Σήμερα στο BEAUTY DAYS WITH A BOOK φιλοξενούμε τη Σοφία Κλειούση, συγγραφέα του βιβλίου «ΜΝΗΜΕΣ ΕΔΕΣΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ», που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Δωδώνη.
Κα Κλειούση, ευχαριστούμε που δεχτήκατε να μιλήσουμε και να γνωρίσουμε εσάς
και το βιβλίο σας.
Εγώ σας ευχαριστώ για την πρόσκληση
1. Πείτε μας κάποια πράγματα για τον εαυτό σας, μιλήστε μας για εσάς.
Δύσκολο, στ` αλήθεια, να συστήσει κανείς τον εαυτό του κατά τρόπο ουσιαστικό και ολοκληρωμένο μέσα σε λίγες γραμμές. Γι` αυτό και θα καταφύγω στη γνωστή πεπατημένη του βιογραφικού σημειώματος:
Τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια έχουν το νοσταλγικό άρωμα μιας εποχής βιωμένης σε χώρους πληθυντικούς, πολύβουες αλάνες και αυλές γεμάτες από «ιδανικές φωνές και αγαπημένες». Από τους στενούς ορίζοντες της κλεισμένης μέσα στα βουνά γενέτειράς μου βρέθηκα φοιτήτρια στο Τμήμα της Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής στη συμπρωτεύουσα, με το ιδιαίτερο πνευματικό της κλίμα, τις τολμηρές λογοτεχνικές αναζητήσεις και τους εμπνευσμένους δασκάλους στον τομέα των Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών.
Εδώ και μια εικοσαετία υπηρετώ στη Μέση Εκπαίδευση ως καθηγήτρια φιλόλογος, μολονότι δηλώνω ες αεί μαθήτρια, υπό την έννοια ότι η διδακτική και παιδαγωγική πράξη είναι μια από τις πηγές που πλουτίζουν ‒είτε φανερά είτε υπόγεια‒ την ύπαρξή μου. Έχω ασχοληθεί με το θέατρο στην εκπαίδευση, δραστηριότητα από την οποία αποκόμισα τις πιο πολύτιμες εμπειρίες μου. Επέλεξα να μεγαλώσω την κόρη μου στην πόλη της καταγωγής μου, στην
Καστοριά, η οποία, αν και μακριά από το επίκεντρο της πνευματικής και πολιτιστικής
ζωής, αναπληρώνει την έλλειψη με το όμορφο φυσικό της περιβάλλον και τη ζεστή
ανθρώπινη επαφή. Λατρεύω τις περιπλανήσεις στα ορεινά μονοπάτια της περιοχής μου και αθλούμαι συστηματικά με το τρέξιμο.
2. Πείτε μας, είχατε ονειρευτεί από μικρή να γίνετε συγγραφέας; Πότε και πώς
ξεκινήσατε τη συγγραφή.
Συγγραφέας; όχι… Το παιδικό μου όνειρο ήταν να λάμψω ως παγκόσμια πρωταθλήτρια της ενόργανης γυμναστικής. Πέρασα όμως ως παιδί και ως έφηβη πολλά χρόνια, καθοριστικά χρόνια, σιωπηλής θητείας στο εργαστήρι της γλώσσας και της γραφής ως αναγνώστρια. Ο πατέρας μου, αναγνώστης και εκείνος αδηφάγος, μού μετέδωσε την αγάπη του για το βιβλίο και το διάβασμα. Οι σπουδές μου στη Λογοτεχνία εμπέδωσαν και κατίσχυσαν την αγάπη αυτή. Δοκίμασα να γράψω, θυμάμαι, για πρώτη φορά επηρεασμένη ή μάλλον συνεπαρμένη από τα μαθήματα του αξέχαστου Παναγιώτη Μουλλά για τον Νεωτερικό Πεζό Λόγο. Τότε
πρωτοδιάβασα Βαλτινό, Πεντζίκη, Μπακόλα, Χειμωνά και ερωτεύτηκα το «Πεθαμένο Λικέρ» του Γιάννη Ξανθούλη. Σκάρωσα λοιπόν κι εγώ το πρώτο μου πόνημα, εμπνευσμένο κιόλας από το ομώνυμο διήγημα της συλλογής «Περσινή αρραβωνιαστικιά» της αγαπημένης μου Ζυράννας Ζατέλη, εφάρμοσα όλες τις προχωρημένες τεχνικές της συνειρμικής γραφής, αργότερα δοκίμασα να το στείλω σε κάποιο διαγωνισμό και φυσικά… έφαγα τα μούτρα μου. Τότε κατάλαβα ότι, για να γίνεις συγγραφέας, θέλει δουλειά πολλή και μια κατάσταση αλλιώτικη, εσωτερική, δεν αρκεί μόνος του ο θεωρητικός εξοπλισμός. Έκτοτε γράφω όποτε νιώθω την ανάγκη να συμπληρώσω το ελλειπτικό προσωπικό βίωμα, να αναχαιτίσω τους φόβους μου, να αναρωτηθώ, να καταλάβω, χωρίς απαραίτητα να έχω κατά νου την εκδοτική πραγμάτωση των γραφομένων μου. Το πρώτο μου βιβλίο που ολοκληρώθηκε και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Δωδώνη» το φθινόπωρο του 2015 ήταν το μυθιστόρημα «Λόπου Σετς» ή αλλιώς «Το Λημέρι του Λύκου».
3. Συστήστε μας με λίγα λόγια το βιβλίο σας «Μνήμες Εδεσματολογίου». Πότε
ξεκινήσατε να το γράφετε και πόσο καιρό σας πήρε για να το τελειώσετε;
Οι «Μνήμες Εδεσματολογίου» αποτελούνται από τέσσερα εκτενή αφηγήματα –νουβέλες θα μπορούσα να πω‒ τα οποία, παρά το διαφορετικό θεματικό τους κέντρο, συνιστούν εν τέλει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα με κοινό αφηγηματικό φορέα αλλά και με πρόσωπα, ταυτότητες και μοτίβα που επανέρχονται.
Η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια μέσα από μια περιδιάβαση αναδρομική στον παρελθόντα απολεσθέντα της χρόνο, κάποτε με την τρυφερή και ανυποψίαστη ματιά του μικρού παιδιού και κάποτε με τη γνώση και την επίγνωση της ωριμότητας, αποτυπώνει ιστορίες, χαρακτήρες, συνήθειες, εικόνες και «ευτελή», ταπεινά περιστατικά καλύπτοντας την περίοδο που ξεκινά από τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια και εκτείνεται μέχρι την τρέχουσα κρίση, την οικονομική και κυρίως την κρίση των αξιών. Η κάθοδος της ορεσίβιας νεαράς στα άξενα παράκτια, σπίτια, γειτονιές και το ανθρώπινο τοπίο μιας πόλης που διέρχεται τη μεταβατική της φάση προς την αστικοποίηση και τον εκσυγχρονισμό, γεύσεις συνδεδεμένες με αλαργεμένα πρόσωπα και φευγάτα καλοκαίρια και το τσιζ κέικ του έρωτα, ασυμβίβαστου και αιρετικού μαζί είναι κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα του έργου.
Ξεκίνησα να γράφω το έργο τον χειμώνα του 2014, σε μια χρονική στιγμή συναισθηματικής πληρότητας, λίγο προτού λιγοστέψει ο κόσμος μου με μια οδυνηρή απώλεια. Ολοκληρώθηκε μετά από τέσσερα χρόνια. Φυσικά, υπήρξαν και μεγάλα διαστήματα σιωπής, η οποία έχει τελικά τη σημασία της, καθώς αποδεικνύεται ομιλούσα και ευεργετική.
4. Τι ιδιαίτερο θα διαβάσουμε σε αυτό το βιβλίο; Αν ήσασταν ένας απλός αναγνώστης του, ποια θα θεωρούσατε ότι είναι τα δυνατά του στοιχεία;
Ξέρετε, δεν είμαι της γνώμης ότι το κλειδί της αυτοερμηνείας του που προτείνει ο συγγραφέας έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την προσέγγιση και την ερμηνεία του κάθε αναγνώστη. Σύμφωνα λοιπόν με την προσωπική μου αίσθηση των πραγμάτων, αυτό που θεωρώ ιδιαίτερο στα κείμενα του βιβλίου είναι η πρόθεση και η προσπάθεια να μεταπλαστεί το ιδιωτικό σε συλλογικό, και το στιγμιαίο σε διαχρονικό, ώστε το προσωπικό βίωμα από το οποίο ξεπηδούν οι ιστορίες να μπορέσει να ενεργοποιήσει οικείες συγκινήσεις. Και επειδή δύσκολα θα καταφέρω να δω το έργο από την οπτική γωνία του κάθε αναγνώστη, -πάντα θα βαραίνουν οι
προθέσεις μου και οι εμμονές μου- θα επικαλεστώ κάποιες από τις επισημάνσεις ανθρώπων που διάβασαν το βιβλίο: άλλοι λοιπόν έκαναν λόγο για τρυφερή νοσταλγία, άλλοι διέκριναν τη λεπτή ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό, ενώ οι νεότεροι και οι έφηβοι κυρίως διασκέδασαν με τις αξιολάτρευτες «φουστανούσες» γιαγιάδες του χωριού και τους ευτράπελους ιδιωματισμούς τους όπως και με τις γλυκόπικρες ιστορίες από τις σχολικές αίθουσες κατά την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης.
5. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να αποκομίσει ο αναγνώστης σας;
Ο όρος «μήνυμα» προϋποθέτει κάποια πρόθεση διδακτισμού. Εγώ περισσότερο θα ήθελα το βιβλίο να λειτουργήσει ως μια υπόμνηση ότι η ζωή του καθενός μας είναι ένα μοναδικό εδεσματολόγιο καμωμένο από σημασίες, φθέγματα, αισθήματα, ήχους, μουσικές, θάλπος, φως αλλά και σκοτάδι· και ότι, για να γίνει η ζωή αυτή αξιοβίωτη, ακόμη και αν οι γεύσεις του εδεσματολογίου μας είναι ενίοτε πικρές ή δυσάρεστες, δεν πρέπει να παραμελούμε τα δύο υλικά που κυριαρχούν συναιρώντας όλα τα υπόλοιπα: τη μνήμη και τη γλώσσα.
6. Πώς αποφασίσατε τον τίτλο του βιβλίου, υπήρξε κάποιος άλλος που απορρίφθηκε;
Τον τίτλο στο βιβλίο έδωσε το τρίτο κατά σειρά από τα τέσσερα αφηγήματα.
Στο ομώνυμο κείμενο η οσφρητική μνήμη κυριαρχεί: η μυρωδιά του θρυλικού λικέρ πυροδοτεί τους νευρώνες των γευστικών αναμνήσεων και το ταξίδι στον χρόνο ξεκινά. Έκρινα ότι κάτω από τον τίτλο αυτόν μπορούσαν να συστεγαστούν και τα υπόλοιπα αφηγήματα του έργου, γιατί υποβάλλει τον καταλυτικότατο ρόλο που παίζει και σε αυτά η μνήμη στη συνειρμική ανέλιξη της γραφής.
Φυσικά είχα προηγουμένως ταλαντευτεί ανάμεσα σε διάφορους τίτλους.
Επικρατέστερος, θυμάμαι, ήταν το «Τσίζ κέικ», γύρω από το οποίο πλέκεται μια ιστορία με πολύ ισχυρούς συμβολισμούς.
Και η τελική μου επιλογή πάντως, καθώς και ο τίτλος που απορρίφθηκε, παραπέμπουν σε γαστριμαργικές συνδηλώσεις, κάτι που δεν είχα προβλέψει στην αρχή. Έτσι, συχνά χρειάζεται να εξηγήσω ότι δεν πρόκειται για ένα βιβλίο με… παραδοσιακές συνταγές μαγειρικής.
7. Κάθε μέρα βλέπουμε να εκδίδονται καινούρια βιβλία και συνεχώς μας συστήνονται καινούριοι συγγραφείς. Ποιο νομίζετε ότι είναι το πακέτο που πρέπει να διαθέτει ένας συγγραφέας για να μας αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις;
Σχετικά με την πληθώρα στην παραγωγή νέων τίτλων που αναφέρατε, φρονώ ότι η αναζωπύρωση της συγγραφικής και εκδοτικής δραστηριότητας στη χώρα μας κατά τα τελευταία χρόνια μόνο ενθαρρυντική μπορεί να είναι. Και αυτό, γιατί το κάθε έργο είτε καλό, είτε μέτριο, είτε κακό από τη στιγμή που λαμβάνει γραπτή, δημόσια μορφή, προϋποθέτει το εσύ, τον αποδέκτη, αναδεικνύοντας πόσο παραμυθητική είναι η πράξη της γραφής. «Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει», για να καταφύγω στον στίχο του Τάσου Λειβαδίτη.
Οι εντυπώσεις τώρα που θα αφήσει κάποιος πρωτοεμφανιζόμενος είναι η συνισταμένη πολλών παραγόντων. Πολλές φορές η είσοδος είναι θεαματική, είτε επειδή ενδίδει κανείς στις συνταγές της μαζικής κατανάλωσης και της άμεσης εμπορικής επιτυχίας είτε επειδή χρησιμοποιεί με σωστές στρατηγικές τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ωστόσο άλλο πράγμα η συγγραφή βιβλίων και άλλο η γραφή κειμένων. Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να κρίνεις ένα έργο που συστήνεται ως λογοτεχνικό ερήμην της γλώσσας.
Νομίζω λοιπόν ότι μετά τις αρχικές εντυπώσεις η συνέχεια και η διάρκεια κάποιου εξαρτάται, πρέπει να εξαρτάται, από το αν και κατά πόσο αντιμετωπίζει τη γραφή όχι ως «δουλειά» αλλά ως «ένα σακατλίκι και σκουλήκι απολύτως εξοικειωμένο με το ανανταπόδοτο, το μηδέποτε επιστρεφόμενο», όπως πολύ εύστοχα ορίζει τη διαφορά ο Παντελής Μπουκάλας.
8. Μιλήστε μας για τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια. Τι να περιμένουμε από εσάς και πόσο σύντομα;
Αυτόν τον καιρό αρχίζει να λαμβάνει τη μορφή του, εννοώ περνάει στο στάδιο της μυθοπλασίας και της πλοκής ένα πλούσιο προαφηγηματικό υλικό με άρωμα ιστορίας και με αιχμή του δόρατος την πρώτη μεταπολεμική και ψυχροπολεμική περίοδο. Βλέπετε, στην περιοχή μου τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος βιώθηκαν με ιδιαίτερη ένταση και οι άνθρωποι της γενιάς των πατεράδων και των παππούδων μας, έρμαια της Ανάγκης και της Γεωγραφίας, κλήθηκαν να διαχειριστούν τις απρόσμενες τροπές που έπαιρνε η ζωή τους. Το
έναυσμα λοιπόν δόθηκε από προφορικές αφηγήσεις ή σπαράγματα αφηγήσεων, λαβωμένα ήδη από τη διαβρωτική επενέργεια της λησμονιάς.
Τώρα, ως προς το πότε θα ολοκληρωθούν τα σχέδια αυτά, ακόμη παραμένει άγνωστο. Μπορεί πολύ συντομότερα από τις αρχικές μου εκτιμήσεις, μπορεί να πάρει περισσότερο καιρό. Γενικά, δεν τηρώ χρονοδιαγράμματα και εξ` άλλου η διαδικασία της γραφής περνάει μέσα από πολλές διακυμάνσεις και μεταπτώσεις: διαστήματα υπερδιέγερσης και διαστήματα αφωνίας· και με ορατή πάντα την πιθανότητα αυτό που αρχικά σε είχε συνεπάρει, να μικρύνει, να λιγοστέψει, αφήνοντας έξαφνα εσένα άδειο και το έργο ημιτελές.
9. Ποια θεωρείτε ως την πιο σημαντική, ίσως και ανεξάντλητη, «πηγή ιδεών» για
έναν συγγραφέα;
Πριν από λίγα χρόνια θα έλεγα πως η έμπνευση και οι ιδέες προϋποθέτουν τον πλούτο των εμπειριών του συγγραφέα, τα ταξίδια του στον κόσμο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και φυσικά την ευερέθιστη φαντασία. Σιγά-σιγά όμως αρχίζει να εδραιώνεται εντός μου η πεποίθηση ότι η πιο αστείρευτη πηγή ιδεών είναι ο ίδιος ο άνθρωπος ως γεγονός, η τραγικότητα της ύπαρξής του, το αέναο επαναλαμβανόμενο δράμα, το οποίο κινεί η απώλεια και η συναίσθηση της αδυναμίας μας να αναχαιτίσουμε τη φθορά. Η μνήμη, η φαντασία
και το διεισδυτικό βλέμμα συνεπικουρούν, φυσικά, τη «σπουδή» αυτή στα ανθρώπινα πράγματα. Με άλλα λόγια, μπορεί να έχεις ζήσει μια κλειστή, «ασάλευτη ζωή», μα όσο εξασκείς την όρασή σου να επικεντρώνεται στο «ελάχιστο», στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης, ο ορίζοντάς σου, συγγραφικά, πλαταίνει υπέροχα.
10. Ποιος πιστεύετε ότι πρέπει να είναι ο κύριος στόχος κατά τη συγγραφή ενός
βιβλίου; Το οικονομικό όφελος, η φήμη ή η ικανοποίηση μιας εσωτερικής ανάγκης;
Δε νομίζω ότι ο κινητήριος μοχλός και ο στόχος της συγγραφής είναι θέμα δεοντολογίας. Προφανώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι δύσκολο έως ανέφικτο, να είναι κανείς ταυτόχρονα υπηρέτης και των τριών αφεντάδων, ώστε να θέτει και να εκπληρώνει την ίδια στιγμή και τους τρεις στόχους που αναφέρατε. Ο καθένας κάνει από την αρχή τις επιλογές του ή του προκύπτουν στην πορεία. Η γραφή, κατ` εμέ, είναι ο τόπος της πιο ευγενικής ελευθερίας, της πιο αρτιωμένης δημοκρατίας: γράφω, γιατί έχω ή γιατί νομίζω ότι έχω κάτι να πω, κάτι που αξίζει να το μοιραστώ –και αυτό προϋποθέτει κάποιον πραγματικό η φανταστικό αναγνώστη-, αντλώ από την κοινή πηγή, τη γλώσσα για να εκφραστώ και να επικοινωνήσω και μπορώ τέλος είτε να επιλέγω τις εύκολες λύσεις, τους κοινούς τόπους και τις τρέχουσες συνταγές της συγγραφικής επιτυχίας είτε να ματώνω την ψυχή μου λέξη τη λέξη. Θέλω λοιπόν να πιστεύω ότι ανεξάρτητα από την έκταση στην οποία μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο το οικονομικό όφελος ή η φήμη, όλους ανεξαιρέτως εκείνους που επιλέγουν να επικοινωνήσουν με τον τρόπο αυτόν, τους ορίζει και τους καθορίζει μια πιο βαθιά ανάγκη, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι.
Γιατί θεωρώ ότι κανένα ηλεκτρονικό μέσο, κανένα υπερκείμενο δεν μπορεί να αντικαταστήσει την απτή, χάρτινη υπόσταση του βιβλίου και την αναγνωστική διεργασία, που, όσο σιωπηλή και ιδιωτική φαντάζει, άλλο τόσο συλλογική και κοινωνική είναι. Επικοινωνώ την ίδια στιγμή με τη δική μου μνήμη, τις δικές μου προσλαμβάνουσες για τον κόσμο, το δικό μου αξιακό σύστημα, τις δικές μου προσδοκίες, τις δικές μου ματαιώσεις και αρνήσεις και συγχρόνως επικοινωνώ με τη μνήμη και το πολύσημο σύμπαν του βιβλίου και του συγγραφέα. Και φυσικά, η δική μου ανάγνωση, όπως και του κάθε αναγνώστη, είναι μια πράξη νέας δημιουργίας, μια νέα ματιά, μια νέα ερμηνεία.
Είναι πολύ ενθαρρυντικό το γεγονός ότι σήμερα στα σχολεία μας οι δάσκαλοι και οι φιλόλογοι στη διδασκαλία της Λογοτεχνίας δίνουν σημαντική θέση στη φιλαναγνωσία και στη δημιουργική γραφή. Το διαπιστώνουμε στην καθημερινή σχολική πράξη: οι μαθητές-αναγνώστες διαμορφώνουν σταδιακά μια πιο ανοιχτόμυαλη, πιο ανοιχτόκαρδη και πιο ανεξίκακη αντίληψη και στάση απέναντι στον κόσμο και στον άνθρωπο, κατανοούν το διαφορετικό και αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τα εύπεπτα συνθήματα και τα φθηνά ιδεολογήματα. Έτσι, ίσως υπάρχει μια ελπίδα οι πολίτες του αύριο να υψώσουν ένα τείχος απέναντι στην πνευματική μονομέρεια, στη μισαλλοδοξία και στον δογματισμό.
Η ευαρέσκεια δική μου για τις τόσο εύστοχες και ενδιαφέρουσες ερωτήσεις.
Η ηλεκτρονική μου διεύθυνση είναι [email protected]. Το βιβλίο διατίθεται σε όλα τα βιβλιοπωλεία είτε στις προθήκες είτε κατόπιν παραγγελίας και φυσικά στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
Αφηγήματα
Συγγραφέας: Κλειούση Σοφία
Μια απέραντη θάλασσα, ο φόβος και ένα εμβληματικό Ναυάγιο. Σπίτια δαιδαλώδη και πολύβουα οικογενειακά ανταμώματα του καλοκαιριού, που θυμίζουν τον πύργο της Βαβέλ, μέσα στην πράσινη σάλα. Η κυριακάτικη εφημερίδα που συνωμοτικά παρέδιδε ο κύριος Θάνος στον πατέρα και οι τραγουδιστικές αναμνήσεις της προδομένης νιότης υπό τη θαυμαστή επενέργεια της Μαλαματίνας. Η θρυλική Zundapp του δασοφύλακα παππού, που όργωνε τα δασοσκέπαστα μονοπάτια και το στιβαρό χέρι που οδηγούσε το κορίτσι στα μυστικά της χιλιόχρονης βελανιδιάς. Η μυρωδιά του θρυλικού λικέρ, πρόσωπα αλαργεμένα, τραπέζια εορταστικά, εδέσματα αγαπημένα και το… αιρετικό τσιζ κέικ. Οι πολυτονικές περιπέτειες των μικρών μαθητών και η επεισοδιακή πρεμιέρα της νεοδιόριστης καθηγήτριας στην πόλη με τη σιδερένια ραχοκοκαλιά…
Στα τέσσερα αφηγήματα του έργου την πρώτη ύλη συνθέτουν οι μνημονικές ανακλήσεις της αφηγήτριας. Ο κόσμος είναι ιδωμένος από δυαδική σκοπιά: η απλοϊκή και αθώα ματιά του μικρού κοριτσιού εναλλάσσεται με τη γνώση και την εμπειρία −πικρή ενίοτε− της ωριμότητας.
Στις Μνήμες Εδεσματολογίου απεικονίζεται μια εποχή μεταβατική κατά την οποία η κοινωνία μετασχηματίζεται και εισέρχεται στο στάδιο του καταναλωτισμού και του νεοπλουτισμού. Διαγράφονται στάσεις, ήθη και ανθρώπινες συμπεριφορές από τα νοσταλγικά χρόνια της αθωότητας μέχρι την πρόσφατη κρίση, οικονομική και αξιακή.
Οι ιστορίες στις Μνήμες Εδεσματολογίου δεν έχουν την πρόθεση μιας αυτοβιογραφίας. Είναι εν τέλει οι δικές μας ιστορίες. Ένα τρυφερό κοίταγμα στην «πρώτη πατρίδα» μας, στην παιδικότητα, όταν ακόμη ο κόσμος είναι αδιάσπαστος και αρραγής. Και μια υπενθύμιση πως η ευτυχία και η συναισθηματική πληρότητα βρίσκονται στα πιο απλά και καθημερινά πράγματα, στις μικρές μας στιγμές.