Καστοριά

Ο κωπηλάτης (του Αλέξη Γούδα)

Ο πατέρας του ήταν από τους τελευταίους παραδοσιακούς ψαράδες. Έμπαινε σχεδόν καθημερινά στη μπανιέρα όπως έλεγε για να βγάλει τα ψάρια που ”τρώγονται φρέσκα όπως τα λεφτά”. Η μητέρα μεγάλωνε τις τρεις κόρες, είχε αναλάβει τα οικιακά και περίμενε και τέταρτο. Έμπαινε και αυτή στη βάρκα καμιά φορά, όταν υπήρχε ανάγκη να βοηθήσει και άφηνε τα κορίτσια στη θεία τους όπως εκείνο το πρωινό, που η ομίχλη καθόριζε το μέγεθος, το χρώμα και τη διαύγεια των πραγμάτων , θαρρείς και των ψυχών, παρόντων, παρελθόντων και μελλούμενων. Την πιάσανε οι πόνοι στα ανοιχτά της λίμνης και ο άντρας άρχισε να κωπηλατεί δυνατά και με νεύρο παλαιστή, για να φτάσει πίσω να ξεγεννήσουνε. Τα κουπιά πάφλαζαν με κρότο στο μαύρο νερό και οι πελεκάνοι  δεν πλαισίωναν τη βάρκα όπως συνήθιζαν, ζητώντας μερίδιο από τα ψαρικά, παρά κραύγαζαν ειδοποιώντας τη φύση. Οι γλάροι μόνο, σαν παρελκόμενα αγγέλων ακολουθούσαν από ψηλά και στην ακτή κάτι μαύροι ερωδιοί με πόδια σχεδόν αόρατες κλωστές, στεκούμενοι ύφαιναν κάποιο βρεφικό σεντόνι. Κάμποσα μέτρα πριν δέσουν στην προβλήτα δυο φωνήεντα πόνου διώξαν όλα τα πτηνά, ο πατέρας άφησε τα κουπιά από την ταραχή, έβγαλε τη ζακέτα και τύλιξε το γιό του, κλαίγοντας, πρώτο κλάμα και για τον ίδιο, μαζί με την ημιλιπόθυμη μάνα. Τους τράβηξαν στην ακτή άλλοι ψαράδες μιας και τα κουπιά βυθίστηκαν.
Ο μικρός μεγάλωνε με αγάπη, μα τη μεγάλη αγκαλιά την έψαχνε στις βόλτες του στη λίμνη. Βγήκε γερή κράση και από νωρίς έμπαινε και αυτός στη βάρκα με τον πατέρα και τραβούσε κουπί. Τον είδαν στον κωπηλατικό και τον ζητήσανε για προπόνηση. Έτσι και ξεκίνησε. Από την αρχή φάνηκε αλύγιστος στην κούραση. ”Άνοιξε προπέλα ο μικρός” λέγανε οι προπονητές. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να ‘ρθουν. Σάρωσε τα μετάλλια στους πρώτους πανελλήνιους αγώνες και κλήθηκε στα κλιμάκια των εθνικών ομάδων. Όμως δεν τα κατάφερνε στα γράμματα. Με το ζόρι πήγαινε σχολείο. ”Άνοιξε κανένα βιβλίο” του λεγε η μάνα , ”μου φέρνει ομίχλη στο μυαλό” απαντούσε αυτός. Η ζωή του όλη ήταν το κουπί. Αφού καμιά φορά τα καλοκαίρια πελεκούσε και ελαφρόξυλα και έφτιαχνε δικά του κουπιά για να τα δοκιμάσει στην ηρεμία και στη φουρτούνα.
 Μια μέρα μόνο, συνέβη να βγει μόνος για προπόνηση και διαπίστωσε πως δυσκολεύεται να λυγίσει εύκολα τους αγκώνες. Είπε θα ‘ναι από κούραση και κάθισε λίγες μέρες να ξεκουραστεί περπατώντας μόνο γύρω από τη λίμνη, σα θεριό σε ζωολογικό πάρκο. Μα και την επόμενη φορά οι αγκώνες του δεν ανταποκρίθηκαν. Και όλες τις επόμενες φορές. Ο γιατρός μίλησε για κάποια σπάνια ασθένεια μα ούτε και ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος αφού ζήτησε απ’ τον μικρό να αλλάξει άθλημα.  Τα χέρια του πια είχαν αγκυλωθεί σε μια ίσια θέση χωρίς καμία δυνατότητα γωνίας. Ο ίδιος δε μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει παρά μόνο για βασικές ανάγκες. Στην πορεία κατάλαβε πως και τα δάχτυλά του ενώθηκαν μεταξύ τους και αντί για χέρια πια σήκωνε ξύλα. Συνέχιζε όμως να περπατά γύρω από τη λίμνη και χάζευε τις βάρκες και τους αθλητές με μια απέραντη λύπη, το ίδιο και αυτοί εκείνον. Τα καλοκαίρια βουτούσε στο νερό και τραβούσε μακριές χεριές βυθίζοντας τα χέρια του στα νερά. Μια μέρα ενός χειμώνα, έλυσε τη βάρκα του πατέρα του, και βγήκε στα ανοιχτά δίχως κουπιά σπρώχνωντας το νερό με τα χέρια του. Κατάκοπος στη μέση της λίμνης μη μπορώντας άλλο να σπρώξει, βούτηξε στο νερό και άρχισε να τραβάει τη βάρκα με ένα σχοινί γύρω από τη μασχάλη του, τον πρόδωσαν όμως τα ασθενή πνευμόνια του και τα χέρια που δε μπορούσαν πια να υπακούσουν. Πολλοί πελεκάνοι μαζεύτηκαν γύρω από τη βάρκα γυρεύοντας μερίδιο, τα αγγελοπούλια κάνανε κύκλους τριγύρω και στην ακτή κάτι λευκοί ερωδιοί με πόδια σαν αόρατες κλωστές , στεκούμενοι ύφαιναν νεκρικό σεντόνι.

Back to top button