Καστοριά

Η Μαύρη Κάμπια (της Ντίνας Αγράμπελη)

«Λέω να σου μιλήσω σήμερα για αυτήν, για την Μαύρη Κάμπια λέω» είπε. Σήκωσα τα μάτια από το βιβλίο και έμεινα να την κοιτάζω. Οι ιστορίες της Πουλχερίας όταν αποφάσιζε να διακόψει την σιωπή της, αληθινές ή ψεύτικες, ήταν από αυτές που σου μένουν αλησμόνητες. Έτσι, αποφάσισα να την ακούσω με προσοχή. Σώπασε για λίγη ώρα και όταν άρχισε να μιλάει, είχε μια προσήλωση εσωτερική, σαν να μιλούσε μόνο στον εαυτό της.

« Δεν σου έχω πει πως κάποτε, πολλά χρόνια πριν, αγάπησα έναν άντρα. Όταν τον σκέφτομαι ακόμα πονάνε τα σπλάχνα μου και η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο, γι αυτό, μη με ρωτάς πολλά. Μπορεί και εκείνος να με αγάπησε λίγο, με μια αγάπη αξεδιάλυτη και περίεργη, μια με λάτρευε και μια με αγνοούσε, για τίποτα δεν είμαι σίγουρη, το μόνο που ξέρω είναι πως είχε τον νου του αλλού, σε όλες τις γυναίκες του κόσμου και στα μεγάλα ταξίδια. «Να το ξέρεις, δεν θα σε αγαπήσω, θέλω να ερωτευτώ μια άλλη, μια γυναίκα μυθική, να με εμπνέει και να με τρελαίνει» αυτά έλεγε και εγώ έχανα την λαλιά μου και έμενα σιωπηλή και αμίλητη.

Μαζί βέβαια ζούσαμε ένα θαύμα. Χορταίναμε την θάλασσα, την ζωή και τα βουνά, κολυμπούσαμε γυμνοί και αθώοι, γινόμασταν ένα με την άμμο και τα βότσαλα, με τα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου και τις νιφάδες του χειμώνα. Τον λάτρευα, ώρες-ώρες ήθελα πολύ να μπορούσα να τον καταπιώ, να γίνει δικό μου κομμάτι, σώμα και αίμα μου και να μείνει για πάντα εκεί. Με ήθελε και εκείνος, «είσαι εκείνη που μαζί της καταλαβαίνω πώς θέλω να είναι η γυναίκα που θα αγαπήσω» έλεγε.

Αλλά δεν ήμουν εγώ.

Μια μέρα μου έφερε στο σπίτι μια Μαύρη Κάμπια. «Μαζί της θα ζήσουμε από δω και πέρα» μου είπε, «κοίτα να την αγαπήσεις».

Η Μαύρη Κάμπια μπήκε στο δωμάτιο με τους διάφανους τοίχους και εγώ, καταδικασμένη και ανήμπορη, έβλεπα τα πάντα απέξω. Ό,τι συνέβαινε εκεί μέσα αποτελούσε το μαρτύριό μου. Κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Παρασκευή εκείνος έμπαινε μέσα, έκλεινε την πόρτα πίσω του, της μιλούσε, της γελούσε και την ερωτευότανε, και εγώ  έκλεινα τα μάτια μου και τα έσφιγγα δυνατά, τόσο δυνατά που πονούσαν οι βολβοί μου. Και ύστερα έκλαιγα, με ένα βουβό κλάμα, χωρίς ήχο. Εκείνες τις φοβερές στιγμές που σταματούσε ο χρόνος, το κεφάλι μου πονούσε δυνατά, ενώ κάτι που έμοιαζε με δηλητηριώδη σκορπιό, μου δάγκωνε χωρίς δισταγμό την καρδιά. Ο σκορπιός, ή ότι ήτανε αυτό τέλος πάντων, της αφαιρούσε κάθε φορά και από ένα μικρό κομμάτι, μέρα τη μέρα μίκραινε η καρδιά μου, ώσπου στο τέλος δεν απέμεινε τίποτα από αυτήν, παρά μόνο ένας σκούρος λεκές στο στήθος.

Στη συνέχεια, χορτασμένος εκείνος, έβγαινε από το δωμάτιο και είμαι σίγουρη πως ξεχνούσε και την ύπαρξη του δωματίου και την Μαύρη Κάμπια που είχε φέρει στο σπίτι ένα απόγευμα. Έτρωγε τότε από το πιάτο της αγάπης μου με λαιμαργία και μεγάλη όρεξη και όταν τελείωνε, γύριζε την πλάτη του σε όλα και αφοσιωνότανε με προσήλωση στην δουλειά του.

Με όλα αυτά τα πρωτόγνωρα που ζούσα, (είχα μια κάμπια αντίζηλο μέσα στο ίδιο μου το σπίτι), είχε αποκτήσει η καθημερινότητά μου μια εναλλασσόμενη αγωνία. Δεν ήμουνα πια ούτε ευτυχισμένη ούτε δυστυχισμένη, έρμαιο μιας ανάπηρης αγάπης ήμουνα, με μια απέραντη λύπη χυμένη σε κάθε εκατοστό του σώματός μου. Μαζί με την λύπη, μια ζήλεια θέριευε μέσα μου και μεγάλωνε και φούσκωνε, και έμοιαζε με μεγαλειώδες κύμα που -αργά, αργά-ερχόταν καταπάνω μου με ορμή..

Ώσπου ένα μεσημέρι ακούστηκε ένα κρακ. Κάτι έσπασε με θόρυβο, η τζαμαρία του γείτονα, ή μια βίδα μέσα στο κεφάλι μου; Για έναν μυστήριο λόγο αυτός ο θόρυβος ενεργοποίησε μέσα μου κάτι τελεσίδικο. Σηκώθηκα σαν υπνωτισμένη, άνοιξα την πόρτα που οδηγούσε στο γυάλινο δωμάτιο και μπήκα μέσα.

Η Μαύρη Κάμπια ήταν εκεί. Ανύποπτη και ήσυχη ζεσταινότανε από μία αχτίδα του ήλιου που έριχνε το φως της στα ξύλινα σανίδια. Την ένοιωσα να ανυπομονεί περιμένοντάς τον και εξοργίστηκα. Με άρπαξε τότε από τα μαλλιά ένας τυφλός θυμός, σήκωσα το γυμνό μου πόδι και την πάτησα με δύναμη· η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και ο χρόνος είχε σταματήσει. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Όταν συνήλθα είδα  ό,τι απέμεινε από εκείνη στο πάτωμα. Ένας βρώμικος λεκές που μύριζε ανυπόφορα.

Την ίδια ώρα εκείνος μπήκε στο δωμάτιο, έριξε μια ματιά και μόλις είδε την εικόνα στο πάτωμα με άρπαξε από τους ώμους. «Τι έγινε; τι έκανες; εσύ το έκανες; » φώναξε με όση δύναμη είχε. Ένοιωθα αναγούλα και το μόνο που κατάφερα να πω ήταν, «με πονάει πολύ η καρδιά μου. Δώσε μου ξύλα και φωτιά να κάψω τον κόσμο..» Άφησε τους ώμους μου και με κοίταξε με απόγνωση, «τι κρίμα που δεν κατάφερες να την αγαπήσεις» είπε και έσκυψε το κεφάλι του στο στήθος..»

Η Πουλχερία σταμάτησε να μιλάει και μια σιωπή που την έκοβες με το μαχαίρι απλώθηκε στο δωμάτιο. Το πολύφωτο έκανε σκιές στον τοίχο, μοιάζανε με ζευγάρι αγκαλιασμένο σε ταγκό. Έξω από το παράθυρο η νύχτα έπεφτε απαλά,  δύο άστρα ενώθηκαν στον ουρανό και εγώ έμεινα να τα κοιτάζω χωρίς να ξέρω τι θάθελα να πω..

agrampelli.blogspot.com

 

 

 

 

Back to top button