Κόσμος

Ο Τραμπ ανοίγει τα σύνορα για τους ταξιδιώτες και ο Μπάιντεν τα…κλείνει!

Ο Ρεπουμπλικάνος απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανήγγειλε χθες Δευτέρα το προσεχές άνοιγμα των συνόρων για τους υπηκόους των κρατών του χώρου Σένγκεν, τους Βρετανούς, τους Ιρλανδούς και τους Βραζιλιάνους, από την 26η Ιανουαρίου, προτού ξεκαθαριστεί ότι το μέτρο αυτό δεν πρόκειται να εφαρμοστεί από την εκπρόσωπο του Δημοκρατικού εκλεγμένου προέδρου Τζο Μπάιντεν, ο οποίος θα ορκιστεί και θα αναλάβει τα καθήκοντά του αύριο Τετάρτη.

«Δεν είναι ώρα να αρθούν οι περιορισμοί στα διεθνή ταξίδια», εξήγησε η Τζεν Ψάκι, η οποία θα γίνει αύριο η εκπρόσωπος του νέου προέδρου Μπάιντεν.

Η κυρία Ψάκι προχώρησε στην διευκρίνιση αυτή μέσω του λογαριασμού της στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης Twitter (@jrpsaki) μερικά λεπτά μετά τη δημοσιοποίηση ανακοίνωσης Τύπου του Λευκού Οίκου για την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία συνοδευόταν από τη αναγγελία πως από την ίδια ημέρα θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση οι ταξιδιώτες να παρουσιάζουν αρνητικό τεστ PCR για τον νέο κορονοϊό ώστε να τους επιτρέπεται να επιβιβάζονται στις πτήσεις.

Για να επιβραδυνθεί η εξάπλωση της πανδημίας του νέου κορονοϊού, ο Ντόναλντ Τραμπ έκλεισε τα σύνορα των ΗΠΑ στους ταξιδιώτες από τα 26 κράτη μέλη του χώρου Σένγκεν την 11η Μαρτίου 2020, κατόπιν στους υπηκόους της Βρετανίας και της Ιρλανδίας τη 14η του ιδίου μήνα, κατόπιν σε αυτούς της Βραζιλίας την 24η Μαΐου.

«Βάσει των συστάσεων της ομάδας ιατρών που μας συμβουλεύει, η κυβέρνηση (σ.σ. του Τζο Μπάιντεν που θα αναλάβει καθήκοντα από αύριο) δεν έχει πρόθεση να άρει τους περιορισμούς την 26η Ιανουαρίου», γνωστοποίησε η κυρία Ψάκι. «Στην πραγματικότητα, σκοπεύουμε να κάνουμε αυστηρότερα τα μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας που εφαρμόζονται στα διεθνή ταξίδια, για να αποτρέψουμε ακόμη περισσότερο την εξάπλωση της COVID-19».

Το νέο αυτό επεισόδιο προστίθεται σε μια άνευ προηγουμένου διαδικασία μεταβίβασης της εξουσίας στη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ, στο πλαίσιο της οποίας ο Ντόναλντ Τραμπ εννοεί να έχει τις ελάχιστες δυνατές επαφές με την ομάδα του Τζο Μπάιντεν.

Ο κ. Τραμπ εξάλλου σκοπεύει να έχει εγκαταλείψει την Ουάσινγκτον πριν από την τελετή ορκωμοσίας του διαδόχου του αύριο.

Οι ΗΠΑ είναι το τρέχον διάστημα αντιμέτωπες με τη χειρότερη φάση της πανδημίας του νέου κορονοϊού που έχουν γνωρίσει μέχρι σήμερα – οι θάνατοι εξαιτίας της COVID-19 έχουν ξεπεράσει τους 20.000 τις τελευταίες δέκα ημέρες.

Ο Τραμπ εγκαταλείπει τον Λευκό Οίκο με τη δημοτικότητά του σε ιστορικό χαμηλό

Ο Ντόναλντ Τραμπ αποχωρεί από τον Λευκό Οίκο με τη δημοτικότητά του στο χαμηλότερο επίπεδο ιστορικά, με μόλις το 34% των Αμερικανών να εκφράζει θετική γνώμη για τα πεπραγμένα του, σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Gallup η οποία δημοσιεύθηκε χθες Δευτέρα, δύο ημέρες πριν από το τέλος μιας προεδρικής θητείας που δίχασε βαθιά τις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, η οποία διενεργήθηκε από την 4η ως τη 15η Ιανουαρίου σε δείγμα 1.023 ενηλίκων, η δημοτικότητα του απερχόμενου αρχηγού του κράτους έφθασε σε ιστορικό χαμηλό μερικές ημέρες πριν από την ορκωμοσία του διαδόχου του, του πρώην αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν.

Αρκετές φορές το 2017 είχε φθάσει στο 35%, τον προηγούμενο πυθμένα της, ειδικά μετά τα φονικά επεισόδια στη συγκέντρωση της αμερικανικής άκρας δεξιάς στη Σάρλοτσβιλ (Βιρτζίνια).

Το ινστιτούτο Γκάλοπ, που μετράει συστηματικά από το 1938 τη δημοτικότητα των ενοίκων του Λευκού Οίκου κατά τη διάρκεια των θητειών τους, υπογραμμίζει ότι ο κ. Τραμπ είναι ο μοναδικός που ουδέποτε ξεπέρασε το όριο του 50% ως προς τις θετικές γνώμες για το έργο του.

Άρχισε τη θητεία του με τις θετικές γνώμες στο 45%, που έφθασαν ως το 49% στις αρχές του 2020, αλλά μειώθηκαν στο 46% λίγο πριν από τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου.

Ωστόσο η άρνησή του να αναγνωρίσει την ήττα του, οι προσπάθειές του να ακυρώσει το αποτέλεσμα της διαδικασίας και η επίθεση των οπαδών του εναντίον του Κογκρέσου την 6η Ιανουαρίου, πέρα από τον απολογισμό της πανδημίας του νέου κορονοϊού, συνέβαλαν να υποχωρήσει περαιτέρω η δημοτικότητά του τους τελευταίους μήνες.

Ο Ντόναλντ Τραμπ θα εγκαταλείψει την προεδρία με τη μέση δημοτικότητά του καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του στο 41%, τη χαμηλότερη μεταξύ όλων των προέδρων όταν αποχωρούσαν, κατά το Γκάλοπ, που μετράει αυτόν τον δείκτη από την εποχή του Χάρι Τρούμαν, του λιγότερο δημοφιλούς αμερικανού αρχηγού του κράτους ως εδώ (45,4% την περίοδο 1945 – 1953).

Στο τέλος της θητείας του αφήνει τη χώρα βαθιά διχασμένη ανάμεσα στους οπαδούς του και τους αντιπάλους του. Με βάση τη δημοσκόπηση, το 82% των Ρεπουμπλικάνων εγκρίνει τα πεπραγμένα του, ποσοστό που δεν ξεπερνά το 4% στις τάξεις των Δημοκρατικών και το 30% των ψηφοφόρων που δηλώνουν ανεξάρτητοι.

Για το Γκάλοπ, η ήττα του στις προεδρικές εκλογές εξηγείται εν μέρει από την αδυναμία του να συσπειρώσει τους Αμερικανούς πέρα από την εκλογική του βάση, αν ληφθεί υπόψη ότι ο ένας στους τρεις ψηφοφόρους στις ΗΠΑ δηλώνει πως πρόσκειται στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα αλλά και ότι μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος δηλώνει πολιτικά ανεξάρτητο, αν και γενικά είναι πιο κοντά στους Δημοκρατικούς.

ΑΠΕ

Back to top button