Καστοριά

Μια μικρή, πονεμένη ιστορία της Πόλυς Μπλιάγκα

Όταν ήμουν πολύ νέα, -μετά το Λύκειο- δούλεψα για τρία χρόνια σ΄ένα λογιστήριο στο κέντρο της πόλης. Το γραφείο βρίσκονταν πάνω από την τράπεζα Πίστεως, πάνω από το καφεκοπτείο. Είχα νοικιάσει ένα ισόγειο στην Καλλιθέα, στου μπάρμπα Σταύρου. Το σπίτι είχε αρκετή υγρασία αλλά και ως προς την περιοχή ήταν αρκετά ψηλά, πράγμα που σήμαινε μια μεγάλη κουραστική ανηφόρα το μεσημέρι με τον ήλιο και μια επικίνδυνη κατηφόρα με τον πάγο. Το πρωί συνήθιζα να φορώ άνετα ρούχα και παπούτσια γιατί είχα εξωτερικές δουλειές στις υπηρεσίες , το απόγευμα όμως ντυνόμουν πιο «κυριλέ». φορούσα και ψηλό τακούνι και φούστες αεράτες και γενικά συνόδευα το ντύσιμό μου με μοντέρνα αξεσουάρ.
Είναι ένα ωραίο, ανοιξιάτικο απόγευμα λοιπόν, κι έχω φορέσει τα προσφάτως αγορασμένα κόκκινα παπούτσια μου. Καστόρινα, πεντάμορφα, με ένα φιόγκο μπροστά. Βγαίνω στο κεφαλόσκαλο, περπατώ στο πεζοδρόμιο κι αρχίζω κάτι περίεργους ελιγμούς… τα παπούτσια να γλιστρούν του σκοτωμού. Λέω : «δεν πειράζει θα προσέχω, θα πατάω στιβαρά, θα βρω τον τρόπο». Κάπου ξεχνιόμουν, γλιστρούσα λίγο, ερχόμουν πάλι στα ίσα… Τελειώνει η περίφημη κατηφόρα, βρίσκομαι στα ριζά του λόφου πάνω από τα σκαλιά πριν από το καθαριστήριο «Χιονάτη».
Εκεί λοιπόν, κάνω μια εκπληκτική πιρουέτα και χωρίς να το καταλάβω βρίσκομαι φαρδιά- πλατιά πάνω στα αμμοχάλικα. Και είχα μπροστά μου είκοσι τσιμεντένια σκαλιά και τρεις-τέσσερις γουναράδες που λιάζονταν μπροστά απ΄τα μαγαζιά τους. Σηκώνομαι, τινάζω χώματα, η μύτη ψηλά και περνάω από μπροστά τους αγέρωχη.
Ευτυχώς γι ΄αυτούς δεν γέλασε κανένας τους. θα τους κυνηγούσα με τα παπούτσια…

Back to top button