ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Το πατροπαράδοτο δρώμενο των Αργκουτσιαριών της Κλεισούρας (του Νίκου Σιώκη)

Η πρόσφατη εγγραφή του δρωμένου των Αργκουτσιαριών της Κλεισούρας στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς αποτέλεσε για την Τοπική Κοινότητα Κλεισούρας και για τον Δήμο Καστοριάς γενικότερα το ευτυχές γεγονός της χρονιάς που πέρασε.
Ωστόσο, η δύσκολη συγκυρία που διερχόμαστε εξαιτίας της πανδημίας, η οποία πλήττει όχι μόνο την χώρα μας αλλά και όλο τον κόσμο, μας ωθεί φέτος σε μια εναλλακτική αναβίωση των ιστορικών δρωμένων και των πανάρχαιων εθίμων που τελούνται στον τόπο μας, με την αξιοποίηση των ποικίλων δυνατοτήτων που μας παρέχει το διαδίκτυο.
Το δρώμενο των αργκουτσιαριών αποτελεί ένα ευετηριακό έθιμο, που τελείται ανήμερα την Πρωτοχρονιά και ανήκει στις λαϊκές τελετουργίες του Δωδεκαημέρου με διαβατήριο χαρακτήρα. Ο αγερμικός θίασος των μεταμφιεσμένων αποτελείται αποκλειστικά από αρσενικά μέλη της τοπικής κοινωνίας και με θηριόμορφες προσωπίδες περιφέρεται χορεύοντας στους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες του οικισμού για να καταλήξει σε παλλαϊκό χορό στο μεσοχώρι και ακολούθως σε επισκέψεις σε καφενεία, ταβέρνες και οικίες εορταζόντων. Η παρουσία τους θεωρείται ότι επιφέρει τύχη, γονιμότητα και καλοχρονιά.
Τα “πρόσωπα” που λαμβάνουν μέρος αναπαριστούν τέσσερεις τελετουργικούς χαρακτήρες, τον τσερκέζο, τον γκέγκα ή γκέγκανο, την κοκόνα και την ομάδα των αργκουτσιάρηδων. Η τελετουργική δράση αυτής της ομάδας εξελίσσεται μέσα από ένα δρώμενο κατά το οποίο απαγάγουν τον γκέγκα και απελευθερώνουν την κοκόνα, που έχει ήδη αιχμαλωτίσει. Κατόπιν τον περιάγουν δέσμιο και δεσμώτη, εκτελώντας παράλληλα κωμικούς και χορευτικούς εξευτελισμούς.
Ο ταϊφάς (παρέα), που αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από άνδρες, ετοιμάζεται δύο μήνες πριν. Παλαιότερα οι ταϊφάδες ήταν τρεις, τέσσερις ή και περισσότεροι (οι γέροντες, οι μεσήλικες, οι νέοι και οι μικροί).
Όσοι επιθυμούν να συμμετέχουν, φροντίζουν να είναι προετοιμασμένοι και αν δεν διαθέτουν δική τους φορεσιά, σπαθί και προσωπίδα, τα δανείζονται έγκαιρα από συγγενικά ή φιλικά τους πρόσωπα.
Το απόγευμα της παραμονής της εορτής του Αγίου Βασιλείου μεταμφιεσμένοι και μη περιμένουν στην είσο­δο του χωριού τους οργανοπαίκτες, τα νταούλια, και όλοι μαζί κατευθύνονται στην κεντρική πλατεία, όπου χορεύουν για αρκετή ώρα και στη συνέχεια αποχωρούν.
Την επο­μένη, ανήμερα Πρωτοχρονιάς, όλοι όσοι συμμετέχουν, αρχίζουν να ντύνονται από νωρίς το πρωί, ο καθένας στο σπίτι του. Στη διαδικασία αυτή βοηθούνται από τους ηλικιωμένους και τις γυναίκες.
Λίγη ώρα πριν την απόλυση της εκκλησίας οι αργκουτσιάρηδες συγκεντρώνονται στη βρύση του Αγίου Αθανασίου, απ’ όπου με τα μικρά παιδιά να προπορεύονται και τα όργανα να ακολουθούν, κατευθύνονται μέσα από τα στενά και τα δρομάκια του χωριού στη συνοικία του Αγίου Αντωνίου με τη σκεπαστή βρύση. Εκεί περιμένουν να τελειώσει η θεία λειτουργία και στη συνέχεια κατεβαίνουν στην κεντρική πλατεία, χορεύοντας ανά ζεύγη πιασμένοι χέρι με χέρι ή αντικριστά συγκρούοντας τις ξιφολόγχες τους με εκστατικό πάθος. Στην κεντρική πλατεία σχηματίζουν έναν μεγάλο κύκλο και αρχίζουν τον χορό μέχρι το μεσημέρι, μαζί με τον κόσμο που τους παρακολουθεί.
Αφού χορέψουν όλοι οι αργκουτσιάρηδες, με πρώτους την κοκόνα και τον γκέγκανο, βγάζουν και τη μάσκα, την προσωπί­δα, την οποία δένουν επάνω στο κεφάλι τους. Ακολούθως, επισκέπτονται όλα τα καφενεία και τις ταβέρνες του χωριού, όπου χορεύουν και ανταλλάσσουν ευχές με τους θαμώνες.
Κατά τη διάρκεια της τέλεσης του δρωμένου πολλοί είναι αυτοί που προσφέρουν στα αργκουτσιάρια αποσταγμένα παραπροϊόντα του κρασιού, όπως το τσίπουρο ή συνηθέστερα το κονιάκ, για να ευχηθούν και να αντευχηθούν για καλοχρονιά.
Το απόγευμα οι μεταμφιεσμένοι ξεκινούν και πάλι τον χορό στους δρόμους και τις πλατείες της Κλεισούρας και ακολούθως πραγματοποιούν επισκέψεις στους εορτάζοντες, τους συγγενείς και όσους άλλους τους έχουν προσκαλέσει στα σπίτια τους, διασκεδάζοντας και χορεύοντας μαζί τους. Σε κάθε σπίτι που επισκέπτονται τούς προσφέρονται ποικίλα εδέσματα.
Το βράδυ συγκεντρώνονταν παλαιότερα σε κάποιο από τα καφενεία του χωριού για να γλεντήσουν με τις οικογένειές τους, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες συνηθίζουν να πραγματοποιούν παραδοσιακό γλέντι στην αίθουσα «Τσιούλη» του Πολιτιστικού Συλλόγου Κλεισούρας «Ο Δάρβαρης», όπου συνοδεία των ζουρνάδων και των νταουλιών γλεντούν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες με όλους τους κατοίκους του χωριού και άλλους επισκέπτες.
Τις παλαιότερες εποχές τα αργκουτσιάρια συνόδευαν μουσικά οι ζουρνατζήδες και οι νταουλτζήδες της Κλεισούρας.
Τα νεότερα χρόνια οι ταϊφάδες (παρέες) των καρναβαλιών καλούσαν τους ζουρνάδες και τα νταούλια από το προσφυγικό χωριό Σωτήρας Αμυνταίου ή το τουρκοχώρι Ανάργυροι Πτολεμαΐδας και σήμερα πλέον από την Αλεξάνδρεια Ημαθίας.
Τα αργκουτσιάρια συνιστούν αδιαμφισβήτητα ένα αρχέγονο θεατρικό δρώμενο με συμβολικές σημάνεις. Στην πορεία απέκτησαν και ιστορικές σημάνσεις, που σχετίζονταν με την απελευθέρωση της περιοχής από τους Οθωμανούς σύμφωνα με τις εθνικές ιστορικές συγκυρίες. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε επακριβώς τις απαρχές του εθίμου.
Σύμφωνα με την τοπική μνήμη τελούνταν ήδη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπως μαρτυρούν οι παλαιότερες φωτογραφικές τους απεικονίσεις κατά τον 19ο αιώνα, η χαρακτηριστική μορφή του Τουρκαλβανού γκέγκα με το οθωμανικό γιαταγάνι στη μέση και τα τουρκικά σπαθιά των αργκουτσιάρηδων, που στις αρχές του 20ού αιώνα αντικαταστάθηκαν με ευρωπαϊκές ξιφολόγχες.
Η λαϊκή ερμηνεία θεωρούσε τους αργκουτσιάρηδες μια ομάδα αρματολών που συγκρούονται με τον γκέγκα, ο οποίος συμβολίζει την οθωμανική εξουσία. Τους απέδιδε δηλαδή συνωμοτικό χαρακτήρα και ανταρσιακή υπόσταση και ανήγαγε το δρώμενο στην προεπαναστατική περίοδο ή στην πιο πρόσφατη ιστορία στην εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς τότε επήλθε μια σχετική νεωτερικότητα και οι αργκουτσιάρηδες υιοθέτησαν ως βασικό στοιχείο της ενδυμασίας τους τον μανδύα, τον ντουλαμά των Μακεδονομάχων. Μάλιστα, η ζωόμορφη μάσκα συνδέθηκε από τους κατοίκους ακόμη και με την προσπάθεια των Μακεδονομάχων να εισέρχονται κρυφά και με ασφάλεια στον οικισμό προς ανεφοδιασμό των ένοπλων σωμάτων τους, παρότι κάτι τέτοιο δεν τεκμηριώνεται από καμία ιστορική πηγή εκείνης της χρονικής περιόδου.
Για την ονομασία του δρωμένου έχουν δοθεί μέχρι σήμερα ποικίλες ερμηνείες με επικρατέστερη την προέλευση της λέξης από τη βυζαντινή «ρόγα», τον μισθό, την έκτακτη αμοιβή (λατιν. erogatio = «πληρωμή»). H αρχή, λοιπόν, του εθίμου θα πρέπει να εντοπιστεί στη βυζαντινή περίοδο, κατά την οποία η φύλαξη ορισμένων περιοχών, των γνωστών θεμάτων, ανατίθετο σε θεματικούς στρατούς με μισθοφόρους-μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι πληρωνόταν αρχικά από την κυβέρνηση κυκλικά μια φορά ετησίως και τα φορολογικά έσοδα του κράτους κατέληγαν στη μισθοδοσία ενός μόνο θέματος. Δηλαδή, οι στρατιώτες είχαν το δικαίωμα να παίρνουν μια φορά το χρόνο από τους κατοίκους του θέματος ως φόρο εις είδος τα απαραίτητα γι’ αυτούς εφόδια (τρόφιμα, ρούχα, όπλα κ.ά.).
Η συνήθεια αυτή διατηρήθηκε και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας με τον θεσμό των αρματολών. Πρέπει μάλιστα να αναφερθεί ότι παλαιότε­ρα η ομάδα των μεταμφιεσμένων ανδρών περιφερόταν στους δρόμους του χωριού χορεύοντας και μαζεύοντας φαγητά, γλυκά, που στο τέλος τα κατανάλωναν σε κοινό γλέντι, ή και χρήματα με την περιαγωγή κουμπαρά μεταξύ των παριστάμενων θεατών. Σήμερα διατηρούνται ελάχιστα κατάλοιπα αυτής της πράξης με χαρακτηριστικότερο την συγκέντρωση φιλοδωρημάτων από την κοκόνα μέσα στο παρασόλι της μετά από τον χορό της στην κεντρική πλατεία της κοινότητας.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραβλέψουμε και τις ερμηνείες διαφόρων ερευνητών που συσχετίζουν την ονομασία του δρωμένου με τις λατινικές λέξεις «ruga» (ρυτίδα, ένδυμα ή πτυχή ενδύματος), «rugo» (ρυτιδώνω, ασχημίζω), «rogo» (αιτούμαι, δέομαι), «rogator» (αιτητής, επαίτης) και «rogation» (αίτηση, αξίωση). Ανεξάρτητα από τις παραπάνω λέξεις ο τύπος «(α)ρουγκουτσιάρου» παραπέμπει μορφολογικά σε λατινογενή λέξη, καθώς στη βλαχική γλώσσα διατηρούνται οι λέξεις «(a)rogu» (παρακαλώ, δέομαι), «(a)ruga» (μισθός, αμοιβή) ή «(a)rugare» (μίσθωση) και «(a)rugedzu» (μισθώνω).
Το δρώμενο των αργκουτσιαριών διατηρεί μέχρι σήμερα μια αστείρευτη και ακατάπαυστη δυναμική και παρά τις αλλαγές που έχει υποστεί τις τελευταίες δεκαετίες αναφορικά με τον αριθμό των συμμετεχόντων και την ενδυματολογική πιστότητα, επιτυγχάνει τον επαναπροσδιορισμό της πορείας του ανά τους αιώνες και τον εξοπλισμό του με ισχυρές δυνάμεις ποιοτικής αντοχής. Ο αγερμικός του χαρακτήρας παραμένει στις μέρες μας αμετάβλητος, παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες μειώθηκε ο αριθμός των συμμετεχόντων στην ομάδα, τα μέλη της συχνά δεν τηρούν τους άγραφους εθιμικούς κανόνες (τελετουργικούς, ενδυματολογικούς, χορευτικούς) και στην επιτέλεσή του δεν διακρίνεται κάποια σκοπιμότητα (συμβολική, αντιστασιακή, επαναστατική).
Ο τεχνι­κός πολιτισμός, η πολυποίκιλη σύγχρονη εξέλιξη και η αλλαγή των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών συνθηκών δεν οδήγησαν ποτέ στη διακοπή του εθίμου και πρωτίστως στη μετατροπή του σε μια ψυχαγωγική φολκλορική εκδήλωση, σε ένα καταναλώσιμο θέαμα, σε ένα πολύφερνο τουριστικό προϊόν.
Χρόνια πολλά και του χρόνου με υγεία.

Back to top button