητα.
Γράφω όχι για τα μέσα που χρησιμοποιεί η ποίηση αλλά για το πώς κινείται – για το τι είναι σε θέση να μας προσφέρει με τη λειτουργία της. Για να υπάρξει, πάντως, η ποίηση θα πρέπει να χειραφετηθεί κανείς από την κυριαρχία της. Κι ας πω συμπληρωματικά πως δεν μπορώ να καταλήξω σε καμιά βεβαιότητα και σε κανένα οριστικό συμπέρασμα. […] Η ποίηση βρίσκει τον καθένα μας σε συγκεκριμένη ώρα ή, για να το διατυπώσω διαφορετικά, η ποίηση μπορεί να βρει τον οποιονδήποτε σε κάποια κρίσιμη στιγμή και να τον επηρεάσει βαθιά».
ΑΠΕ