Άρθρο της Χριστίνας Χρυσοχόου, Καρδιολόγος στην Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική στο Ιπποκράτειο ΓΝΑ
Το αλάτι αποτελεί βασικό συστατικό της φύσης, απαραίτητο για την ανάπτυξη και διατήρηση της ζωής. Αποτελεί επίσης το πιο γνωστό συντηρητικό τροφών, καθώς έχει αντιμικροβιακές ιδιότητες, με γνωστή χρήση στην συντήρηση των μουμιοποιημένων νεκρών των αρχαίων Αιγυπτίων. Η ιστορική αξία της χρήσης άλατος υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι συχνά αποτελούσε μέσο οικονομικής συναλλαγής και αιτία εχθροπραξιών στα χρόνια του Μεσαίωνα. Ο Ιπποκράτης (450 π.Χ.) ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τις θεραπευτικές ιδιότητες του αλατιού.
Χρησιμοποιούσε αλάτι για να θεραπεύσει λοιμώξεις, συμφορήσεις και άλλα νοσήματα. Ο Παράκελσος (1500 μ.Χ.) έγραψε ότι εμείς οι άνθρωποι χρειαζόμαστε απαραίτητα το αλάτι και ότι χωρίς αλάτι θα είχαν αποσυντεθεί τα πάντα. Σε αρκετούς πολιτισμούς ακόμα είθισται η προσφορά άλατος και ψωμιού στους επισκέπτες.
Πέρα όμως από την ιστορική πορεία του, η χρήση άλατος είναι συνδεδεμένη με την ανθρώπινη υγεία, καθώς και το ανθρώπινο σώμα περιέχει 0,9% άλας. Το αλάτι είναι το πιο σημαντικό μόριο στον εξωκυττάριο χώρο καθώς δημιουργεί την απαραίτητη ωσμωτική πίεση για την παραμονή νερού στον εξωκυττάριο χώρο. Είναι απαραίτητη η ισορροπία μεταξύ λήψης και αποβολής άλατος.
Τα περισσότερα άτομα με καλή νεφρική λειτουργία μπορούν να διαχειριστούν μέτριες αυξομειώσεις στην πρόσληψη άλατος χωρίς να επηρεαστεί η αιμοδυναμική τους εικόνα. Η υψηλή πρόσληψη άλατος
εάν ιδιαίτερα αυτή γίνεται σε παρατεταμένο χρονικό διάστημα, οδηγεί σε απώλεια πρωτεΐνης, οξείδωση κυττάρων, σοβαρή βλάβη νεφρικών αγγείων, που δύναται να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια, υπερτροφία της καρδιάς με απώλεια της ελαστικότητας της όπως και σκλήρυνση των στεφανιαίων αγγείων. Η αυξημένη κατανάλωση άλατος οδηγεί σε κατακράτηση νερού και αύξηση του ενδαγγειακού όγκου αίματος, αύξηση της σκληρίας των αγγείων και οδηγεί σταδιακά και σταθερά στην εμφάνιση αρτηριακής υπέρτασης.
Η σχέση πρόσληψης άλατος και αρτηριακής υπέρτασης είναι γνωστή από πολλές δεκαετίες, καθώς φαίνεται ότι ο περιορισμός της πρόσληψης άλατος συνοδεύεται από αντίστοιχη μείωση των επιπέδων αρτηριακής πίεσης, κυρίως σε υπερτασικά άτομα, η οποία μείωση είναι κυρίως έκδηλη κατά τους πρώτους 6 μήνες. Σε άτομα με φυσιολογικά επίπεδα αρτηριακής πίεσης παρατηρείται μείωση κατά 2 mm Hg της συστολικής αρτηριακής πίεσης για κάθε 4,6 γραμμάρια μείωση της πρόσληψης άλατος. ενώ σε υπερτασικά άτομα οι επιδράσεις είναι πιο έκδηλες σε ηλικίες άνω των 44 ετών, όπου παρατηρείται μείωση κατά 6.3 mm Hg της συστολικής και 2.2 mm Hg της διαστολικής πίεσης.
Κλινικές μελέτες παρακολούθησης μεγάλου αριθμού πληθυσμού έχουν δείξει ότι αύξηση κατά 5 γραμμάρια την ημέρα κατανάλωσης άλατος σχετίζεται με 17% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου και 23% κίνδυνο για εμφάνιση αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου σε οποιαδήποτε ηλικία. Πρόσφατη δημοσίευση σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό διερεύνησε την μακροπρόθεσμη επίπτωση της ήπιας μείωσης κατανάλωσης άλατος (κατά 25-30%) στην καρδιαγγειακή νόσο σε 3100 ασθενείς με ήπια αύξηση των επιπέδων αρτηριακής πίεσης. Κατά την 15ετή παρακολούθηση οι ερευνητές παρατήρησαν ότι ο μέτριος περιορισμός της κατανάλωσης άλατος οδηγεί σε σημαντική μείωση του κινδύνου εμφάνισης θανατηφόρου ή μη καρδιαγγειακού επεισοδίου, ανεξάρτητα από την επιτευχθείσα μείωση των επιπέδων αρτηριακής πίεσης. Έτσι φαίνεται ότι ο περιορισμός της κατανάλωσης άλατος μπορεί να επιφέρει γενικότερα οφέλη στην καρδιαγγειακή υγεία.
Σε άτομα φυσιολογικής αρτηριακής πίεσης συνιστάται περιορισμός της υπέρμετρης πρόσληψης άλατος, ενώ σε υπερτασικά άτομα ηλικίας συνιστάται συνολική ημερήσια πρόσληψη μέχρι 6 γραμμάρια άλατος την ημέρα (1 κουταλάκι γλυκού) μέσα στα πλαίσια μια γενικότερα υγιεινής διατροφής μεσογειακού τύπου, πλούσιας δηλαδή σε φρούτα και λαχανικά και πτωχής σε κορεσμένο-ζωικό λίπος.
Ακόμα και στην ιδιαίτερη ομάδα ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια η τήρηση σωστών οδηγιών στην διατροφική πρόσληψη άλατος λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία.
Τα άτομα με καρδιακή ανεπάρκεια έχουν τάση να κατακρατούν υγρά στον οργανισμό τους με πρόκληση οιδημάτων και απότομη αύξηση σωματικού βάρους, ενώ η λήψη θεραπειών που μειώνουν την αρτηριακή πίεση και αυξάνουν την απώλεια ούρων (διουρητικά) κάνουν την ισορροπία πρόσληψης – απώλειας νερού και πρόσληψης-κατακράτησης νατρίου, ιδιαίτερα ασταθή. Ο αυστηρός περιορισμός άλατος σε ασθενείς με μέτρια καρδιακή ανεπάρκεια που λαμβάνουν ήδη διουρητική θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε μείωση ενδαγγειακού όγκου, αφυδάτωση και ενεργοποίηση ορμονικών μηχανισμών που επιδεινώνουν την ίδια την νόσο.
Αναφορικά με τις διατροφικές συστάσεις για αυτή την ιδιαίτερη ομάδα ασθενών, μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχαν ευρέως διαδεδομένες οδηγίες, και οι υπάρχουσες συστάσεις ακολουθούσαν τα γενικότερα πρότυπα των καρδιοπαθών ασθενών. Πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα αναδεικνύουν ότι δεν χρειάζεται αυστηρός περιορισμός στην πρόσληψη άλατος σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Ο περιορισμός του νατρίου εξατομικευμένος σε κάθε περίπτωση ασθενούς (3- 6 γραμμάρια ημερησίως) και η πρόσληψη καλίου στη διατροφή (όταν δεν συνυπάρχει νεφρική ανεπάρκεια) αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο στις διατροφικές συστάσεις ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια και είναι από τις πιο συχνές, μη φαρμακολογικές προσεγγίσεις. Γίνεται φανερό ότι ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο να εκπαιδευθούν οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια στο να διαβάζουν τις ετικέτες των τροφίμων και έτσι να γνωρίζουν πόσο νάτριο, το κάλιο αλλά και τα άλλα θρεπτικά συστατικά που περιέχουν τα τρόφιμα που καταναλώνουν. Είναι όμως γεγονός ότι η τήρηση μιας δίαιτας με περιορισμένη πρόληψη νατρίου και αυξημένου καλίου είναι μια σύνθετη και απαιτητική διαδικασία που απαιτεί από τους ασθενείς να αντιληφθούν την περιεκτικότητα των τροφών, να προμηθευτούν και να προετοιμάσουν το φαγητό σωστά και να ακολουθήσουν αυτούς τους περιορισμούς καθημερινά και για την υπόλοιπη ζωή τους. Επιπλέον, η περιορισμένη κινητικότητα και οι αλλαγές στη φυσιολογία των ασθενών κάνουν δύσκολη την προετοιμασία ειδικού διαιτολογίου, αυξάνοντας την πιθανότητα κατανάλωσης έτοιμων τροφίμων, τα οποία, δυστυχώς, είναι πλούσια σε νάτριο.
Παράλληλα, η φτωχή γευστικότητα, η έλλειψη διαθεσιμότητας τροφών χαμηλών σε νάτριο, η δυσκολία κατανάλωσης τροφής σε εστιατόρια και άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, ο μεγάλος χρόνος προετοιμασίας και το αυξημένο κόστος, είναι μερικοί από τους λόγους που εμποδίζουν τους ασθενείς να ακολουθήσουν μια δίαιτα περιορισμένη σε νάτριο. Επίσης δεδομένου ότι η πλειοψηφία των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια είναι άνω των 75 ετών, θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και αλλαγές στη γεύση και την οσμή που επέρχονται λόγω της ηλικίας. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι ιδιαίτερη φροντίδα πρέπει να δίνεται από τους οικείους των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στην προετοιμασία της τροφής τους. Η χρήση προϊόντων άλατος με λιγότερη περιεκτικότητα χλωριούχου νατρίου αλλα με υψηλή συγκέντρωση χλωριούχου καλίου και ιωδιούχου καλίου (σε ποσοστά περίπου 50%) τα λεγόμενα light σκευάσματα, θέλει προσοχή σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια ή και αρτηριακή υπέρταση που λαμβάνουν συχνά καλιοσυντηρητικά διουρητικά, ώστε
να αποφευχθεί η υπέρμετρη αύξηση επιπέδων καλίου στο αίμα.
Στην προσπάθεια ελέγχου της υπερβολικής κατανάλωσης άλατος στην καθημερινή μας διατροφή είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι το 75% της ημερήσιας πρόσληψης είναι σε κρυφές πηγές όπως είναι σε συσκευασμένα και επεξεργασμένα τρόφιμα, 12% από φυσικές πηγές, 6% προστίθεται κατά την διάρκεια του γεύματος από την χρήση επιτραπέζιου άλατος και 5% κατά την προετοιμασία φαγητού.
Δυστυχώς τες τελευταίες δεκαετίες με την αύξηση κατανάλωσης επεξεργασμένων τροφών και χρήσης επιτραπέζιου άλατος, η κατανάλωση νατρίου έχει αυξηθεί σημαντικά.
Οι πιο βασικοί τρόποι να περιορίσει κανείς την καθημερινή κατανάλωση άλατος είναι η εκπαίδευση στην ανάγνωση της περιεκτικότητας σε ιχνοστοιχεία των συσκευασμένων τροφίμων, φαρμάκων (όπως οι βιταμίνες σε δισκία αναβρύζουσας μορφής) και στην μείωση κατανάλωσης επιτραπέζιου και μαγειρικού νατρίου.
Τα τρόφιμα που περιέχουν λιγότερο από 140 mg νατρίου, θεωρούνται χαμηλής περιεκτικότητας, ενώ ελεύθερα νατρίου θεωρούνται όσα περιέχουν λιγότερο από 5mg ανά μερίδα. Πολύ χαμηλής περιεκτικότητας νατρίου θεωρούνται όσα περιέχουν λιγότερο από 35 mg ανά μερίδα. Η αναγραφή στα προϊόντα ότι δεν περιέχουν επιπρόσθετο αλάτι κατά την επεξεργασία τους δεν σημαίνει ότι είναι ανάλατο προϊόν. Υψηλής περιεκτικότητας σε νάτριο θεωρείται το προϊόν που περιέχει περισσότερο από 1,5 γραμμάριο άλατος ανά 100 γραμμάρια.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας προτάσσει ως πρωταρχικό μέλημα των χωρών-κρατών την μείωση της κατανάλωσης χοληστερίνης και νατρίου στους πληθυσμούς τους με προοπτική μέχρι το 2025 να έχει περιοριστεί η ημερήσια πρόσληψη άλατος από τους ενήλικες στα 3 γραμμάρια. Είναι σημαντικό επίσης να τηρείται χαμηλότερη πρόσληψή άλατος σε παιδιά μικρότερα των 11 ετών.
Η χρήση επιτραπέζιου άλατος χαμηλότερης περιεκτικότητας σε νάτριο , όπως το CardioSalt, αποτελεί προϊόν υψηλής διαιτολογικής αξίας καθώς περιλαμβάνει λιγότερο από 50% νάτριο, περιέχει άλατα καλίου και μαγνησίου αλλά χαμηλότερο κάλιο από άλλα σκευάσματα, καθιστάμενο ως ασφαλές σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια ή αρτηριακή υπέρταση που λαμβάνουν καλιοσυντηρητικά διουρητικά ή και συμπληρώματα καλίου.
Πρόσφατη μελέτη που διενεργήθηκε σε 2 Ελληνικά Νοσοκομεία και δημοσιεύθηκε σε Διεθνές Ιατρικό περιοδικό μελέτησε 50 ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια , οι οποίοι διακρίθηκαν σε δυο ομάδες, στην ομάδα 30 ασθενών που λάμβαναν συστηματικά το προϊόν άλατος χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο και 20 ατόμων που συνέχισαν τη συνήθη κατανάλωση άλατος με τις συστάσεις πάντα περιορισμού. Στις 12 εβδομάδες παρακολούθησης η κατανάλωση του προϊόντος χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο CardioSalt, απέδειξε ασφάλεια σε επίπεδα καρδιακής συχνότητας, αρτηριακής πίεσης που δεν επηρεάστηκαν σε αυτόν τον ευαίσθητο πληθυσμό.
Επίσης οι ασθενείς που λάμβαναν το αλάτι χαμηλού νατρίου διατήρησαν καλή νεφρική λειτουργία και εμφάνισαν καλύτερο λειτουργικό στάδιο, όπως εκτιμήθηκε με την ικανότητα άσκηση, γεγονός που υποδηλώνει ότι το αλάτι με 50% μικρότερη περιεκτικότητα σε νάτριο βελτιώνει την αιμοδυναμική κατάσταση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια και βοηθά στην διατήρηση λειτουργικού σταδίου και καλής ποιότητας ζωής.
Το αλάτι αποτελεί ένα απαραίτητο συστατικό για την επιβίωση μας. Η κατανάλωσή του είναι σημαντική για την διατήρηση της ομοιόστασης των λειτουργιών του οργανισμού μας και κυρίως την διατήρηση ικανού ενδοαγγειακού όγκου, καρδιακού ρυθμού, καλώς επιπέδων αρτηριακής πίεσης για την σωστή αιμάτωση των οργάνων.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής με την υπερκατανάλωση ζωικών προϊόντων και κυρίως επεξεργασμένων τροφών έχει οδηγήσει σε υπερβολική πρόσληψη άλατος που συνδέεται άμεσα με επιπλοκές στην καρδιαγγειακή και γενικότερη υγεία. Η αναγνώριση της σημαντικής θέσης που έχει το νάτριο στην ομοιόσταση του οργανισμού έχει φέρει αναθεώρηση της σύστασης για τήρηση άναλου δίαιτας κυρίως σε ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια, αλλά συνιστάται μέτριος περιορισμός στην κατανάλωση.
Η θέση των υποκατάστατων άλατος με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε νάτριο χωρίς αυξημένη περιεκτικότητα καλίου φαίνεται να αποτελεί την ισορροπημένη λύση για την μετριασμένη πρόσληψη νατρίου, την μείωση της εμφάνισης υπερκαλιαιμίας σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ή λήψη καλιοσυντηρητικών διουρητικών και την διατήρηση ομοιοστασίας ηλεκτρολυτών για την εύρυθμη λειτουργία της καρδιάς και των αγγείων. Με την σωστή εκπαίδευση ανάγνωσης των λεζάντων των τυποποιημένων τροφίμων και την κατανάλωση μαγειρικού και επιτραπέζιου άλατος χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο, το αλάτι θα παραμείνει στη σωστή χρήση του ο παλαιός γνώριμος της υγείας μας.
ΑΠΕ