Καστοριά

Αλέξης Γούδας – Podcasts: “Η γιαγιά από πάνω”

 Ιστορίες και άλλα περιστατικά που συνέβησαν ή θα συμβούν μέσα από τη στάχτη του πλάστη χρόνου. Το “Καθαρό νερό” είναι μια σειρά από Podcasts – ηχογραφημένα κείμενα, που αναρτώνται κατά καιρούς στο προσωπικό blog του Αλέξη Γούδα.

H γιαγιά από πάνω !

«Αλέξη σήμερα να παίξουμε λίγο χαμηλά. Έχουμε πρόβλημα όλη τη βδομάδα».

«Τί πρόβλημα ακριβώς»;

«Κάθε βράδυ  κατεβαίνει και μας κάνει παρατήρηση. Την ενοχλεί η μουσική μάλλον και δε μπορεί να κοιμηθεί».

«Τί σας λέει δηλαδή»;

«Μα δε λέει κουβέντα, χτυπάει το μπαστούνι  πάνω στο πιάνο και φεύγει. Και σκέψου πως το μαγαζί δε σηκώνει και πολλά ντεσιμπέλ, δεν το θέλουμε ούτε εμείς οι ίδιοι φωνακλάδικο. Δυο φορές μάλιστα κάλεσε και την αστυνομία».

Η γιαγιά 87 χήρα εδώ και ένα μήνα περίπου . Πριν μια βδομάδα γύρισε απ το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν .Εισήχθη εσπευσμένα μετά το θάνατο του συζύγου .Από σοκ πιο πολύ . Το πήρε βαριά. Ζούσαν μαζί γύρω στα 70 χρόνια . Από παιδιά σχεδόν , μια ζωή μαζί . Αυτή μοδίστρα απ τις καλές και εκείνος μουσικός εξαίρετος .Είχαν γυρίσει  όλο τον κόσμο . Όπου έβρισκε μεροκάματο ο άντρας ακολουθούσε και εκείνη .Σε κρουαζιερόπλοια στη μεσόγειο , σε σαλόνια στο Βερολίνο  , σε μπουάτ στο Παρίσι  , σε ξενοδοχεία στη Βουδαπέστη και στην Πράγα και που δεν είχαν βρεθεί ! Μάλιστα σαν μοδίστρα που γνώριζε καλά την μηχανή του έραβε και ωραία κοστούμια  . ” Να σαι κομψός σαν τη μουσική σου ”  του λεγε. Η αγάπη της και η αφοσίωσή της ήταν μεγάλη προς το πρόσωπό του . Τέλη του 80’αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω .Είχαν καταφέρει κάποιες οικονομίες ,είχαν σχεδιάσει  να ανακαινίσουν το πατρικό  στην Αμμόχωστο να εγκατασταθούν , μα η μοίρα τα ‘φερε αλλιώς και κατέληξαν στην  Πάφο . Ο τουρισμός είχε αρχίσει σιγά σιγά να αναπτύσσεται , τα ξενοδοχεία ζητούσαν μουσικούς κ έτσι βρέθηκε και μια δουλειά πίσω στην πληγωμένη πια πατρίδα .Κατάφεραν αγόρασαν ένα παλιό διώροφο  σε καλή τιμή και μείνανε εκεί .

«Ξεκίνα αν θες Αλέξη!»

«Ναι  κ. Γιώργο μια ερώτηση μόνο. Το πιάνο πού το βρήκατε;»

«Πριν πεθάνει ο παππούς ανέβηκα μια μέρα πάνω να φέρω καφέ και τον ρώτησα αν προτίθεται να μας το παραχωρήσει , αφού κ αυτός είχε πια σταματήσει , η αρρώστια δεν τον άφηνε να σηκωθεί να παίξει. Ε ήταν και πολύ φιλότιμος άνθρωπος μου είπε πάρτο Γιώργο να παίζετε καμία μουσικούλα  ζωντανή  κάτω τώρα που ανοίξατε , εδώ τι να το κάνω εγώ θα σαπίσει…την επόμενη πέθανε ο καημένος» .

Η γιαγιά φρόντιζε τον παππού με την ίδια επιμέλεια μέχρι το τέλος  . Τον έπλενε , τον έντυνε , του ‘βαζε φαγητό  και τους αγαπημένους του δίσκους να ακούει Nat King Cole , Django Reindhart , Rachmaninoff και Τσιτσάνη .  Και πριν η ίδια κοιμηθεί με λεπτομέρεια κάθε βράδυ ξεσκόνιζε και το πιάνο .

Η βραδιά κυλούσε όμορφα είχε έρθει πολύς κόσμος, φαινόταν να τους αρέσει το πρόγραμμα, το μαγαζί πουλούσε  κρασιά εξαιρετικής ποιότητας και το περιβάλλον ήταν ειδυλλιακό μέχρι που εντελώς ξαφνικά όλοι μουγκάθηκαν. Ξαφνιάστηκα καθώς ο ήχος του πιάνου απέμεινε μόνος  του στο χώρο χωρίς να το καταλάβω. Όλοι κοίταγαν αποσβολωμένοι την πόρτα. Γυρνάω και γω και βλέπω την γιαγιά με το μπαστούνι , τις πυτζάμες και τις παντόφλες να με κοιτάει επίμονα. Με πλησιάζει λίγο ακόμα «Γιαγιά σε ενοχλήσαμε πάλι» της λέω έντρομος   «μας συγχωρείς αν σε ξυπνήσαμε  θα σταματήσουμε αμέσως». Τα μάτια της γυαλίζουν για μια στιγμή  γυρνάει και φεύγει Σταμάτησα την μουσική και στάθηκα έξω να πάρω λίγο αέρα .

«Την ξυπνήσαμε πάλι την καημένη» μουρμούρισα .

«Δεν ακούει η γιαγιά αγόρι μου είναι  κουφή εδώ και χρόνια» μου απαντάει μια φωνή και ένα χέρι μου πιάνει τρυφερά τον ώμο.

Τρεις μέρες μετά η γιαγιά απεβίωσε .

Το επόμενο Σάββατο ξαναπήγα για δουλειά κουβαλώντας μια δυσθυμία. Σκεφτόμουν τη γιαγιά από πάνω. Κρίμα η γιαγιά έλεγα. «Αλέξη ένα δέμα είναι για σένα πάνω στο πιάνο».

«Από ποιον κ. Γιώργο;»

«Δεν ξέρω, τη Δευτέρα το βρήκα απέξω  -υπόψιν νεαρού μουσικού- γράφει».

Άνοιξα το δέμα … είχε μέσα ένα καινούριο κοστούμι και ένα χαρτί με μια σημείωση.

«Να ‘σαι κομψός σαν τη μουσική σου».

alexisgoudas.blogspot.com

Back to top button